Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

Δεν ήμουν πια άνθρωπος

» Οσάμου Νταζάι (μτφρ. Στέλιος Παπαλεξανδρόπουλος, εκδόσεις Gutenberg)

Και τι ήταν τώρα που δεν ήταν πια άνθρωπος, αναρωτήθηκα μόλις έπιασα το βιβλίο αυτό στα χέρια μου. Ο τίτλος ήταν αρκετός για να γεννήσει την επιθυμία. Δεν γνώριζα κάτι για τον Νταζάι, αόριστα το όνομά του κάτι μου έλεγε, όχι όμως πολλά, όχι τόσα ώστε να αναμένω διακαώς και φορτωμένος με προσδοκίες την κυκλοφορία τού Δεν ήμουν πια άνθρωπος, που απ’ όσα διάβασα θεωρείται το πλέον σημαντικό έργο του, το τελευταίο που ολοκλήρωσε πριν από την αυτοκτονία του. Όσο διαβάζει κανείς, τόσο συνειδητοποιεί το εύρος της άγνοιάς του, και αυτός είναι ένας καλός λόγος για να συνεχίσει να διαβάζει κανείς.

Είχα δει τρεις φωτογραφίες αυτού του ανθρώπου.
Ο συγγραφέας του βιβλίου δεν γνώριζε τον Γιόζο, τον συντάκτη των τριών σημειωμάτων. Μια γυναίκα του τα έδωσε μαζί με τρεις φωτογραφίες του, ενώ εκείνος είχε ήδη χαθεί. Αυτό το αφηγηματικό εύρημα, ο συγγραφέας που ανακαλύπτει κάποιο χειρόγραφο ενός άγνωστου συντάκτη, όσες φορές και αν το συναντήσω με συγκλονίζει, παρά την απλότητα και την παλαιότητά του, σε μια εποχή μεταμοντέρνας γραφής και διαρκούς αναζήτησης νέων, πρωτότυπων και εντυπωσιακών φορμών αφήγησης. Ίσως γιατί στην εποχή της επικοινωνίας και της ψηφιακής πραγματικότητας, που όλα γράφονται για κάποιον αποδέκτη, που η ανάγκη για αφήγηση υποκύπτει στη «λογοκρισία» του άλλου και φαντάζει πρωτίστως υστερόβουλη και ακολούθως αναγκαστική, αυτή η μορφή, έστω και τεχνητά, αναβλύζει μια καθαρότητα ως προς την αναγκαιότητα και τον αδιέξοδο χαρακτήρα της, το περιβόητο: δεν γινόταν αλλιώς. Κάποιες φορές, το εύρημα αυτό λειτουργεί και ως μια κρυψώνα του προσωπικού, μια αναγκαία απόσταση που ο συγγραφέας χρειάζεται να λάβει από τον ίδιο του τον εαυτό, διαχωρίζοντας το ζεύγος συγγραφέα-αφηγητή. Το Δεν ήμουν πια άνθρωπος είναι —και—μια τέτοια περίπτωση.

Ωστόσο, όπως κάθε αφηγηματικό εύρημα, έτσι και αυτό δεν αρκεί από μόνο του. Απαιτείται δεξιοτεχνία και λεπτοδουλειά ώστε να λειτουργήσει. Και ο Νταζάι τα κατάφερε με έναν τρόπο συγκλονιστικό. Η επιλογή να προσθέσει τις τρεις φωτογραφίες του Γιόζο, φωτογραφίες τις οποίες ο συγγραφέας περιγράφει στην εισαγωγή του μυθιστορήματος, είναι καθοριστική. Τόσο η εισαγωγή, όσο και ο επίλογος αποτελούν μέρη του βιβλίου, ενταγμένα οργανικά στην τελική σύνθεση, απαραίτητα για την ολοκλήρωση της εμπειρίας της ανάγνωσης, καθώς, στην αυτοπροσωπογραφία του Γιόζο, έρχονται να αντιπαρατάξουν την εικόνα των άλλων για εκείνον, εικόνα την οποία ο ίδιος βίωνε με διαφορετικό τρόπο. Και αυτή η, φαινομενικά και μόνο, απλή συγγραφική επιλογή αποδεικνύεται ευφυής, καθώς επιτείνει την απόσταση που ο Νταζάι παίρνει από το άλτερ έγκο του και κατά επέκταση από τον ίδιο του τον εαυτό, από την αυτοεικόνα του.

Έζησα μια ζωή γεμάτη από επαίσχυντες καταστάσεις.
Χωρίς αχρείαστες φιοριτούρες, ο Γιόζο ξεκινά την αφήγηση της ζωής του με διάθεση κριτική. Το Δεν ήμουν πια άνθρωπος αποτελεί ένα ιδιότυπο μυθιστόρημα ενηλικίωσης με τη μορφή διαθήκης, έναν τελικό απολογισμό μιας ζωής. Ξεκινώντας από τα παιδικά του χρόνια, περιγράφει όσα έζησε, τις συγκυρίες και τα προσωπικά λάθη, βιώνοντας με περισσή ένταση τις στιγμές που η ζωή θα μπορούσε να τραβήξει έναν διαφορετικό δρόμο, που μια φράση που δεν ειπώθηκε ήταν αρκετή για να συμβούν όσα τελικά συνέβησαν. Δεν παρασύρεται ωστόσο από ένα άχρηστο τι θα συνέβαινε εάν, δεν αναζητά διαρκώς δικαιολογίες, ξέρει καλά πως πια δεν έχει νόημα, πως ό,τι έγινε έγινε, πως εκείνος είχε την ευθύνη, αν αυτό έχει τελικά κάποια σημασία. Δεν θυματοποιεί τον εαυτό του, ούτε όμως τον ηρωοποιεί, αυτό ήταν. Προσπαθεί να σταθεί αντικειμενικός παρατηρητής του εαυτού του, με τις όποιες δυσκολίες και ασυμβατότητες περικλείει ένα τέτοιο εγχείρημα. Ο Νταζάι πετυχαίνει μια υποδειγματική και πειστική αφηγηματική φωνή, καθηλωτική και αξέχαστη, που διακρίνεται από ειλικρίνεια, αποφεύγοντας με άνεση την όποια συναισθηματική καθοδήγηση ή την ανάστροφη διδακτική του αντιπαραδείγματος. Δεν στοχεύει στη λύπηση του αφηγητή εκ μέρους του αναγνώστη, διατηρώντας και μεγαλώνοντας διαρκώς τη μεταξύ τους απόσταση, αποτυπώνοντας τον τρόπο με τον οποίο ο Γιόζο έζησε ανάμεσα στους ανθρώπους, όσο διέθετε και εκείνος ανθρώπινες ιδιότητες.

Κι έτσι οδηγήθηκα στη σκέψη να κάνω τον κλόουν. Αυτή ήταν η τελευταία αίτηση αγάπης που απηύθυνα στους ανθρώπους. Γιατί, μ’ όλο που τους φοβόμουν στο έπακρο, φαίνεται ότι δεν μπορούσα ν’ αποσπαστώ εντελώς απ’ αυτούς. Μ’ αυτό το ένα μέσο, να κάνω τον κλόουν, μπόρεσα να διατηρήρω έναν λιγοστό σύνδεσμο με τους ανθρώπους. Κατόρθωσα να διατηρώ αδιάκοπα στην επιφάνεια ένα φτιαχτό χαμόγελο. Ήταν μια ευκολία που πρόσφερα στους άλλους, την πετύχαινα όμως καταβάλλοντας από μέσα μου, με πολύ κόπο, απελπισμένες προσπάθειες κι έχοντας πάντα την αίσθηση ότι μια τρίχα με χωρίζει απ’ την περιοχή του κινδύνου.

Οι πλέον συγκλονιστικές σελίδες της αφήγησης είναι, παράδοξα ίσως, εκείνες στις οποίες μια αχτίδα έμοιαζε να κάνει την εμφάνισή της. Ο τρόπος με τον οποίο ανά περιόδους ο Γιόζο πίστευε πως θα τα καταφέρει, ξεγελώντας τον εαυτό του και τους άλλους. Η αγωνία που διατρέχει, ακόμα και εκ των υστέρων, αυτές τις γραμμές της αφήγησης και φανερώνει τη δίψα για μια ζωή σε αρμονία με την προσωπική του ηθική, σε εκεχειρία με τους δαίμονες του, κάνοντας τον κλόουν, ζώντας στο πλευρό κάποιας ερωμένης, ζωγραφίζοντας μάνγκα, δοκιμάζοντας να κρατηθεί μακριά από το αλκοόλ. Σε αυτή τη διαρκή διαμάχη, ο Νταζάι επιτρέπει στον έξω κόσμο να εισβάλλει. Όσα διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα τού αφηγητή βρίσκονται εκεί έξω, η οικογένεια και η κοινωνία κατά κύριο λόγο. Κανείς άνθρωπος δεν ζει σ’ ένα περιβάλλον αποστειρωμένο.

Η προσωπική ιστορία του Γιόζο αποτελεί ταυτόχρονα την αποτύπωση μιας εποχής, εντούτοις, ο συγγραφέας πετυχαίνει να σώσει το μυθιστόρημά του από την αχρείαστη ιαπωνικότητα και το όποιο φολκλόρ τη συνοδεύει ως στερεοτυπία, τοποθετώντας τη στο πλαίσιο της ιστορίας και όχι στο κέντρο της σκηνής, χωρίς ωστόσο αυτό να τον απομακρύνει από τη λογοτεχνική παράδοση της χώρας του. Η ιστορία του Γιόζο, παρά την οικουμενικότητα που τη διακρίνει, παρά τις ποικίλες εκδοχές της που συναντώνται στην παγκόσμια γραμματεία διαχρονικά, είναι η ιστορία κάποιου που ζούσε στην Ιαπωνία κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του προηγούμενου αιώνα, διαμορφωμένη εν πολλοίς από το κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον της εποχής. Δεν απαιτείται, αλλά και δεν αρκεί, η αναφορά σε σαμουράι και ανθισμένες κερασιές για να καταστήσει ιαπωνικό ένα λογοτεχνικό έργο.

Διαβάζοντας κανείς το βιβλίο αυτό, αναπόφευκτα ίσως, του έρχονται στο νου το προγενέστερο Υπόγειο του Ντοστογιέφσκι, καθώς και τα μεταγενέστερα Ο λύκος της στέπας του Έσε και το αριστουργηματικό Οι απόψεις ενός κλόουν του Μπελ, αλλά και Η γυναίκα της άμμου του, επίσης Ιάπωνα, Άμπε.

Η μετάφραση από τα ιαπωνικά είναι του Στέλιου Παπαλεξανδρόπουλου, όπως και το κατατοπιστικό επίμετρο, που καλό ωστόσο θα ήταν να διαβαστεί μετά το πέρας της ανάγνωσης.

Το Δεν ήμουν πια άνθρωπος είναι ένα συγκλονιστικό βιβλίο.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα