Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024

Δεν θ’ αργήσω

»  Βασιλική Πέτσα (εκδόσεις Πόλις)

Το περίµενα το βιβλίο αυτό, ιδιαίτερα από τη στιγµή που αντιλήφθηκα πως επρόκειτο για µυθιστόρηµα, κυρίως γιατί Το δέντρο της υπακοής, το τελευταίο βιβλίο της Βασιλικής Πέτσα (Καρδίτσα, 1983), µου είχε αρέσει πάρα πολύ, γεµίζοντας το σακούλι µε προσδοκίες και υποθέσεις για το επόµενο βήµα της. ∆εν έχασα χρόνο, λοιπόν.

Παρότι το διεθνές πλαίσιο, εντός του οποίου διαδραµατίζονται οι ιστορίες που αποτελούσαν εκείνο το σπονδυλωτό µυθιστόρηµα, υπήρχε και δεν ήταν κάτι νέο, οµολογώ πως ένιωσα µια κάποια έκπληξη µόλις αντιλήφθηκα πως το ∆εν θ’ αργήσω είχε να κάνει µε ένα θέµα κυρίως βρετανικό, που έµεινε στην ιστορία ως η τραγωδία του Χίλσµπορο, όταν ενενήντα επτά φίλαθλοι της Λίβερπουλ βρήκαν φρικτό θάνατο, στις δεκαπέντε Απριλίου 1989, εξαιτίας του συνωστισµού στις κερκίδες των ορθίων. Τραγωδία που σύντοµα απέκτησε έντονη πολιτική διάσταση, µε την τότε κυβέρνηση Θάτσερ να κατηγορεί τους νεκρούς ως µεθύστακες και βίαιους χούλιγκανς, παίρνοντας µέτρα αποµονωτισµού του αγγλικού ποδοσφαίρου, και µόλις, σχετικά πρόσφατα, ο αγώνας συγγενών και φίλων δικαιώθηκε και οι ευθύνες αποδόθηκαν, έστω και καθυστερηµένα, έτσι και αλλιώς αργά και χωρίς νόηµα θα ήταν, οι άνθρωποι είχαν πεθάνει, µόνο η ηθική δικαίωση απέµενε να δίνει κίνητρο στον πολύχρονο δικαστικό αγώνα. ∆εν ήταν µια έκπληξη στερεοτυπική µε βάση το φύλο, µια γυναίκα να ασχολείται µε µια αντρική κυρίως υπόθεση, όπως είναι το ποδόσφαιρο, αλλά είχε να κάνει µε την επιλογή ενός θέµατος µακριά από την ελληνική πραγµατικότητα.

∆εν είναι σπάνιο, αντίθετα συµβαίνει ολοένα και πιο συχνά, ένα ελληνικό βιβλίο να έχει πρόσωπα και καταστάσεις µη ελληνικές. Η παγκοσµιοποίηση, σκέφτοµαι, η οικειότητα, ακόµα και εκ του σύνεγγυς, η ανάγκη για µια λογοτεχνία όχι αποκλεισµένη από τη διεθνή σκηνή, το περιβόητο άλλοθι, µαζί µε την ολιγοµιλούµενη ελληνική γλώσσα, για τη µη εξαγωγή της εγχώριας λογοτεχνίας στο εξωτερικό, ίσως να είναι µια απάντηση σ’ αυτό το γιατί της επιλογής ενός µη τοπικού σκηνικού. ∆εν µε ξενίζει αυτό, η χώρα της λογοτεχνίας είναι µία (ωραίο κλισέ, όχι;), αλλά διακρίνω την παγίδα, που έχει να κάνει µε µια εκ του µακρόθεν εξωτική ιδέα για το εξωτερικό, ένα Παρίσι, για παράδειγµα, στο οποίο ο συγγραφέας δεν έχει ποτέ βρεθεί και αυτό αναπόφευκτα φαίνεται στην απόπειρα η δράση να διαδραµατιστεί εκεί. Η Πέτσα δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία, όχι τουλάχιστον µε βάση την προηγούµενη απόπειρά της.

Λίβερπουλ, 2009. Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής, παντρεµένος µε τη Λιζ και πατέρας δύο παιδιών, διατηρεί ένα φωτογραφείο που στην ψηφιακή εποχή πνέει τα λοίσθια, ήταν παρών εκείνη την αποφράδα µέρα, έρχεται διαρκώς αντιµέτωπος µε εκείνο το παρελθόν, το οποίο ποτέ δεν ξέχασε εντελώς, από το οποίο ποτέ δεν γιατρεύτηκε πλήρως, τίποτα δεν ήταν το ίδιο µετά, ωστόσο η ζωή προχωράει µε τον έναν ή τον άλλο τρόπο, µε τις προκλήσεις της, τα καλά και τα κακά της. Ένας φίλος, σταθερό µέλος της τότε παρέας, δεν άντεξε άλλο και έφυγε µετανάστης στην Αυστραλία, του τηλεφωνεί για να του ανακοινώσει πως σκοπεύει να επιστρέψει ως επισκέπτης στην Αγγλία, µε αφορµή τη συµπλήρωση είκοσι χρόνων από την τραγωδία. Η προοπτική αυτή τριγκάρει τον αφηγητή, µάταια παλεύει να ξεχαστεί µε τις προκλήσεις της καθηµερινότητας, τις απλές, όπως το πλύσιµο του αυτοκινήτου, ή τις σύνθετες, όπως το αν πρέπει να πάρει απόφαση και να κλείσει το κατάστηµα πριν τα χρέη τον πνίξουν, το παρελθόν επανέρχεται διαρκώς, διακόπτει και παρεµβάλει τη σκέψη του, καταλαµβάνει ολοένα και περισσότερο χώρο.

Παρότι το κεντρικό γεγονός είναι σαφέστατα υπαρκτό, τα πρόσωπα και οι µικροϊστορίες τους είναι σε µεγάλο βαθµό επινοηµένα, έτσι έχουµε να κάνουµε µ’ ένα καθαρά µυθοπλαστικό έργο, για το οποίο, ωστόσο, η Πέτσα έπρεπε, και το έκανε, να διαβάσει αρκετά, ώστε να µπει στο κλίµα, να εντοπίσει τους σπόρους της έµπνευσης, το λογοτεχνικό κίνητρο για να πει µια ιστορία µε αυτό το γεγονός στον πυρήνα της, και ακολούθως να γράψει την ιστορία εκείνης της παρέας που µετά τη τραγωδία αυτή δεν ήταν ποτέ η ίδια, και να τη ντύσει µε αληθοφάνεια, απόλυτα απαραίτητο χαρακτηριστικό ώστε το µυθιστόρηµα να λειτουργήσει.

Η συγγραφέας ταυτίζεται µε τον αφηγητή στο γεγονός πως παρότι βρίσκονται εγκλωβισµένοι σε εκείνο το απόγευµα η ζωή προχωράει. Θέλω να πω πως µολονότι η τραγωδία του Χίλσµπορο είναι τόσο ισχυρή, το µυθιστόρηµα αυτό δεν περιορίζεται, όπως και η ζωή των προσώπων άλλωστε, σε εκείνη τη µέρα. Μίλησα και παραπάνω για την έντονη πολιτική διάσταση του γεγονότος εκείνου. Η Πέτσα δεν αναλώνεται στα όσα συνέβησαν µετά σε επίπεδο κεντρικών αποφάσεων, αυτά λίγο πολύ είναι γνωστά, αλλά εµµένει στην ιστορία των προσώπων της, εκείνων που επέζησαν και έµειναν να φέρουν εκείνο το τραύµα, στη σηµερινή Αγγλία, την τόσο διαφορετική. Η συγγραφέας δεν παρασύρεται από την επιθυµία να στρατευτεί πολιτικά, µε τρόπο θεωρητικό και κυρίως αποστειρωµένο, εδώ έχουµε να κάνουµε µε απλές ζωές, που σίγουρα επηρεάζονται από την κοινωνική και οικονοµική πολιτική του δεν υπάρχει εναλλακτική, φράση που συµπυκνώνει εν πολλοίς την πολιτική που ακολουθήθηκε σε παγκόσµιο επίπεδο άπαξ και ειπώθηκε.

Το ∆εν θ’ αργήσω θυµίζει στον αναγνώστη τον παλιό καλό Τζόναθαν Κόου, τον τρόπο του να ανατέµνει τη βρετανική κοινωνία, να εντάσσει το πολιτικό και οικονοµικό στοιχείο, να παρατηρεί τις επιπτώσεις στις απλές, ανώνυµες ζωές. Ο ρεαλισµός, σύγχρονος και προσαρµοσµένος στην εποχή µας, τον οποίο µετέρχεται η Πέτσα αποδεικνύεται το κατάλληλο όχηµα για να περιηγηθεί στο, αποβιοµηχανοποιηµένο και κοινωνικοοικονοµικά ασταθές, σηµερινό Λίβερπουλ, χωρίς να αποπροσανατολιστεί από την ιστορία που θέλησε εξ αρχής να αφηγηθεί και που έχει να κάνει µε το ερώτηµα: τι σηµαίνει να είσαι επιζών;

Στέρεο αφηγηµατικά και µε καλή επιµέλεια, το ∆εν θ’ αργήσω, αποδεικνύει εκ νέου την ικανότητα της Πέτσα στη µεγάλη φόρµα, παρότι το βιβλίο δεν ξεπερνά τις εκατό τριάντα σελίδες, κυρίως για τον τρόπο µε το οποίο αναµιγνύει το τότε µε το τώρα, το πώς αποδίδει αυτό το διαρκές πετάρισµα της σκέψης και της µνήµης του αφηγητή στο παρελθόν. ∆εν µου φαίνεται καθόλου απλό αυτό που δοκίµασε η συγγραφέας εδώ, παρότι το βιβλίο είναι προσιτό στην αναγνωστική πρόσληψη, καθώς το θεµατικό επίκεντρο είναι διαρκώς έτοιµο να την καταπιεί, να την οδηγήσει σε µια συναισθηµατική έκρηξη όχι φυσική, αφού εκείνη µόνο έχει διαβάσει σχετικά και δεν είναι δικό της βίωµα, παραµερίζοντας έτσι τον ίδιο τον αφηγητή και αφαιρώντας τη φυσικότητα, τον ρεαλισµό, αφήνοντας τελικά µονάχα αιωρούµενη και αναπάντητη την κεντρική ερώτηση περιστροφής.

Ούτε πέφτει στην παγίδα να δώσει απαντήσεις, να τις επινοήσει καλύτερα, λύσεις και διεξόδους, επίσης, να επέµβει ως εξωτερική παρατηρήτρια και να στρογγυλέψει ή να ακονίσει τις γωνίες της εµπειρίας των προσώπων, παίρνοντας την ιστορία από τα χέρια των προσώπων και κάνοντάς τη δική της, να µιλήσει εκείνη στη θέση της, να αφήσει άψυχες καρικατούρες τα πρόσωπα περνώντας από πάνω τους, ποδοπατώντας τα, κάνοντας εκείνη µε τη σειρά της όσα η κυβέρνηση και η αστυνοµία έκαναν σε όσους έµειναν πίσω να θρηνούν τους νεκρούς εκείνους.

Το ∆εν θ’ αργήσω είναι ένα ωραίο µυθιστόρηµα, παρότι διαπραγµατεύεται ένα δύσκολο στη συναισθηµατική του διαχείριση θέµα. Άλλωστε, µία από τις εκφάνσεις της καλής λογοτεχνίας είναι αυτή η αντίθεση, η αντίστιξη αν προτιµάτε.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα