Αλήθεια ποια να είναι εκείνη η στιγμή στο χρόνο, κατά την οποία χτίζεται ή αντιθέτως γκρεμίζεται ο χαρακτήρας μας; Πότε αρχίζουμε να πιστεύουμε απαρέγκλιτα στον εαυτό μας ή τουναντίον, πότε να στρέφουμε εναγωνίως το βλέμμα προς τους γύρω μας αναζητώντας ένα νεύμα, ένα σημάδι επιβεβαίωσης;
Ποια να είναι άραγε εκείνη η στιγμή, όταν μαθαίνουμε ότι το είδωλό μας δεν μπορεί να λάβει υπόσταση παρά μονάχα όταν καθρεπτίζεται στα μάτια των άλλων…; Ότι τα λόγια και τα έργα μας πρέπει να υποτάσσονται σε νόρμες, κανόνες κοινωνικούς, να φέρουν την σφραγίδα της συλλογικής έγκρισης… Ακολουθεί μια σύντομη ιστορία, χωρίς περαιτέρω περιττά σχόλια.
Η ώρα έντεκα και μισή το βράδυ. Το ημερήσιο πλοίο έχει μόλις μπει στο λιμάνι, αλλά δεν έχει προσαράξει ακόμα. Παρασυρμένοι- παραπλανημένοι από τον ενθουσιασμό των καμαρότων, οι επιβάτες, κάθιδροι και κατάκοποι, στριμώχνονται στους χώρους αναμονής, περιμένοντας τις μπουκαπόρτες να ανοίξουν. Θα πάρει τουλάχιστον ένα εικοσάλεπτο ακόμα. Η κούραση να μην αντέχεται. Τα νεύρα όλων τεντωμένα. Μια τριμελής οικογένεια, μητέρα, πατέρας, περίπου τετράχρονος γιος στο καρότσι, περιμένουν και αυτοί. Όπως ήταν αναμενόμενο, ο μικρός αρχίζει να επαναστατεί! Θέλει να απελευθερωθεί από την προσωρινή του φυλακή και να αρχίσει να τριγυρίζει ανεξέλεγκτα ανάμεσα στους υπόλοιπους επιβάτες. Ή οι παραφορτωμένοι γονείς του να αφήσουν κάτω τα μπαγκάζια και να τον πάρουν αγκαλιά! Ή ακόμα καλύτερα, να του δώσουν το αγαπημένο του παιχνίδι, εκείνο που, όπως προκύπτει από τη συζήτηση των γονιών, τον αναστατώνει και μετά δεν θα μπορεί με τίποτα να κοιμηθεί, όταν φτάσουν επιτέλους στο σπίτι. Μη πληρωμένων των αιτημάτων του, ο μικρός αρχίζει να αδημονεί, να φωνάζει, να βάζει τα κλάματα. Οι γονείς, αρκετά νεαροί και οι δύο σε ηλικία, έρχονται σε αμηχανία. Και εν συνεχεία σε διαφωνία. Τη «λύση», τη βρίσκει τελικά ο ένας από τους δύο. Παίρνει την κατάσταση στα χέρια του και αρχίζει να γυρίζει το καρότσι προς όλες τις κατευθύνσεις, επαναλαμβάνοντας με ύφος ιδιαίτερα έντονο, αν όχι ξεκάθαρα απαξιωτικό, στον μικρό: «Σταμάτα πια! Δες, δες πώς σε κοιτάζουν όλοι!!»
Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι δεν κοίταζαν. Αδιάφοροι προς το πεζό, καθημερινό, οικογενειακό δράμα που εκτυλισσόταν δίπλα τους, νοερά βρισκόταν ήδη κάπου άλλου. Στην προβλήτα, μέσα στην αγκαλιά του αγαπημένου τους που περίμενε ανυπόμονα την επιστροφή τους, στο σπίτι τους, στο άνετο κρεβάτι τους, εσπευσμένως στο γραφείο, προσπαθώντας να βάλουν σε μια σειρά τις επείγουσες υποθέσεις που συσσωρεύτηκαν κατά την διάρκεια των ολιγοήμερων διακοπών τους. Ομολογουμένως πάντως, κάποιοι ολίγοι όντως κοίταζαν. Θες, λόγω εγγύτητας, θες λόγω ανίας. Κοίταζαν… μια συμπεριφορά ανεπίτρεπτη! Τώρα, το αν κοίταζαν το παιδί ή τον γονέα, αυτό είναι μια άλλη ιστορία…