Η Αννίτα απλά ήταν µια συµµαθήτρια µου στο σχολείο.
Είχαν περάσει τόσα χρόνια που είχα ξεχάσει την ύπαρξη της. Είχα τόσες συµµαθήτριες που την Αννίτα δεν την χώραγε το µυαλό µου.
Ζούσαµε και οι δυο σε µια µικρή πόλη και είχα να την συναντήσω πάνω από 30 χρόνια.
Παλιότερα, όταν ήθελα να συναντήσω κάποιον που νοσταλγούσα του ‘στηνα καρτέρι στην πόλη.
Σκαρφιζόµουν τα πιο πιθανά και απίθανα µέρη που θα µπορούσα να τον συναντήσω, πήγαινα εκεί, και µάταια τον περίµενα.
Με την Αννίτα όµως όλα έγιναν τόσο ξαφνικά. Την είδα στον δρόµο, δεν την γνώρισα, και µου µίλησε πρώτη αυτή.
«Μα ποια είσαι;» της είπα αφελώς.
«Είµαι η Αννίτα, η συµµαθήτρια σου στο σχολείο», µου είπε. ∆εν µπορούσα να πιστέψω αυτό που έβλεπα. Είναι µια κούκλα… Πάντα το βλέµµα (η πρώτη έξαψη) σε παγιδεύει µε τις γυναίκες. Αυτή την έξαψη, δεν µπόρεσα ποτέ να την αποχωριστώ.
Αυτή η έξαψη µε «καταδίκασε σε λιθοβολισµό» πολλές φορές. Η Αννίτα ήταν µορφωµένη. Τι σηµασία έχει αυτό; Η Αννίτα είναι ξανθιά. Τι σηµασία έχει αυτό; Η Αννίτα, απλά είναι η Αννίτα. Εγώ ποιος είµαι;
Μετά που µου µίλησε η Αννίτα, έφυγε βιαστικά. Έµεινα εκεί στο πεζοδρόµιο µε το στόµα ανοιχτό.
«Φίλε, τι έπαθες;» µε ρώτησε ένας περαστικός. Τι είχα πάθει; Οι φίλοι µου, λένε πως ερωτεύοµαι κάθε πέντε λεπτά µε το ρολόι. Ελβετικό, θα ‘ναι. Ακριβείας! Έφυγε και πήγα στη δουλειά. ∆ουλειά να σου πετύχει κι αυτή.
Το απόγευµα πήγα στο σπίτι. Σιγά το πράγµα. Κάθε απόγευµα πάω στο σπίτι. Πού να πάω;
Στο παγκάκι του ∆ηµοτικού Κήπου;
Μόλις µπήκα στο σπίτι ήθελα να ξαναβγώ στους δρόµους. Ήµουν και µιας ηλικίας πια, έπρεπε να σοβαρευτώ…
Τεσ-πα, που λένε και οι πιτσιρικάδες, πήρα τον πιο κεντρικό δρόµο της πόλης µε µια αγωνία να συναντήσω την Αννίτα. Καλά είναι καθαρή τρέλα.
∆ιάνυσα µια µεγάλη απόσταση και συνάντησα κάτι πρόσφυγες.
Ξαναγύρισα απογοητευµένος στο σπίτι. Έπεσε η νύχτα. «Μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά, µαύρη σαν καλιακούδα». ∆εν είχα φάει τίποτα, δεν είχα πιει τίποτα, ούτε νερό. Σηκώθηκα και ήπια λίγο νερό.
Στην πολυκατοικία το γνωστό ζευγάρι πάλι τσακωνόταν. Είχα συνηθίσει.
Τουλάχιστον να έτρωγα κάτι. ∆εν είχα όµως όρεξη.
Ήταν κάτι το παλαβό αυτό που ζούσα. Με έπιασε πάλι το φευγιό.
«Πρέπει να το κοιτάξω αυτό», φώναξα. ∆εν απάντησε κανείς.
Το βρήκα, θα κατεβάσω τα σκουπίδια στον κάδο.
Τα φτιάχνω ‘‘κυριλέ’’, παίρνω το ασανσέρ, κάνω να βγω µε την σακούλα, ανοίγω την πόρτα του ασανσέρ, βλέπω την Αννίτσα µπροστά µου.
«Γεια σου, µόλις χώρισα και νοίκιασα το διαµέρισµα στον 3ο. Εδώ µένεις;»