«Aπό πίτα που δεν τρως τι σε νοιάζει κι αν καεί». Με το σκεπτικό αυτής της παροιμίας πολλές φορές βολευόμαστε κι αποφεύγουμε συνειδητά το καθήκον μας, που ως λογικοί άνθρωποι πρέπει να κάνουμε, σε απρόοπτα, σοβαρά όμως γεγονότα, που στο διάβα της ζωής μας ερχόμαστε αντιμέτωποι.
Δεν είναι λίγες οι φορές που βλέπουμε έναν συνάνθρωπό μας να κείτεται στο πεζοδρόμιο κι όχι μόνο του ρίχνουμε μια ματιά μέσα από το παράθυρο του αυτοκινήτου μας και με «ελαφρά την καρδία» πατάμε γκάζι κι απομακρυνόμαστε από κοντά του. Κι εφόσον απομακρυνθούμε αρκετά, με επιδεξιότητα αποκοιμίζουμε τις ερινύες που σίγουρα έχουν ξυπνήσει από το βαθύ λήθαργο τους κι ας τις νιώθουμε να μας τρυπάνε τα σπλάχνα, σαν το σαράκι τον κορμό του δέντρου. Κάνουμε πως δεν ακούμε το τρυπάνι τους πιέζοντας τον εαυτό μας κι έπειτα από λίγη ώρα προσπαθούμε να σβήσουμε την εικόνα που είδαμε.
Την ίδια παραπάνω εικόνα την έζησα πρόσφατα από κοντά και ήταν η αφορμή να πάρω στα χέρια την πένα μου και να γράψω το σημερινό άρθρο μου αγαπητοί μου φίλοι.
Ήταν ένα ρόδινο πεντάμορφο χάραμα που έβγαλα το σκύλο μου βόλτα κι εκεί που απροβλημάτιστος κι αμέριμνος περπατούσα βλέπω, όχι πολύ μακριά, μπροστά μου, έναν συνάνθρωπό μας πεσμένο κάτω στο πεζοδρόμιο κι έναν άλλον να στέκεται όρθιος από πάνω και να τον κοιτάει. Τάχυνα το βήμα μου και πήγα κοντά τους, ρωτώντας συγχρόνως τον όρθιο θεατή τι έπαθε ο άνθρωπος και γιατί δεν τον βοηθάει να σηκωθεί από κάτω. Αμέσως με κοιτάει και με απίστευτη ψυχραιμία μου λέει:
«Πού θέλεις να ξέρω εγώ τι έπαθε;» κι αμέσως έφυγε από κοντά μου.
Πριν όμως απομακρυνθεί, παρόλο που αισθανόμουν αηδιασμένος με τη συμπεριφορά του, του φώναξα να σταματήσει και να με βοηθήσει να σηκώσουμε μαζί τον άνθρωπο από κάτω, γιατί η αλήθεια είναι ότι μόνος μου δεν θα τα κατάφερνα. Ευτυχώς σταμάτησε, με βοήθησε αμίλητος κι αμέσως πάλι έφυγε μουρμουρίζοντας αυτή τη φορά. Πρόλαβα όμως και του είπα:
«Ευχαριστώ για τη βοήθεια, αλλά να ξέρεις, δεν έχεις το δικαίωμα ν’ αδιαφορείς σε τέτοιου είδους περιστατικά…» και πρόσθεσα πριν απομακρυνθεί πολύ από κοντά μου, «εύχομαι κύριε να μη βρεθείς ποτέ στη θέση τούτου του πονεμένου ανθρώπου».
Ο άγνωστος εκείνος συνάνθρωπός μας δεν είχε τίποτα το σοβαρό, αυτό μου είπε ο ίδιος. Μια μικρή ζάλη του ήρθε και για να αποφύγει τα χειρότερα κάθισε στο πεζοδρόμιο. Μου ζήτησε όμως να τον συνοδεύσω μέχρι το σπίτι του, λίγο πιο κάτω από κείνο το μέρος, για καλό και για κακό. Εκεί ήταν ο αδελφός του – μου είπε – και αυτό έκανα.
Φεύγοντας και παίρνοντας πάλι τον δρόμο της επιστροφής για το σπίτι μου, χιλιάδες γιατί τριβόλιζαν το μυαλό μου. Γιατί, έλεγα, να είναι ο άνθρωπος τόσο σκληρός κι αδιάφορος; Γιατί πολλοί συνάνθρωποί μας, σε κάποιο τροχαίο δυστύχημα κι όχι μόνο, είτε είναι εκείνοι η αιτία του κακού είτε όχι, φεύγουν κι εγκαταλείπουν τα θύματά τους αβοήθητα; Ακόμα κι αν αποφύγουν τη σύλληψη τους από τα όργανα του κράτους πώς θα μπορέσουν στο υπόλοιπο της ζωής τους να κοιμούνται; Δεν θα τους πνίγει το βάρος του εγκλήματος που έκαναν; Πώς μπορείς “κύριε’’ και το κάνεις αυτό; Πώς μπορείς ‘’κύριε’’ και σηκώνεις το όπλο, όποιο κι αν είναι αυτό κι αφαιρείς τη ζωή ή στην καλύτερη περίπτωση του κάνεις τον βίο αβίωτο για ένα ‘’γιατί’’ του εγωισμού σου; Πώς μπορείς και καταστρέφεις τη ζωή ενός μικρού παιδιού, προσπαθώντας να ικανοποιήσεις το αρρωστημένο πάθος σου; Κι έρχεσαι μετά δήθεν μετανιωμένος και εκλιπαρείς ζητώντας κατανόηση από την πολιτεία! Ε, όχι ‘’κύριε’’. Όπως δεν θέλεις εσύ να σου κάνει κανένας κακό, μήτε σε σένα και πολύ περισσότερο στο παιδί σου, έτσι και τα θύματά σου δεν ήθελαν να τους κάνεις αυτό που τους έκανες. Κι όμως, εσύ τα σημάδεψες για μια ζωή. Πρέπει ‘’κύριε’’ να πληρώσεις και μάλιστα πολύ ακριβά για τις αποτρόπαιες πράξεις σου. Κρίθηκες ένοχος, είσαι ένοχος. Είσαι επικίνδυνος για να κυκλοφορείς ελεύθερος και δεν πρέπει να ζεις, γιατί αυτό κάνεις, με το ότι «ε, και τι έγινε… θα μείνω λίγα χρόνια μέσα στη φυλακή… θα παίρνω και άδεια, φαγητό τζάμπα, ύπνο τζάμπα… ε, και τι έγινε;» όχι ‘’κύριε’’ δεν πρέπει να ζεις με αυτή την ελπίδα… πρέπει να τα ψαλιδίσουν τα φτερά της ελπίδας σου.
Ήξερες τι έκανες κι εσύ κύριε, που ναι, με βοήθησες και σήκωσα τον συνάνθρωπό μας από το πεζοδρόμιο, αλλά αυτό που εγώ έκανα έπρεπε να το είχες κάνει εσύ πρώτος. Δεν έχεις το δικαίωμα ν’ αδιαφορείς με την ευρύτερη σημασία της λέξης… Άνθρωπε….