Ι.-Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ, μη μπορώντας να ερμηνεύσει την οργασμική αλλαγή που συντελείται κατά την Άνοιξη στη φύση, κατέφυγε από νωρίς στο μύθο και τη φιλοσοφία αποδίδοντας τις ευχάριστες αισθητικά, αλλά και συγκλονιστικές αυτές αλλαγές, σε υπερκόσμιες θεότητες (Περσεφόνη, Δήμητρα, Flora κ.ά.).
ΥΠΟ αυτή την έννοια και οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, τοποθέτησαν τις γιορτές του Πάσχα στο έαρ το γλυκύ, όπου η φύση και το φώς, αγωνίζονται να νικήσουν το σκότος και το θάνατο του χειμώνα. Αυτή είναι περίπου η βάση της ένταξης των Παθών του Χριστού, με τη χαρμολύπη των συναισθημάτων μας κατά τη Μ. Εβδομάδα και την αλλαγή της διάθεσής μας (Διακαινίσιμος), με το “Χριστός Ανέστη”. Με ένα εκκλησιαστικό θεατρικό τελετουργικό έντονα συναισθηματικό, με πολλούς συμβολισμούς και προεκτάσεις, με υπέροχους ύμνους και εξαιρετικά νοήματα, οι γιορτές αυτές εγγίζουν θρησκευόμενους και μη.
ΙΙ.-ΑΝ προσέξει κανείς, θα διαπιστώσει πως οι τρόποι λατρείας μεταξύ Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και Ελληνικής Ορθοδοξίας, δεν διαφέρουν μόνο στο filioque (=και εκ του Υιού) του Συμβόλου της Πίστεως. Για όσους επισκέπτονται χώρες Καθολικές ή Προτεσταντικές, διαπιστώνουν ότι την Εβδομάδα των Παθών (Αγία Εβδομάδα, γι αυτούς) δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στην Ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής και λιγότερο στην Κυριακή της Ανάστασης. Σημαντική εξάλλου διαφορά υπάρχει τόσο στην εικονογραφία, όσο και στη μουσική έκφραση της Μεγάλης Εβδομάδας: οι Καθολικοί υπερτονίζουν μια Ανάσταση θριαμβική (με ρωμαϊκά χαρακτηριστικά). Με φως και ανάταση του Χριστού προς τα ουράνια (φωτό, 1), σε αντίθεση με την Ορθόδοξη παράδοση που παρουσιάζει τον αναστάντα Χριστό να κατεβαίνει στον Άδη (“Η εις Άδου Κάθοδος”) και να απελευθερώνει το ανθρώπινο γένος από τα δεσμά της προπατορικής αμαρτίας. Επίσης οι διασημότερες μουσικές που ακούγονται στις καθολικές εκκλησίες αναφέρονται στα κατά τους ευαγγελιστές Πάθη του Χριστού και σε Requiem. Εξάλλου, για τη Δυτική Εκκλησία, μεγαλύτερη γιορτή της Χριστιανοσύνης θεωρούνται τα Χριστουγεννα, ενώ για μας είναι το Πάσχα.
ΠΟΛΛΟΙ ισχυρίζονται πως οι διαφορές αυτές, πλην του δογματικού filioque, οφείλονται μεταξύ άλλων και στις κλιματικές συνθήκες βίωσή τους: στη Δύση υπάρχει συνεχής συννεφιά, βροχή και κρύο· εδώ ήλιος, φως, λαμπρή και πλούσια φύση. Το αναστάσιμο ελληνικό βράδυ, με τους λεμοναθούς να οργιάζουν γύρω, με τον κόσμο να συμμετέχει “ψυχη τε και σώματι” στο “Μέγα Μυστήριο” του “θανάτω θάνατον πατήσας”, είναι ανεπαναληπτο και απόλυτα ταιριαστό συναισθηματικά με τον Έλληνα. Εδώ, δεν υπάρχει χωριό ή πόλη, νησί ή βουνό που να μη γιορτάζει την κάθε Μέρα της Μεγάλης Εβδομάδας με ξεχωριστό τρόπο. Και όλοι, κρατώντας ένα αναμμένο κερί («προσέλθωμεν λαμπαδηφόροι», όπως ψάλλεται), αλλά και φορώντας τα λαμπριάτικα γιορτινά ρούχα, προσμένουμε να ακούσουμε τη χαρμόσυνη είδηση και να ασπασθούμε αλλήλους. Αυτο δεν συνηθίζεται αλλού.