Μιας που στεγάζουμε τα κορμιά και τις επιθυμίες μας σε ένα “ιστορικό κτήριο” δεν γίνεται να αποφύγουμε ορισμένες σκέψεις που ξεκινούν από εκεί ακριβώς που δημιουργείται αυτή η διάκριση του τι είναι ιστορικό και τι όχι. Ηδη κάποιες σκέψεις έχουν αποτυπωθεί στην μπροσούρα “Οι παραλειπόμενοι της ιστορίας”1 που εκδώσαμε για να συνοδεύσει έναν εναλλακτικό ιστορικό περίπατο στις γειτονιές της παλιάς πόλης, ήταν μια εκδήλωση στο πλαίσιο του εορτασμού των 14ων γενεθλίων της κατάληψης Rosa Nera. Συνεχίζουμε λοιπόν από εκεί. Στην πόλη υπάρχουν πολλά σπίτια που χτίστηκαν πριν το 1870 που χρονολογείται το “κτήριο της παλιάς Μεραρχίας”. Δεν θεωρούνται όμως όλα εξίσου ιστορικά, μάλιστα κάποια εξ αυτών κατεδαφίστηκαν πρόσφατα με απόφαση της ίδιας της αρχαιολογικής υπηρεσίας για να αναδειχτούν τα βυζαντινά τείχη που σύμφωνα με κάποιο άρρητο κριτήριο φέρουν περισσότερη ιστορική σημασία. Νομίζω ότι η διάκριση υπαγορεύεται από μια θεώρηση της ιστορίας που αξιολογεί σαν πραγματικές ιστορικές πηγές μόνο τα θεσμικά αποτυπώματα και ουσιαστικά αναγνωρίζει το ιστορικό νήμα μόνο στους χειρισμούς και τις διαδοχές της εξουσίας. Ο ιστορικισμός (αν συμφωνήσουμε ότι έτσι ονομάζεται αυτή η θεώρηση) έχει εμποτίσει τη σκέψη μας σε τέτοιο βάθος που συνήθως περνάει απαρατήρητος. Το πρόβλημα είναι ότι ο ακολουθητής του ιστορικισμού ταυτίζεται αναπόφευκτα με τον νικητή της ιστορίας, όπως το εκφράζει και ο W. Benjamin: «…οι εκάστοτε κυρίαρχοι είναι οι κληρονόμοι όλων όσων νίκησαν κατά το παρελθόν. Έτσι η ταύτιση με τον νικητή αποβαίνει πάντοτε προς όφελος των εκάστοτε κυρίαρχων… Όποιοι μέχρι σήμερα αναδείχθηκαν νικητές, βαδίζουν στη θριαμβευτική πομπή μαζί με τους σημερινούς κυρίαρχους πάνω από τους υποταγμένους. Τα λάφυρα συνοδεύουν, όπως συνέβαινε πάντοτε, τη θριαμβευτική πομπή»2 Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει φυσικά με το κτήριο που μας στεγάζει. Η Κρητική Πολιτεία κράτησε τυπικά δεκαέξι χρόνια (1897-1913), ουσιαστικά ακόμη λιγότερο. Το κτήριο αυτό λειτούργησε τότε σαν κυβερνείο. Η λειτουργία και η κουλτούρα που ονομάζουμε Rosa Nera το έχει καταλάβει και το έχει χαρακτηρίσει τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Το να αναφέρεται κανείς ακόμη σε αυτό ως “Παλάτι” ή “Μεραρχία” είναι ήδη μια πολιτική επιλογή που προσπαθεί να μας αποσιωπήσει από την ιστορία ενώ ακόμη αυτή γράφεται. Από εκεί όμως ανεπαισθήτως απορρέουν κι άλλες παραδοχές. Η αντίληψη που έχει ο καθένας ξεχωριστά αλλά και μια κοινωνία για τον εαυτό της έχει απόλυτη σχέση με το παρελθόν που αναγνωρίζει σαν προέλευσή της, με αυτούς που αναγνωρίζει ως προγόνους. Είναι λοιπόν σημαντικό για τους κυρίαρχους να μνημονεύεται μια ιστορία που μεταφέρει την εντύπωση πως οι “από κάτω” ποτέ δεν διαμόρφωσαν την πορεία της παρά ίσως μόνο σαν ανώνυμος λαϊκός πολτός, οργισμένος και ομονοών σε ορισμένες περιστάσεις που εξυπηρετούν σαν ορόσημα την αφήγηση του ιστορικά και πληθυσμιακά αδιάσπαστου έθνους. Πρακτικά μαθαίνουμε ότι οι βουλές και οι πράξεις των θεσμικών εξουσιών είναι αυτές που καθόρισαν τη σημερινή πραγματικότητα -πολιτικά και χωροταξικά. Εύκολα διακρίνουμε δύο βασικές συνέπειες αυτής της πρόσληψης. Η πρώτη συνέπεια είναι η απαξίωση της βουλής, των έργων και της πολιτισμικής αναγνωρισιμότητας των “από κάτω”. Η δεύτερη είναι η σκόπιμη εντύπωση που αφήνει ο ιστορικισμός ότι το παρόν έρχεται σαν αντικειμενική ιστορική επιβεβαίωση μιας φυσικής και λογικής διαδοχής συστημάτων κυριαρχίας. Κάθε διαφωνία με αυτή την “φυσική ροή” των πραγμάτων μοιάζει γραφικά ανώφελη. Το σημερινό κυριαρχικό πλαίσιο, που μπορεί και να ονομαστεί νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός, εκμεταλλεύεται αυτή τη γραμμική αφήγηση προβαλλόμενο πια ως αδιαμφισβήτητος ρυθμιστής της ζωής. Έστω και με τον πιο χυδαίο δαρβινισμό, δηλαδή με χρήση άπειρης ποσότητας ωμής βίας, μπορεί να επαίρεται ότι έχει επικρατήσει στον χρόνο και στη γεωγραφία επί όλων των άλλων αξιακών συστημάτων. Μπορεί πλέον να αντλεί τη νομιμοποίησή του, όχι από την παράδοση ή τη θρησκεία (όπως συνέβαινε με άλλα αξιακά συστήματα) αλλά από το ίδιο το γεγονός της απόλυτης επικράτησής του. Κηρύσσοντας δηλαδή το “Τέλος της Ιστορίας” και αυτοχρηζόμενο σαν απόλυτος νικητής. Οι ιδεολογικοί απολογητές του δεν χρειάζεται πια να γράφουν ευαγγέλια περί Welfare Economics (οικονομία της ευημερίας) και να υπόσχονται την αύξηση του πλούτου που θα μας κάνει όλους λίγο πολύ πλούσιους. Έγινε κοινώς αντιληπτό ότι η κατανάλωση δεν οδηγεί στην πληρότητα αλλά αντίθετα στη διαιώνιση του ανικανοποίητου (Καστοριάδης). Η καπιταλιστική σωτηριολογία έχει εξαντληθεί εγκαταλείποντας τον κόσμο χωρίς υπόσχεση λύτρωσης, χωρίς προσδοκία. Ένα μέρος μόνο της λυτρωτικής υπόσχεσης έχει ανατεθεί στην τεχνολογία. Το υπόλοιπο έχει περιγραφεί σαν “καπιταλιστική θρησκεία”, μια θρησκεία “χωρίς ανακωχή και χωρίς έλεος”, όπου “η εργασία συμπίπτει με τον εορτασμό της λατρείας”. Ισως η μόνη θρησκεία που δεν αναφέρεται στην εξιλέωση από τα πάθη αλλά στην αναπαραγωγή της ενοχής (Benjamin). Το μεταφυσικό φορτίο σε αυτή την περίπτωση δεν μπορεί να αναγνωριστεί από τους πιστούς. Η καπιταλιστική θρησκεία θα επικαλείται πάντα τα μαθηματικά και την ορθολογικότητα, ανεξάρτητα με το σημείο παραλογισμού που μπορεί να φτάσει. Το να εγείρει κανείς αντιρρήσεις -έστω και θεωρητικές- σε αυτήν ακριβώς τη δοξολογία του Τέλους είναι μια πράξη αιρετική και ως τέτοια αντιμετωπίζεται. Η ένοχη συνείδηση προσβλέπει στην οικουμενοποίηση της ενοχής. Κάθε κριτήριο είναι συγκριτικό. Έτσι αν δεν υπάρχει πια αθωότητα, χάνεται και η ίδια ενοχή. Μου φαίνεται ότι σε ένα βαθμό ο κόσμος των αυτοοργανωμένων, εξωθεσμικών κινημάτων γενικά και οι καταλήψεις σαν κάστρα/ απελευθερωμένα εδάφη αυτών των κινημάτων ειδικότερα ίσως φέρουν αυτό το αόρατο στίγμα της αίρεσης. Γιατί τολμούν να φανταστούν τη ζωή αλλιώς, να σκεφτούν τη συνέχεια της ιστορίας στον μόνο κόσμο που μας είναι διαθέσιμος. Οι συναντήσεις αυτές αναπόφευκτα γεννούν πειραματισμούς και δυνατότητες. Γίνονται εργαστήρια της αλληλεγγύης και αμφισβητούν εμπράκτως τους φυλετικούς, τους έμφυλους και τους υλικούς διαχωρισμούς. Προκαλούν όμως και το φθόνο που απευθύνεται στους εικονοκλάστες μιας λατρείας που τελείται καθημερινά αλλά δεν αναγνωρίζεται ποτέ ως τέτοια.
Για κλείσιμο, παραθέτω ένα απόσπασμα που νομίζω ότι συμπληρώνει υπέροχα τις παραπάνω σκέψεις:
«Ενα παλιό και κουρασμένο πράγμα θεωρούσαν αυτοί κάθε κουβέντα για την αρετή· και όποιος ήθελε να κοιμηθεί καλά, αυτός, πριν πάει για ύπνο, μιλούσε ακόμη για “καλό” και “κακό”. Την υπνηλία αυτήν τάραξα, όταν τους δίδαξα: το τι είναι καλό και κακό, αυτό δεν το ξέρει ακόμα κανένας, εκτός κι αν είναι δημιουργός! -Αυτός όμως είναι εκείνος που δημιουργεί τον σκοπό του ανθρώπου και δίνει στη γη το νόημά της και το μέλλον της: μόνο διά της δημιουργίας του είναι ένα πράγμα καλό ή κακό. Και τους κάλεσα να αναποδογυρίσουν τις παλιές καθηγητικές έδρες τους, όπου είχε καθίσει μόνο εκείνη η παλιά ξιπασιά· τους κάλεσα να γελάσουν με τους μεγάλους δασκάλους της αρετής, με τους αγίους, τους ποιητές και τους κοσμοσωτήρες τους. Τους κάλεσα να γελάσουν με τους κατσούφηδες σοφούς και με όλους εκείνους που κούρνιαζαν, σαν μαύρα σκιάχτρα, ξεστομίζοντας προειδοποιήσεις, πάνω στο δέντρο της ζωής. Κάθισα στο μεγάλο δρόμο τους με τους τάφους, σαν ψοφίμι και γύπας κι εγώ – και γέλασα με όλο το άλλοτέ τους και με της εύθρυπτη, ξεπεσμένη λαμπρότητά του. Αληθινά, σαν τους κήρυκες της μετάνοιας και τους τρελούς οργιζόμουν και κραύγαζα εναντίον όλων των μεγάλων και των μικρών πραγμάτων τους – για το ότι το καλύτερό τους πράγμα ήταν τόσο μικρό! Για το ότι το πιο κακό τους πράγμα ήταν τόσο μικρό! Ιδού τι με έκανε να γελώ». Φρ. Νίτσε, Ετσι μίλησε ο Ζαρατούστρα
Πολυδεύκης Μέλλιος
1. http://rosanera.squat.gr/files/2018/07/mprosourakiperipatos.pdf 2. W. Benjamin, Θέσεις για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας, εκδ. Λέσχη κατασκόπων του 21ου αιώνα, Θέση VII σελ. 14.
ετσι 15 χρονια και συμερα.
Ακρως ενδιαφέροντα σχόλια, που προβληματίζουν θετικά.
Υπάρχουν ομως αναπάντητα ερωτήματα σχετικά με την “εναλλακτική” που προτείνει η Αναρχία – ας εστιάσουμε στο πιο συχνό:
Οταν καταλύσουμε την εξουσία του Ενός (αρχοντα) η των Πολλών (δημοκρατία;) ποιο κίνητρο/έλεγχο εχει ο Ανθρωπος που -για τους δικους του λογους- δε συμφωνεί με μια εργασία η ιδέα /πρακτική, να την υλοποιήσει; πως μπορουμε, για παράδειγμα, να πιλοταρουμε το αεροσκάφος στον προορισμό του οταν ο καθε επιβάτης εχει δικαίωμα να μπει στο πιλοτήριο και να αμφισβητήσει τον κυβερνήτη;
Εν τελει τι θα σταματήσει την κατρακύλα της κοινωνικής ζωής στο Χάος και στο ζωωδη αλληλοσπαραγμο;
Με εκτίμηση,
Μάρκος Δασκαλάκης