Πέμπτη, 14 Νοεμβρίου, 2024

Δέρμα

» Βίβιαν Στεργίου
(εκδόσεις Πόλις)

Νοσταλγική συγχρονία. Αυτό ένιωθα κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης της συλλογής διηγημάτων της Βίβιαν Στεργίου και αυτή η εμπλοκή του προσωπικού καθόρισε εν πολλοίς την εμπειρία, τονίζοντας περαιτέρω τον έτσι και αλλιώς υποκειμενικό χαρακτήρα της, παραμερίζοντας τις όποιες καθαρά λογοτεχνικές ενστάσεις αναδύονταν ανάμεσα στις σελίδες. Πριν από τέσσερα χρόνια, το Μπλε υγρό αποτέλεσε μια αναγνωστική έκπληξη, καθώς διέθετε την αναζωογονητική φρεσκάδα και την αναγνωρίσιμη μυρωδιά των δρόμων του αθηναϊκού κέντρου, έναν ρεαλισμό που έλειπε από την εγχώρια παραγωγή, έναν χαρακτήρα αυτόπτη μάρτυρα μιας γενιάς. Στο Δέρμα, το προσωπικό ύφος της Στεργίου διατηρείται γνώριμο, αντίστοιχα παρορμητικό και χειμαρρώδες, ωστόσο, στο διάστημα που μεσολάβησε εκείνη και οι χαρακτήρες της μεγάλωσαν τόσο ώστε να αρχίσουν να νιώθουν στο δέρμα τους τη ματαίωση της ενήλικης ζωής, τα πρώτα επεισόδια της απομάγευσης, παρότι ακόμα αρνούνται να παραδώσουν τα όπλα.
Η Στεργίου χωρίζει σε ζεύγη τα δεκαοχτώ διηγήματα, τα οποία διαθέτουν χαλαρούς δεσμούς σύνδεσης μεταξύ τους, όχι ωστόσο ικανούς ώστε το Δέρμα να χαρακτηριστεί σπονδυλωτό μυθιστόρημα. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση αναμενόμενα κυριαρχεί. Οι ιστορίες μοιάζει να διαθέτουν έντονο το βιωματικό στοιχείο, οι χαρακτήρες είναι πρόσωπα που η συγγραφέας γνωρίζει καλά, τα αδιέξοδα και τα προβλήματα της καθημερινότητάς τους επίσης. Είναι στην πλειοψηφία τους πρόσωπα νέα, αρκετά ζουν στο εξωτερικό και βρίσκονται στο μεταίχμιο εκπαίδευσης και εργασίας, αντιμετωπίζουν πρόβλημα εύρεσης στέγης, συγκατοικούν σχηματίζοντας ιδιότυπες πυρηνικές οικογένειες, ζορίζονται οικονομικά και συναισθηματικά, βρίσκουν καταφύγιο στη λογοτεχνία, τη μουσική και τα ταξίδια, αράζουν στα πάρκα και κυκλοφορούν με ποδήλατο, αναλώνονται στα κοινωνικά δίκτυα, αναζητούν τη φιλία και τον έρωτα, διαπραγματεύονται την τιμή τους στην αγορά, ζυγίζουν τα υπέρ και τα κατά ανάμεσα στο εκεί και το εδώ, νιώθουν μια μόνιμη αβεβαιότητα και μια διαρκή αστάθεια, όλα είναι στον αέρα, θαρρείς.
Τα διηγήματα φέρουν μια αλήθεια. Σίγουρα όχι τη μοναδική, αλλά μια αλήθεια υπαρκτή και αδιαμφισβήτητη. Αυτή η αλήθεια υποστηρίζει και αναδεικνύει κάθε αφηγηματική φωνή και κάθε ιστορία, φροντίζοντας να αναζητήσει ή και να δημιουργήσει έδαφος κοινό με τον αναγνώστη και τον δικό του μικρόκοσμο. Τα διηγήματα περιστρέφονται γύρω από ένα εμείς, ένα εγώ και οι άλλοι σαν εμένα, ένα εμείς το οποίο ίσως κάποιους αναγνώστες τους ξενίσει, θεωρώ ωστόσο πως είναι κατάλοιπο της θέσης άμυνας στην οποία τα πρόσωπα νιώθουν, την ανάγκη τους για συμμαχίες και κατανόηση, η περιχαράκωση του προσωπικού. Αυτό το εμείς ενισχύει την αλήθεια των διηγημάτων. Είναι γνώρισμα κάθε λογοτεχνίας που δεν εντάσσεται στην κυρίαρχη κοινωνική τάση, που δεν νιώθει δεδομένη τη θέση της στον κόσμο. Δεν ξέρω αν αυτό αποτελεί μια συνειδητή ή βιωματική επιλογή της Στεργίου, εκείνο όμως που σίγουρα αποτελεί συνειδητή επιλογή είναι ο μη εγκλωβισμός σ’ αυτό το εμείς, σε μια πλήρη αποξένωση από τον υπόλοιπο κόσμο, όχι μόνο από τις μεγαλύτερες γενιές αλλά και από τα συνομήλικα άτομα που για διάφορους λόγους, ατομικούς ή κοινωνικούς, βιώνουν διαφορετικά τις συνθήκες και τη ζωή εν γένει. Δεν είναι μόνο έτσι ο κόσμος, σίγουρα δεν είναι, και θα ήταν τουλάχιστον οξύμωρο εκείνοι που βιώνουν στον πετσί τους τον στενό μονόδρομο που ανοίγεται μπροστά τους να ισχυρίζονται κάτι τέτοιο, εκείνοι που περισσότερο χρειάζονται το κενό ανάμεσα στην ποικιλομορφία και την ανομοιομορφία. Σε αυτή την αποφυγή εγκλωβισμού βοηθούν και κάποια διηγήματα στα οποία τα πρόσωπα είναι σε μεγαλύτερη ηλικία και παρατηρούν εκ των υστέρων τις αυταπάτες τους, τους προσωπικούς αγώνες στους οποίους όσο και αν το αρνούνται ηττήθηκαν.
Επιμένοντας λίγο ακόμα στο εμείς που διακρίνει τα διηγήματα αυτά, θα ήθελα να προσθέσω πως η δυναμική του πρώτου πληθυντικού είναι ικανή να δώσει την εντύπωση πως οι χαρακτήρες της Στεργίου μιλάνε εξ ονόματος μιας ολόκληρης γενιάς ή ακόμα και όλων μας, γεγονός που θα κατεύθυνε αλλού το συνολικό διακύβευμα. Πίσω από την αυτοπεποίθηση κρύβεται μια ανασφάλεια, αυτή είναι που χαρακτηρίζει τα πρόσωπα σε αυτές τις ιστορίες, η κατάρρευση της βεβαιότητας. Βρίσκονται στο μεταίχμιο της απομάγευσης, ο κόσμος δεν αλλάζει, η πολιτική δεν δίνει απαντήσεις, το σύστημα δείχνει τα δόντια του, οικειοποιούμενο τα πάντα, από την οικολογία μέχρι την κουήρ τέχνη. Εκείνοι βρίσκονται σε φαινομενικά προνομιακή θέση, είναι Ευρωπαίοι, μπορούν να ταξιδεύουν και να σπουδάζουν, να αναζητούν εργασία από τη μία χώρα στην άλλη, στη γλώσσα και τη θεωρία δεν είναι μετανάστες αλλά εκπατρισμένοι. Όμως τα πράγματα δεν είναι εύκολα. Γυρεύουν απεγνωσμένα σταθερές, σε υλικό επίπεδο τις πλέον προφανείς, σπίτι και δουλειά, σε συναισθηματικό επίπεδο είναι εξίσου ευάλωτοι. Δεν τους ενδιαφέρει το προνόμιο της κατοχής της απόλυτης αλήθειας, όχι σε αυτή τη φάση τουλάχιστον, άλλες είναι οι προτεραιότητες που καίνε. Η δυναμική αυτή είναι επίσης πιθανό να δημιουργήσει απαιτήσεις ταύτισης ή και ενσυναίσθησης μεταξύ αναγνώστη και χαρακτήρων. Θα ήταν ωστόσο κάπως αφελές και στενό να διαβάζουμε μόνο λογοτεχνία που μας προκαλεί αποκλειστικά τέτοια συναισθήματα. Άλλωστε είναι γνώρισμα της συγχρονίας μας η διαίρεση σε διαφόρων ειδών στρατόπεδα, η συστράτευση με τους μεν ή τους δε, η πλήρης απόρριψη του διαφορετικού και εκείνου που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε, η χρήση του σωστού και λάθους για την περιδιάβαση στην αυλή του κόσμου.
Η Στεργίου πετυχαίνει να εντάξει τη συγχρονία και σε επίπεδο αφηγηματικής κατασκευής, αποτυπώνοντας αυτή την πολυδιάσπαση που χαρακτηρίζει την εποχή, την αδυναμία της δέσμευσης με ένα στόχο, την έλλειψη ευκρίνειας στα θέλω, το ταυτόχρονα πολιορκημένο από μεγάλη πίστη και ανασφάλεια εγώ. Η συγγραφέας εντάσσει λειτουργικά και το πολιτικό, κάνοντας καλή ανάμειξη πράξης και θεωρίας στη ζωή των χαρακτήρων της, στις προτεραιότητες τους, στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το σύστημα αξιών τους, όχι ως κομμάτι ξέχωρο της πραγματικής ζωής. Βρίσκει έτσι χώρο για τον φεμινισμό και τα ζητήματα ταυτότητας, την ανάγκη για αυτοπροσδιορισμό μπροστά στο μεγάλο χωνευτήρι της θετικής σκέψης και του ευ ζην. Και η λογοτεχνία, που είναι πανταχού παρούσα, καταφύγιο και εφαλτήριο, αποτελεί οργανικό στοιχείο της κάθε ημέρας. Η χειμαρρώδης αφήγηση επιτρέπει και κάποια λογοτεχνικά παραστρατήματα, καθώς τα καθιστά ιδιαιτερότητά της, όπως η κατά τόπους έλλειψη οικονομίας στον λόγο, που όμως ταυτόχρονα αποτελεί στοιχείο ταυτότητας του εκάστοτε αφηγητή, ή την υποψία μιας συγγραφικής βιασύνης, που μακιγιάρεται ικανοποιητικά πίσω από την ανάγκη κάθε μιας αφήγησης ξεχωριστά.
Ο ρεαλισμός της Στεργίου παρά τη λάμψη του είναι έντονα βρώμικος. Το Δέρμα δύσκολα θα αφήσει αδιάφορο κάποιον αναγνώστη, που ακόμα και αν ισχυριστεί πως κάτι τέτοιο συνέβη, αυτό θα είναι ως ένα βαθμό ψευδές, ανάχωμα της όχλησης που του προκάλεσε και αυτό θα του επιτρέψει να διακρίνει πιο καθαρά κάποια στοιχεία του δικού του χαρακτήρα, κάποια στιγμιότυπα από το δικό του μονοπάτι. Αυτό που μένει να φανεί είναι αν το αναπόφευκτο πέρας της εποχής θα επηρεάσει την πρόσληψη των διηγημάτων αυτών, αν θα φαντάζουν δηλαδή παρωχημένα εκτός της συγχρονίας τους με μόνο όπλο τη νοσταλγία και τη λογοτεχνική τους αξία. Έχουμε όμως χρόνο μέχρι τότε.

 


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα