O δάσκαλος τηλεφώνησε για να ευχηθεί καλό μήνα. Είχε βγει την προηγούμενη για έναν κοντινό περίπατο και μάζεψε τα αγριολούλουδα του Μάη, ώστε να υποδεχτεί το μήνα αυτό με τους ισχυρούς συμβολισμούς έτσι όπως συνήθιζε από παλιά, με τα χρώματα και τα μηνύματα της Άνοιξης:
-Ήρθε η κόρη μου και στόλισε τρία βάζα με αυτά τα λουλούδια!
Θυμήθηκε την Πρωτομαγιά των πρώτων χρόνων της θητείας του στην Εκπαίδευση, που ήταν “χαρά Θεού” για μαθητές και δασκάλους και πάντα συνδυαζόταν με μιαν εκδρομή μέσα στο ολάνθιστο τοπίο του χωριού.
-Δάσκαλε χρόνια πολλά, καλά, πάντα εμπνευσμένα! Και του χρόνου να υποδεχθείτε την Πρωτομαγιά με υγεία, χαρά, ελπίδα και όραμα, δίχως περιοριστικά μέτρα, όλη η οικογένεια μαζί!
Λίγο αργότερα τηλεφώνησε η Ζεφυρούλα, που έχει τα γενεθλιά της την 1η του Μάη, για να ξεπροβάλλει με μια απαράμιλλη “ροδαρά” φτιαγμένη από μαργαρίτες, χαμομήλια, βασιλικούς, και με έναν ανθηρότατο, πλατύφυλλο δυόσμο φυτεμένο σε ένα πρωτότυπο γλαστράκι. “Αυτά για τη θεία μου!” είπε στην Πολυξένη και κάθισε λίγο να ξαποστάσει στην αυλή. Αναθυμήθηκε, δίχως καμιά δυσκολία, ένα σωρό ποιήματα από τα παλιά αναγνωστικά του Δημοτικού. Μαζί της αναθυμήθηκε και η Πολυξένη τη Ζεφυρούλα των χρόνων της νιότης και της ωριμότητας, τη Ζεφυρούλα μιας ολόκληρης ζωής, να απαγγέλει με ιδιαίτερο χρώμα και θαλπωρή στη φωνή της.
-Ζεφυρούλα, εσύ έπρεπε να είχες γίνει εκπαιδευτικός!.
-Ναι, θα έπρεπε…
Επρεπε (και θα διέπρεπε, αν γινόταν) αλλά εκείνους τους δύσκολους καιρούς ο επαγγελματικός προσανατολισμός δεν υπήρχε ούτε ως σκέψη- και οι προτεραιότητες ήταν πολύ κρισιμότερες. Όμως η Ζεφυρούλα εξακολουθεί μέχρι σήμερα να εισπράττει τα εύσημα που της αναλογούν:
-Όταν ερχόταν ο εγγονός μου από την Αμερική, πριν ακόμα πάει στο σχολείο,του μάθαινα να σταυρώνει κάθε βράδυ το μαξιλάρι του και να λέει:” Εις το όνομα του Χριστού, της Παναγίας και όλων των Αγίων! Εις το όνομα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος!”. Του έλεγα όλα τα ποιήματα που ξέρω από τα χρόνια του Δημοτικού, όπως το ποίημα για το χωριό, το ποίημα για τη σημαία, το ποίημα για την ελιά “Είμαι η ελιά η τιμημένη!” λέει το ποίημα. Παινεύεται λιγάκι η ελιά, όμως το αξίζει, δεν το αξίζει; Του έλεγα το ποίημα για τον παππού: “Μη μιλάτε, μη μιλάτε, ο γερο παππούς κοιμάται!” -και τι δεν του έλεγα! Τα είχε μάθει όλα και του άρεσε πολύ να με ακούει. Μετά, όταν πήγε στο σχολείο, ρωτούσε τους συμμαθητές του: “Μήπως έχετε γνωρίσει τη γιαγιά μου που τη λένε Ζεφυρούλα και είναι στην Ελλάδα;” Ακούς εκεί; Ρωτούσε αν με γνώριζαν οι συμμαθητές του στην Αμερική!
-Αυτό σημαίνει, Ζεφυρούλα μου, ότι σε είχε καταχωρήσει στη συνείδησή του ως μια προσωπικότητα με δεξιότητες που συνάδουν με το χώρο της εκπαίδευσης, όσο και να ακούγεται παράξενο αυτό, αφού δεν είχες κάποια ανάλογη θητεία. Να, λοιπόν, που έρχεσαι στα λόγια μου, ότι είναι κρίμα που δεν έγινες εκπαιδευτικός! Όμως πρόσφερες απλόχερα, μέσα από τον πλούσιο συναισθηματικό κόσμο και το πηγαίο επικοινωνιακό χάρισμα που σε διακρίνει, πολύ σημαντικές στιγμές και αναμνήσεις στον εγγονό σου και σε παιδιά της συγγένειάς σου. Για πες μου τώρα για τις παλιές Πρωτομαγιές στο χωριό…
-Θυμάμαι που η μάνα μου πάντα στόλιζε όχι μόνο την “καλή” εξώπορτα, εκεί που ήταν η βεράντα, αλλά και την πόρτα που έβγαζε στην αυλή. Έφτιαχνε ανθοδέσμες από μαργαρίτες, και από τα λουλούδια που είχε φυτέψει γύρω από το σπίτι. Πάντα όμως έβαζε, σε κάθε ανθοδέσμη, ένα χλωρό κουκί, ένα γαϊδουράγκαθο, ένα σκόρδο και μια μικρή αγκινάρα.Τι ωραίες ανθοδέσμες που ήταν εκείνες! Και πόσο ωραίο ήταν το μωβ λουλούδι του γαϊδουράγκαθου! Το κουκί δεν ξέρω γιατί το έβαζε, το σκόρδο μάλλον το έβαζε για το “κακό μάτι”.
Θυμάμαι και τις Πρωτομαγιές στο δικό μας σπίτι, στο Ακρωτήρι, τότε που ζούσε ο άντρας μου. Ερχότανε συγγενείς και φίλοι, στρώναμε τραπέζια στην αυλή, φτιάχναμε τα στεφάνια του Μάη. Θυμάμαι τα αστεία, τα γέλια, τις χαρές…
– Πανέμορφες αναμνήσεις! Ζεφυρούλα, σε ευχαριστώ πολύ και σου εύχομαι να έχεις χρόνια πολλά, πάντα ανθισμένα, χαμογελαστά και χαρούμενα, να είσαι γερή και δυνατή σαν το πετραμύγδαλο!
Στις γλάστρες της αυλής ο δυόσμος, οι βασιλικοί, τα χαμομήλια και το γιασεμί διπλοχαιρέτιζαν, μετά από τόσες μέρες συννεφιάς, μια σπάνια λιακάδα και έναν διαυγέστατο ουρανό.