ένας ευγενικός εκπρόσωπος των Κρητικών Γραμμάτων
Ι.-“Κλαίει σε ο Καμπανός, το Σέλινο θρηνεί σε
Και τα Χανιά υμνούν τα έργα σου, Σταμάτη αγαπημένε
Η Κρήτη όλη σού ’πλεξε αμάραντο στεφάνι,
φτιαγμένο με ριζίτικα των Μαδαρών τραγούδια,
και των Λευκών Ορέων τ’ άνθη.
…Κι όντες στου Κάτω Κόσμου ευρεθείς τα σκοτεινά λημέρια
μαζί σου να κρατάς ακούσματα πολλώ λογιώ ριμάδες,
να τραγουδούν οι φίλοι σου, οι απογενομένοι,
και να μυρίζουν Κρήτη ολόγυρα ούλ’ οι αποθαμένοι…»
ΙΙ.- “Πρωτογνώρισα” νοερά το Σταμάτη ως λαογράφο. Αυτός στην Κρήτη, εγώ στη Σαλονίκη, συντάκτες και οι δυο της Μεγάλης Εγκυκλοπαίδειας “Κοντέος”. Όταν κατέβηκα στα Χανιά, γύρω στα 1980, πρωτοσυναντηθήκαμε στο σπίτι του Γιάννη Αλιφιέρη, δάσκαλου Παλαιοχωρίτη και λόγιου. Έπειτα ήλθε η πολυετής συμπόρευση στην εφημερίδα μας -τα “Χανιωτικα νέα”. Κι όταν τον άκουσα στα μέσα της δεκαετίας του ’80, να μιλά για τα “ριζίτικά” του στον Απόλλωνα, και να τα τραγουδούν βροντόφωνα οι χορωδοί των “Κρητικών Μαδαρών”, ένιωσα ξαφνικά πουλί πετάμενο πάνω στις πλαγιές των Κρητικών Ορέων. Τέτοια μέθεξη δεν την ξανάνιωσα. Ακολούθησαν πολλές συναντήσεις μας σε βιβλιοπαρουσιάσεις ή άλλες εκδηλώσεις. Μα τα πιο ωραία και εγκάρδια συναπαντήματά μας γινόντουσαν στους… δρόμους των Χανίων. Ευχάριστος, χορταστικός ομιλητής, είχε μια ιδιάζουσα αφηγηματική ικανότητα: με πηγαίο χιούμορ και βαθιά γνώση των θεμάτων του, μιλούσε για τα πάντα. Εγώ τον άκουγα, τον απολάμβανα, θαυμάζοντας την επικοινωνιακή του άνεση, την οικειότητα, το πλούσιο λεξιλόγιό του.
ΙΙΙ.- Τον χαρακτήριζαν το παντοτινό χαμόγελο στα χείλη, το ευφρόσυνο του προσώπου του, η ήπια και ευγενικιά ομιλία του, η βαθιά αγάπη για ό,τι πρόσφερε με την καρδιά του, η στρωτή σκέψη του… Δεν είναι τυχαίο ότι βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών δυο φορές, αλλά και από άλλους φορείς. Του Αγίου Ελευθερίου μιλήσαμε για τελευταία φορά απ’ το τηλέφωνο. Μου είπε πως δεν είναι καλά. Ήξερε πως την άλλη μέρα είχαμε μια συνάντηση στο “Μουσείο Τυπογραφίας”. Με σπασμένες λέξεις μού είπε να πω τα “χαιρετίσματά” του σε όλη την παρέα! Εκείνο όμως που τον διέκρινε πάντα ήταν η στωικότητά του, όσο υπέφερε τα τελευταία χρόνια με τα απανωτά προβλήματα υγείας που τον ανάγκαζαν να πηγαινοέρχεται στο Ηράκλειο. Μια μέρα μου ξομολογήθηκε πως είπε στο γιατρό που τον φρόντιζε, “Γιατρέ μου, όλα αφαίρεσέ τα, μόνο άσε μου το χέρι το δεξί, να γράφω”! Τόση αφοσίωση και πάθος στον γραπτό του λόγο.
IV.-Έτσι, ο θάνατος του σπουδαίου αυτού ερευνητή/παρουσιαστή του ριζίτικου και όχι μόνο, δάσκαλου, λαογράφου, πολυγραφότατου συγγραφέα, “εραστή” του Σελίνου και της Ιστορίας του, μοναδικoύ και γοητευτικού αφηγητή, δημιουργεί ένα δυσαναπλήρωτο κενό για τα Χανιά, την Κρήτη, τα Ελληνικά Γράμματα. Δικαιολογημένη η πάνδημη κηδεία του, μια και επρόκειτο για έναν ιδιαίτερα αγαπητό απλό άνθρωπο, που ξεχώριζε όχι μόνο για το έργο και την προσφορά στον τόπο, αλλά και για το ότι υπήρξε ένας ικανός χειριστής του λόγου καθώς και μια ευγενέστατη ανθρώπινη παρουσία.
…Αυτός, όπως ο Γιώργης Μανουσάκης, η Βικτωρία Θεοδώρου αλλά κι άλλοι Χανιώτες, τίμησε τα Χανιά όπως τους πρέπει. Τα Χανιά άραγε, θα τον τιμήσουν όπως του πρέπει;