Ήταν είκοσι δύο χρονών, ορφανός από μάνα και πατέρα, σπίτι και συγγενείς, σε μια πόλη που το όνομά της δεν κουβαλούσε μνήμες, παρά μόνο παρόν, και τότε από το πουθενά συνέβη μέσα του κάτι αναπάντεχο, ο θάνατος της μάνας του τον απελευθέρωσε από τις ενοχές που τον κρατούσαν πίσω, γιατί είχε ο δόλιος πάντα στο μυαλό του την επιστροφή, και τα λεφτά που έβαζε στην άκρη τα μετρούσε και τα υπολόγιζε με τις δεκάρες, κάθε δολάριο που στριμωχνόταν στο φάκελο κάτω από το στρώμα τον έφερνε πιο κοντά στη μάνα του, στη γη που θ’ αγόραζαν να καλλιεργήσουν, και στις ξερολιθιές που θα ‘χτιζαν για να φτιάξουν πεζούλες, ο θάνατός της τον βρήκε με τριάντα δύο δολάρια και πενήντα τρία σεντς που δεν θα έπιαναν ποτέ τόπο, και μια βδομάδα μετά ξέκλεψε μια ώρα από τη δουλειά και πήγε στο πολυκατάστημα του Κοτλικόφ κι αφού περιπλανήθηκε τρεις ώρες σε ράφια και βιτρίνες, αγόρασε καλό κουστούμι κι ένα ζευγάρι δερμάτινα παπούτσια, κι ήταν τα πρώτα σπάταλα έξοδα που ‘κανε στη ζωή του, χαλάλι τα χρήματα, στο μυαλό του κάθε Αμερικανού ήσουν αυτό που προσπαθούσες να γίνεις, και στο κάτω κάτω της γραφής οι οικονομίες ήταν για να ξοδεύονται, έπρεπε λοιπόν κι αυτός με τη σειρά του να βρει το κουράγιο ν’ αποχωριστεί το παρελθόν του και να τα καταφέρει να γίνει κάποιος, κάποιος άλλος.
Ιστορίες μετανάστευσης, δεκάδες απ’ αυτές υπάρχουν, σε κάθε οικογένεια σχεδόν, σε κάθε σπίτι, ο θείος που άφησε νύχτα το καράβι για να βγει στη Νέα Υόρκη και να κατέβει στο τρίτο ή τέταρτο υπόγειο και να πλένει πιάτα για ένα δολάριο την ημέρα και ο πατριώτης, αφεντικό του εστιατορίου, να τον απειλεί πως αν δεν του αρέσει θα τον καταγγείλει στις αρχές, και εκείνος να φεύγει, νύχτα ξανά, να βρει να παντρευτεί να πάρει τα χαρτιά, τα πολυπόθητα χαρτιά, και ακόμα μία ιστορία να πάρει τον δρόμο της. Και ύστερα η δεύτερη γενιά, γεννημένη εκεί, χιλιόμετρα μακριά από τη γη για την οποία με τόση νοσταλγία μιλούν στην οικογένεια, ένας τόπος ευλογημένος αλλά φτωχός, το όνειρο της επιστροφής, η γλώσσα και ο ίσκιος κάτω από τα πλατάνια, τα κτήματα με τις ελιές και οι παραλίες, και οι απόγονοι ακούν, μαγεύονται και παραξενεύονται, και άλλες γενιές ακολουθούν και η νοσταλγία μεταμορφώνεται σε ανάμνηση ενός τόπου μακρινού, ένα στοιχείο ταυτότητας που όλο και μικραίνει.
Και όσα έκαναν για να επιβιώσουν, οι συνθήκες και τα όρια του νόμου, μένουν κρυφά, ανομολόγητα μυστικά που δεν χωρούν στα γράμματα που φτάνουν πίσω στο σπίτι, εκεί που ο δάσκαλος ή ο παππάς τα διαβάζουν στους αγράμματους γονείς, παραφράζουν και ερμηνεύουν, και οι φωτογραφίες δείχνουν πρόσωπα χαμογελαστά, με ρούχα κομψά και αυτοκίνητα λαμπερά μπροστά από σπίτια μεγάλα στο φόντο, κρεμιούνται στους τοίχους και γίνονται μνημεία περηφάνιας που απαλαίνουν τον πόνο. Και τα χρόνια περνούν, και οι άνθρωποι ξεχνάνε πώς τα κατάφεραν, από πού πέρασαν, και νιώθουν δυνατοί και άτρωτοι, κοιτάζουν τους ξένους και τους αδύναμους από ένα βάθρο πια, που είναι σαθρό.
Και δεν γίνεται το μυθιστόρημα της Παπαδάκη να μην παρασύρει τον αναγνώστη σε ιστορίες λιγότερο ή περισσότερο οικείες, για ανθρώπους που επέλεξαν ή αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τον τόπο τους και να αναζητήσουν μία καλύτερη ζωή, μακριά απ’ όσα θεωρούσαν δεδομένα, να προσαρμοστούν σε νέα περιβάλλοντα, να υπομείνουν τόσα και τόσα, όχι μόνο στην αρχή. Και είναι η γλώσσα, ο μακροπερίοδος λόγος, καλοδουλεμένος στον ρυθμό και τη λεπτομέρεια, η σπάνια παρουσία τελείας που προκαλεί αυτό το αίσθημα πτώσης, αίσθημα που διατηρείται και μετά το κλείσιμο των σελίδων, σαν ηχώ.
Βιβλίο για το οποία πολλά καλά λόγια ειπώθηκαν, και δικαιολογημένα, γιατί οι Δενδρίτες το αξίζουν. Και σκεφτόμουν πως ένα θέμα κοινότοπο, όπως οι ιστορίες κάποιων Ελλήνων μεταναστών στην Αμερική, είναι δυνατόν να μην κουράσει και να μην θυμίσει απλώς κάτι ήδη ειπωμένο, να μην καταπέσει σε εύκολους συναισθηματικούς εκβιασμούς και κοινοτοπίες, αρκεί ο συγγραφέας να έχει την ανάγκη να διηγηθεί την ιστορία του, να έχει τα κατάλληλα τεχνικά εργαλεία για να το κάνει, να έχει το πείσμα να συγκρατήσει το θυμικό και να κάνει την απαραίτητη έρευνα, χωρίς όμως να ξεχάσει πως πρόκειται για μυθιστόρημα και όχι για δοκίμιο. Και να μη διστάσει να τα βάλει με ένα θέμα ταμπού, εκείνο της αγιοποίησης της ελληνικής μετανάστευσης και της παρελκόμενης δαιμονοποίησης της σύγχρονης μετανάστευσης ανθρώπων προς την Ελλάδα, τη διάκριση σε καλούς και κακούς μετανάστες με κριτήριο το μύθο περί γονιδίων, και τελικά η ιστορία κάποιας οικογένειας Καμπάνη να επιτελέσει τον διττό ρόλο που κάθε ιστορία θα έπρεπε να έχει, εκείνον της γοητείας της αφήγησης του παρελθόντος και των μαθημάτων που προκύπτουν ως γνώση για το παρόν και το μέλλον.