Γενική αρχή για το διάστημα της κύησης είναι η αποφυγή χρήσης οποιουδήποτε φαρμάκου ή προϊόντος αν δεν είναι απόλυτη ανάγκη.
Κατά το πρώτο τρίμηνο οι κίνδυνοι εντοπίζονται ιδιαίτερα στην οργανογένεση του εμβρύου. Στο δεύτερο διακυβεύονται η ομαλή ανάπτυξη του νευρικού συστήματος, αλλά κι η συνολική ανάπτυξη του παιδιού, ενώ στο τρίτο τρίμηνο δημιουργούνται προβλήματα κυρίως στο αναπνευστικό σύστημα.
Για τη μεγάλη πλειοψηφία των φαρμάκων η ασφάλεια κατά την κύηση δεν είναι δυνατόν να τεκμηριωθεί με αξιόπιστες μελέτες. Τοπικά σκευάσματα ρετινοειδών και κυτταροστατικών, ορμονικά σκευάσματα και κάποια συγκεκριμένα αντιβιοτικά απαγορεύονται. Οσον αφορά παραφαρμακευτικά προϊόντα και καλλυντικά, όπως ενυδατικά και μαλακτικά σκευάσματα, αρώματα κ.λπ. ελάχιστα δεδομένα υπάρχουν, αν και γενικώς δεν θεωρούνται επικίνδυνα.
Η εκάστοτε απόφαση συνταγογράφησης κατά τη διάρκεια της κύησης, πρέπει να συνυπογράφεται από δερματολόγο, γυναικολόγο και συχνά γενετιστή, η συνεργασία των οποίων είναι απαραίτητη.
ΣΠΙΛΟΙ
Καμία διαφοροποίηση στις ελιές κατά τη διάρκεια της κύησης δεν θα πρέπει να θεωρείται «φυσιολογική». Επιβάλλεται βιοψία άμεσα, ώστε να μην καθυστερεί η διάγνωση πιθανού κακοήθους μελανώματος, το οποίο εμφανίζεται με υψηλή επίπτωση σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας.
Οι σύγχρονες μελέτες, παρά τη διαδεδομένη υπόθεση ότι οι ορμονικές μεταβολές στην εγκυμοσύνη μπορεί να προκαλούν αλλαγές στους μελανοκυτταρικούς σπίλους (ελιές), υποδεικνύουν ότι οι ελιές δεν αλλάζουν ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Έτσι μια ελιά που διαφοροποιείται στην κυοφορούσα (δηλαδή αυξάνεται στο μέγεθος, αποκτά δύο ή τρία χρώματα, δαντελωτό – ασύμμετρο περίγραμμα, κοκκίνισμα, φαγούρα, πρήξιμο γύρω από την ελιά, πόνος, εξέλκωση, αιμορραγία) θα πρέπει να αφαιρείται χειρουργικά και να εξετάζεται ιστολογικά στο μικροσκόπιο, όπως ισχύει και για τις μη έγκυες ασθενείς. Συχνότερη παρακολούθηση συστήνεται σε γυναίκες με «σύνδρομο δυσπλαστικών σπίλων», δηλαδή πολλαπλές «ύποπτες» ελιές.
ΑΝΕΜΕΥΛΟΓΙΑ
Η εμφάνιση της λοίμωξης στο πρώτο τρίμηνο της κύησης έχει 2% πιθανότητα να οδηγήσει «σε «σύνδρομο συγγενούς ανεμευλογιάς», με δέρμα διατεταμένο, διαφανές, ιδιαίτερα ευαίσθητο, υδροκέφαλο, καταρράκτη, χοριοαμφιβληστροειδίτιδα, επιβράδυνση ανάπτυξης και νευρολογικές ανωμαλίες. Η θνητότητα ανέρχεται στο 30% των προσβεβλημένων παιδιών. Η εμφάνιση στο τρίτο τρίμηνο μπορεί να επιπλακεί με πρόωρο τοκετό και πνευμονία της μητέρας, με θνητότητα ως και 40%. Οταν η λοίμωξη εκδηλωθεί περιγεννητικά, δηλαδή από την 28η εβδομάδα της κύησης έως και την 1η εβδομάδα της ζωής, μπορεί να οδηγήσει σε νεογνική ανεμευλογιά, με θνησιμότητα ως 30% και πρώιμο έρπητα ζωστήρα. Η συνιστώμενη θεραπεία με αντιϊκά φάρμακα δεν διαθέτει επαρκείς μελέτες, όσον αφορά την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα στη μείωση των επιπλοκών.
Ο ρόλος του μαζικού εμβολιασμού σε όλες τις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας χωρίς ιστορικό της νόσου, με σύσταση, βέβαια, αποφυγής εγκυμοσύνης για 3 μήνες μετά τον εμβολιασμό, αποτελεί προτεραιότητα, αν κι εφαρμόζεται σε λίγες χώρες.
ΚΟΡΤΙΚΟΣΤΕΡΟΕΙΔΗ (ΚΣ)
Αν και η ανησυχία των γιατρών εστιάζεται στους πρώτους μήνες της κύησης, κάποιες συγγενείς ανωμαλίες ή άλλες ανεπιθύμητες ενέργειες μπορεί να προκύψουν και σε πιο προχωρημένη εγκυμοσύνη και μάλιστα ορισμένα φάρμακα, όπως τα κορτικοστεροειδή, γίνονται πιο επικίνδυνα τους τελευταίους μήνες της κύησης. Μικρό ποσοστό από το 5% των συγγενών ανωμαλιών των νεογέννητων παιδιών οφείλονται σε φάρμακα π.χ. λαγόχειλο – λυκόστομα. Συνήθως επιλέγονται δραστικές ουσίες που αποβάλλονται σχετικά γρήγορα. Γενικά τα ΚΣ θεωρούνται ασφαλή φάρμακα στην κύηση, όταν γίνεται ορθολογική χρήση τους, αλλά χωρίς να υποδοσολογούμε ειδικά όταν θεραπεύουμε σοβαρά αυτοάνοσα νοσήματα (π.χ. συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, όπου αυξάνεται η πιθανότητα εμφάνισης της νόσου και των επιπλοκών της στο νεογνό). Όσον αφορά τα τοπικά ΚΣ οι ανεπιθύμητες ενέργειές τους εξαρτώνται από τη συνολική επιφάνεια στην οποία εφαρμόζονται, από τη διάρκεια της θεραπείας και το είδος του σκευάσματος.
ΑΝΤΙΪΣΤΑΜΙΝΙΚΑ
Αποτελούν συχνά χορηγούμενα φάρμακα καθώς στις περισσότερες χώρες μπορεί να χορηγηθούν χωρίς ιατρική συνταγή. Τα σύγχρονα δεδομένα ασφαλείας προτείνουν την αποφυγή των αντιϊσταμινικών κατά το πρώτο τρίμηνο της κύησης, εφόσον είναι εφικτό, καθώς και τον τελευταίο μήνα. Πρέπει να αξιολογείται η σχέση κινδύνου/οφέλους από τη χορήγησή τους το διάστημα αυτό, διότι υπάρχουν παθήσεις οι οποίες, αν δεν αντιμετωπιστούν, μπορεί να οδηγήσουν στην εμφάνιση επιπλοκών στην κύηση(συστηματική αναφυλαξία, σοβαρή αλλεργική ρινίτιδα, δερματοπάθειες με έντονο κνησμό: ατοπική δερματίτιδα, πολύμορφο ερύθημα της κύησης, πεμφιγοειδές της κύησης, κνήφη της κύησης, κνησμώδης θυλακίτιδα της κύησης, ενδοηπατική χολόσταση). Ειδικά ως προς τον θηλασμό και παρά τα ισχυρά δεδομένα ασφαλείας, εφιστούμε την προσοχή των μητέρων που λαμβάνουν αντιϊσταμινικά για το ενδεχόμενο καταστολής ή διέγερσης στα νεογνά, αν και δεν έχει περιγραφεί ποτέ στα σκευάσματα που κυκλοφορούν.
ΕΡΠΗΣ ΖΩΣΤΗΡ
Η επαναδραστηριοποίηση του ιού της ανεμευλογιάς – έρπητα ζωστήρα, που βρίσκεται σε λανθάνουσα κατάσταση στα οπίσθια αισθητικά γάγγλια, λόγω πτώσης της κυτταρικής ανοσίας έχει ως αποτέλεσμα την εκδήλωση έρπητα ζωστήρα στην έγκυο γυναίκα, χωρίς να προκαλεί όμως ενδομήτρια λοίμωξη, συγγενείς ανωμαλίες ή άλλες επιπλοκές στο νεογνό.
ΑΠΛΟΣ ΕΡΠΗΣ (HSV)
Το 60-70% των περιπτώσεων ενδομήτριας ερπητικής λοίμωξης οφείλεται στον HSV2, που ευθύνεται συνήθως για τις λοιμώξεις του ουρογεννητικού συστήματος. Η περιγεννητική μετάδοση του απλού έρπητα προκαλεί νεογνική λοίμωξη 40-60%, σε πρωτοπαθή λοίμωξη της μητέρας. Τα πρώτα συμπτώματα μπορούν να εμφανιστούν από τη γέννηση έως και 4 εβδομάδες μετά. Οι εκδηλώσεις της γενικευμένης νόσου αφορούν το δέρμα, τα μάτια και το κεντρικό νευρικό σύστημα με υψηλή νοσηρότητα, θνησιμότητα (50-80%) καθώς και συχνές υποτροπές. Αν η μητέρα με ιστορικό έρπητα γεννητικών οργάνων δε φέρει βλάβες κατά τη γέννηση, ο κίνδυνος μετάδοσης είναι χαμηλός.
ΜΕΛΑΣΜΑ ΚΑΙ ΚΥΗΣΗ
Η «μάσκα της κύησης», σκουρόχρωμες κηλίδες ακανόνιστου σχήματος κυρίως στο πρόσωπο (μέτωπο, παρειές, ράχη ρινός, άνω χείλος), εμφανίζεται στο 50-70% των εγκύων γυναικών. Έχει παρατηρηθεί ότι ο κίνδυνος εμφάνισης του μελάσματος αυξάνει όταν η κύηση συμβαίνει σε μεγάλη ηλικία και μετά από πολλές κυήσεις. Επίσης, εμπλέκονται γενετικοί, φυλετικοί, ορμονολογικοί παράγοντες, η ηλιακή ακτινοβολία, ορισμένα καλλυντικά, αντιεπιληπτικά και φωτοτοξικά φάρμακα. Ως θεραπευτική αντιμετώπιση συνιστάται η μικροδερμοαπόξεση, η χρήση αντιηλιακών κι η αποφυγή έκθεσης στον ήλιο.
Επιπλέον, οι θηλές των μαστών, οι φακίδες του προσώπου, οι ουλές, το δέρμα των γεννητικών οργάνων καθώς και η γραμμή κατά μήκος της κοιλιακής χώρας κάτω από τον ομφαλό, γίνονται ακόμα πιο σκούρα λόγω προσωρινής αύξησης της ενδογενούς παραγωγής της μελανίνης. Η επιδερμίδα θα επιστρέψει στη φυσιολογική της χροιά (απόχρωση) πιθανώς σε λίγους μήνες μετά τον τοκετό.
ΡΑΓΑΔΕΣ
Εμφανίζονται συνήθως στους τελευταίους μήνες της εγκυμοσύνης κι επιβαρύνονται πρωτίστως από την κληρονομική προδιάθεση καθώς και από την υπερβολική αύξηση του βάρους της εγκύου. Κατάλληλες κρέμες θα πρέπει να εφαρμόζονται από τους πρώτους κιόλας μήνες σε όλο το σώμα με έμφαση στην κοιλιά, στο στήθος, στους γλουτούς και στους βραχίονες. Αν όμως τελικά δημιουργηθούν, αυξάνονται οι πιθανότητες να απαλλαγεί οριστικά η νέα μητέρα από αυτές, αν ξεκινήσει τη θεραπεία αμέσως μετά τον τοκετό, όσο ακόμα είναι κόκκινες.
AKMH ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΔΕΡΜΑΤΙΚΑ
Η εμφάνιση ή η επιδείνωση της ακμής μπορεί να συμβεί οποιαδήποτε χρονική στιγμή κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και η πορεία της δεν είναι εφικτό να προβλεπτεί. Οι ορμονικές αλλαγές κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου, με την αύξηση των ανδρογόνων, όπως η προγεστερόνη έχουν ως αποτέλεσμα την αυξημένη παραγωγή σμήγματος από τους σμηγματογόνους αδένες. Συνήθως παρατηρούνται φαγεσωρική, φλυκταινώδης, κυστική ακμή καθώς και ακμή ράχης. Η αντιμετώπιση περιλαμβάνει συντηρητικά μέσα υποστηρικτικής θεραπείας.
– Η ψωρίαση συνήθως βελτιώνεται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, αλλά υποτροπιάζει αμέσως μετά, όπως και η σαρκοείδωση και η διαπυητική ιδρωταδενίτιδα.
– Η ψωριασική αρθρίτιδα πρωτοεμφανίζεται ή επιδεινώνεται.
– Ο χρόνιος δερματικός ερυθηματώδης λύκος δεν επηρεάζεται, όπως και η σκληροδερμία.
– Το έκζεμα, η πέμφιγα, η πολυμυοσίτιδα – δερματομυοσίτιδα, η κνίδωση – δερματογραφισμός, τα κονδυλώματα επιδεινώνονται.
*H Κωνσταντίνα Περογιάννη είναι δερματολόγος – αφροδισιολόγος