Τραγούδι του 1975 το “∆εν ξανακάνω φυλακή µε τον Καπετανάκη” έγινε ιδιαίτερα δηµοφιλές σε ταβέρνες της εποχής. Τη µουσική φέρεται να έχει γράψει ο Λεονάρδος Μπουρνέλης ενώ στιχουργός… υπογράφει ο Παναγιώτης Μιχαλόπουλος ο οποίος ίσως το πρωτοτραγούδησε κιόλας.
Πάντα θα µου θυµίζει φοιτητικά χρόνια στη Θεσσαλονίκη, όπου δεν έλειπε από το πρόγραµµα κάθε ρεµπετάδικου.
Ποιος ήταν όµως ο Καπετανάκης;
Η αναζήτηση του πραγµατικού “Καπετανάκη”, απασχόλησε αρκετούς µελετητές. Με αυτό το επώνυµο υπήρχε επιστάτης από την Κρήτη των φυλακών της Παλιάς Στρατώνας -δίπλα από την πύλη Ανδριανού στο Μοναστηράκι- το 1920.
Άλλος Καπετανάκης που από κάποιους συνδέεται µε το τραγούδι είναι ο Νικόλαος Καπετανάκης από το Μοχό Πεδιάδας Ηρακλείου. Ήταν λοχαγός στη Μικρασιατική Εκστρατεία και συγκεκριµένα στη Μάχη του ∆ορυλαίου το 1921. ∆εν έχει όµως σχέση ο Νικόλαος Καπετανάκης, µε τη φυλακή και σύµφωνα µε φωτογραφίες της εποχής δεν είχε “ντούγκλα στο µουστάκι”.
Σύµφωνα µε µια εκδοχή, η λέξη “ντούγκλα” προέρχεται από το όνοµα του ηθοποιού Douglas Fairbanks (1883-1939), που έπαιζε τη δεκαετία του 1920, σε ταινίες όπως ο “Ζορό” (1920) και ο “Ροµπέν των ∆ασών” (1922). Ο ηθοποιός είχε “τσιγκελωτό” µουστάκι. Την ίδια εποχή, οι ρεµπέτες χρησιµοποιούσαν, για τα µαλλιά κυρίως, την αλοιφή “Douglas” ως ζελέ.
Υπάρχει κι η εξήγηση, στην οποία αναφέρεται ο Γιάννης Πλεµµένος, εθνοµουσικολόγος – ερευνητής του Κέντρου Έρευνας της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδηµίας Αθηνών: «σύγχρονοι µελετητές του ρεµπέτικου έχουν αµφισβητήσει τη θεωρία ότι ο Καπετανάκης του τραγουδιού ήταν δεσµοφύλακας, υποστηρίζοντας ότι πρέπει να ήταν κάποιος κρατούµενος. Ο γνωστός ρεµπετολόγος Νίκος Πολίτης (εγγονός του πατέρα της Ελληνικής Λαογραφίας), “βασιζόµενος στην ιδιότητα της ρουφιανιάς που του αποδίδεται”, πιστεύει ότι ο Καπετανάκης πρέπει να ήταν “γνωστός και συχνός τρόφιµος των φυλακών, κατάδικος δηλαδή. Αν ένας δεσµοφύλακας καρφώσει κρατούµενο στη διεύθυνση, τη δουλειά του κάνει, ενώ ένας συγκρατούµενος χαρακτηρίζεται ρουφιάνος”. Το σκεπτικό του Πολίτη συνοψίζεται στη φράση πως “είναι κάπως περίεργο να δηλώνει ο κατάδικος ότι “δεν ξανακάνει φυλακή µε δεσµοφύλακα τον τάδε”, αφού συνήθως δεν διαλέγει αυτός το δεσµοφύλακά του».
Συνεπώς, ο µυστηριώδης Καπετανάκης του τραγουδιού πρέπει να ήταν κρατούµενος µε ιδιότυπο µύστακα και σύγχρονος του Μιχαλόπουλου. Μια φυσιογνωµία που πληροί αυτές τις προϋποθέσεις είναι ο Καλαµατιανός Τάσος Καπετανάκης: ψηλός, αγέρωχος, µε γυριστό µουστάκι, αλλά µε ευαίσθητη καρδιά και ευγενικά αισθήµατα.
Η γνωριµία του µε τον Μιχαλόπουλο ξεκινά από την Καλαµάτα αλλά παγιώνεται στην Αθήνα όπου ο Τάσος Καπετανάκης συστήνει τον Μιχαλόπουλο στον Ζαµπέτα, στον Κουγιουµτζή και σε άλλους λαϊκούς βάρδους της εποχής, τους οποίους ήξερε µέσω µιας φίλης του τραγουδίστριας. Το τραγούδι που τους ένωσε καλλιτεχνικά γεννιέται στις φυλακές των Βούρλων, όπου βρέθηκαν και οι δυο τους ως κρατούµενοι στις αρχές της δεκαετίας του 1950…
Ο ίδιος ο Τάσος Καπετανάκης διαβεβαίωνε µέχρι το τέλος της ζωής του ότι το τραγούδι γράφτηκε για τον ίδιο και ότι και η δική του εντύπωση ήταν ότι ο Μιχαλόπουλος (τον οποίο θεωρούσε ως στιχουργό του) πρέπει να βασίστηκε σε ένα παλιότερο τραγούδι…
Οι σχέσεις των δύο Μεσσήνιων στη φυλακή πρέπει να ήταν τεταµένες, καθώς, ο Καπετανάκης δήλωνε ότι στα Βούρλα έκανε «διάφορα που δε χρειάζεται να τα γράψουµε», ενώ µετά από δυο µήνες µεταφέρθηκε στις Αγροτικές Φυλακές Κασσάνδρας. Έτσι εξηγείται τόσο η επίκληση του Μιχαλόπουλου στη µητέρα του («τη δόλια τη µανούλα µου την πότισες φαρµάκι») όσο και το επίθετο «ρουφιανιά» που αποδίδουν στον Καπετανάκη άλλες παραλλαγές. Ας σηµειωθεί πως ο Καπετανάκης είχε υπηρετήσει τη θητεία του στην ΕΑΤ-ΕΣΑ και ως εκ τούτου πρέπει να είχε προνοµιακή µεταχείριση από τους αστυνοµικούς…
Φαίνεται λοιπόν πως έχει δίκιο ο Νίκος Πολίτης όταν γράφει ότι η φράση του πρώτου στίχου «δεν ξανακάνω φυλακή µε τον Καπετανάκη» σηµαίνει πως «όσο παραµένει ο Καπετανάκης στη φυλακή, δεν ξαναπαρανοµώ ώστε να µην µπλέξω ξανά µαζί του». Αν και οριστική απάντηση δεν µπορούµε να πάρουµε…
Καλές ακροάσεις µέχρι την επόµενη ιστορία µε ρεφρέν!