-Να πάμε νε μπρε σύντεκνε Στελή να παραγγείλουμε κι εμείς κιάνα ζευγάρι στιβάνια στην χώρα, εδά π’ ανοίξανε τα μαγατζιά… γιατί αποφαωθήκανε κακορίμαλε τελείως ετούτανε που φορούμε… κι όπου νά ’ναι θα πορίσουνε τα δαχτύλια μας όξω.
-Μα δεν επιτρέπετε σύντεκνε να μπούμενε μέσα στα μαγαζιά εδά με το click away, θα πουσουνίζουμε λέει από το ιντερνέτι και με κάρτες κι όη με παράδες.
-Ίντα μου λες μωρέ σύντεκνε Μιχελή, και πώς θα μου πάρει εμένα το ξαμάρι ο τζαγκάρης α δε πάω στα τζαγκάρικο απατός μου, να δει ίντα νούμερο βάνω, τη γάμπα μου, την φτέρνα μου, τον αστράγαλο… εδά πρέπει να του μπέψω τον πόδα μου σε φωτογραφία για να καλικωθώ..
– Δεν κατέω μωρέ σύντεκνε ίντα να σου πω εγώ ο παντέρμος… μόνο πχιένε να ρωτήξεις εκείνο να τον τζουτζούκο τον σαχλέ, πως δαιμόνου τονε λένε, που γυρίζει ούλη μερνίς τσι μέρας τσι τελεοράσεις και σκλιρίζει σαν την καλογιανού, νάρθει να σου πάρει το ξαμάρι… αυτό το κουλούκι είναι που τα κάνει ούλα ετουτανά τα νταραντά.
– Δεν πάει μωρέ στον όξω από δω, να μας σε λείπει… εμπλέξαμε λόγω τιμής με τούτους σας!!!