Εἶναι φορὲς ποὺ συλλογιέμαι ὅτι τὸ μελανώτερο ἴσως σημεῖο στὴν ἱστορία τῆς Ἀλχανίας ἦταν ἡ ἐκμετάλλευση κι ἡ κακοποίηση ἀδύναμων πλασμάτων. Ὅσες δικαιολογίες καὶ νὰ ψάξῃ κάποιος νὰ βρῇ δὲν θὰ μπορέσῃ νὰ δῇ μὲ συμπάθεια τὰ δίποδα ποὺ μάθανε νὰ σέρνουν στανικὰ ἀνυποψίαστες κι ἀθῶες ψυχὲς ἐκεῖ ὅπου ἔχει κράτος κι ἐξουσία ὁ πόνος, ἡ καταπίεση κι ἡ ἀδικία.
Iσως νὰ μὴν βρεθῇ ποτὲ πένα γιὰ νὰ περιγράψῃ τὴν φρίκη καὶ τὸν φόβο ποὺ μὲ καταλαμβάνει ὅταν σκέπτομαι τὰ φοβερά ποὺ συνέβησαν τότε καὶ κυρίως τὴν ἐρημία κι ἐγκατάλειψη π’ ἀκολούθησε. Εὐτυχισμένοι ὅσοι δὲν ἔζησαν αὐτὴ τὴ φρικίαση κι ἄκομα πιὸ εὐλογημένοι ὅσοι δὲν γεννήθηκαν γιὰ νὰ τὴ ζήσουν ἢ πέθαναν πρὶν τὴ ζήσουν.
Τὸ ἐπίνειο τῆς Ἀλχανίας φημίζεται ἐδῶ κι αἰῶνες γιὰ τὶς γάτες του. Ἴσως να μὴν ὑπάρχῃ ἄλλο μέρος στὸν κόσμο μὲ τόσες γάτες· μιλιούνια γάτες ποὺ ἔχουν κυριεύσει κάθε γωνιὰ αὐτῆς τῆς πόλης. Μὲς στὴν πλούσια καὶ στιλπνὴ γούνα τους συνυπάρχουν, περήφανες κι ἀνεξάρτητες, μὲ τὰ ὑπόλοιπα τετράποδα ἢ δίποδα (ἀνάλογα πῶς θὰ τὸ πάρῃ κανείς!). Ἄλλοτε λιάζουν ἀποχαυνωμένες τὰ τομάρια τους στὰ κατώφλια, στὰ περβάζια καὶ στὰ λιακωτὰ τῶν σπιτιῶν κι ἄλλοτε κουλουριάζονται δαρμένες ἀπ’ τὸ μαστίγωμα τοῦ φονικοῦ κρύου. Αὐτὲς εἶν’ οἱ γάτες τῆς Ἀλχανίας: εὐτυχισμένες καὶ ῥάθυμες στὸν ἴλλιγο τῆς ἀκροβασίας καὶ στην αἰνιγματικὴ σιωπή τους.
Γι’ αὐτὴ ὅμως τὴν ἐλευθερία τους καὶ τὴν ἀνεμελιά τους, ποὺ ἔφτανε στὰ ὅρια τῆς ἀσυδοσίας καὶ τῆς ἀπόλυτης ἀνυπακοῆς, ἔπρεπε νὰ τιμωρηθοῦν. Ποιός μποροῦσε νὰ χωνέψῃ ὅτι ὅλα τὰ οἰκόσιτα ἦταν ὑποταχτικά, σχεδὸν δουλικὰ στ’ ἀφεντικά τους, καὶ μόνον ἡ γάτα ξέφευγε ἀπ’ τὴν ἀνθρώπινη καταδυνάστευση καὶ ἀποθρασυνόταν; Γιατί δηλαδὴ νὰ ὑπάρχῃ σ’ ὁλόκληρη τὴν κοινωνία τῆς Ἀλχανίας ἕνα μόνον ζωντανὸ ποὺ νὰ διαθέτῃ τὸν ἑαυτό του ὅπως θέλει κι ὅλες οἱ ὑπόλοιπες ὑπάρξεις ν’ ἀκολουθοῦν τοὺς ἴδιους κανόνες καὶ τὴν ἴδια πορεία κάτ’ ἀπ’ τὸν οὐρανὸ δίχως νὰ μποροῦν νάναι αὐτόβουλες;
Ἡ τιμωρία δὲν ἄργησε νάρθῃ καὶ μάλιστα ἦταν εὔκολο να ἐπιβληθῇ χωρὶς νὰ χρειαστῇ ν’ ἁπλώσουν οἱ ἐρινύες τὰ φτερὰ τοῦ θανάτου πάν’ ἀπ’ τὴν πόλη καὶ ν’ ἀρχίσουν τὸ κυνηγητό. Οἱ κάτοικοι, μικροὶ στὰ γράμματα ὅπως ἦταν, γεννημένοι καὶ προσκολλημένοι σ’ ἕναν θρησκευτικὸ ψόφο ποὺ οἱ ἴδιοι δημιούργησαν, εὔκολα ἔπεφταν θῦμα δεισιδαιμονιῶν. Κι οἱ δεισιδαιμονίες, ὡς γνωστόν, διαδίδονται, ὅπως ἡ πανούκλα, τόσο εὔκολα καὶ τόσο γρήγορα ποὺ δεν ὑπάρχει φάρμακο γιὰ νὰ ἐμποδίσῃ τὸ ἐφιαλτικό τους ἔργο. Φτειάχτηκε λοιπὸν μία ἄκομα δεισιδαιμονία γιὰ νὰ πείσῃ τὴν ἀνόσιο ἀγέλη τοῦ ἐπινείου ὅτι οἱ γάτες ἔπρεπε νὰ θανατωθούν.
Εἶπαν τότε ὅτι οἱ γάτες εἶν’ εἴδωλα μαγισσῶν, πνεύματα τοῦ κακοῦ ποὺ βρῆκαν χῶρο ἐκδήλωσης κάτ’ ἀπ’ τὸ δέρμα τῶν ἀθῴων τετράποδων. Ἀμέσως οἱ τετραγωνομούσηδες τῆς περιοχῆς βρῆκαν εὐκαιρία, μέσα σ’ αὐτὸ τὸ κλίμα τοῦ φόβου, νὰ ἐνσπείρουν τὴν δική τους ἐκδοχή που παρουσιάστηκε ὡς θεόπνευστη, βέβαια, γιὰ νὰ αὐξηθῇ τὸ κῦρος της: Ὅπως ὁ διάβολος τσακώνει ψυχές, ὅμοια κι οἱ γάτες πιάνουν ποντίκια. Ἄρα, ἡ γάτα εἶν’ τ’ ἀγαπημένο ζῶο τοῦ διαβόλου!
Μὲ τὸν καιρό, μὲς στὸν ἀδούλετο νοῦ τὰ συμπεράσματα τῆς πρόχειρης «λογικῆς» πήραν ἀξία καὶ βάρος «ἔγκυρης» διαπίστωσης. Ἦταν ἁπλῶς θέμα χρόνου ν’ ἀποφασιστῇ ἡ ἐξολόθρευση ὅλων τῶν γατὼν γιὰ νὰ ξεθυμάνῃ τὸ κακὸ καὶ νὰ ξεπεραστῇ αὐτὴ ἡ κρίση. Ἔτσι, οἱ ἀρχὲς τῆς πόλης μαζὶ μὲ τὸ ἱερατεῖο (καί, ἑπομένως, τὶς εὐλογίες τοῦ Θεοῦ) ἐπιστράτευσαν ὁμάδες ἀνθρώπων γιὰ νὰ πιάσουν τὶς γάτες καὶ νὰ τὶς κάψουν!
Γιὰ μέρες τὸ κυνηγητὸ κι ἡ καταδιώξη τῶν δύσμοιρων τετράποδων στοὺς δρόμους τῆς Ἀλχανίας ἦταν τὸ μόνιμο θέαμα κι ἡ σταθερὴ ἀπασχόληση τῶν κατοίκων. Ὅταν, τελικά, τὶς μπουζουριάζανε μέσα σὲ μεγάλους σάκους, μαζευόντουσαν στην Ἀγορὰ καὶ τὶς πετάγανε σὲ μεγάλες ἑστίες φωτιᾶς. Ὡσότου να φτάσουν οἱ φλόγες στὸν οὐρανό, τὰ τετράποδα εἶχαν τσουρουφλιστῆ μέσα σ’ ἀπαίσια τσιριχτὰ κι ἀνατριχιαστικὰ οὐρλιαχτά. Ἄλλες φορὲς πάλι κρεμάγανε τὰ σακιὰ σὲ ψηλοὺς ἱστούς, πάν’ ἀκριβῶς ἀπ’ τὴ φωτιὰ ὥστε νὰ καίγονται βασανιστικὰ ἀργά. Ὅταν δὲν βρίσκαν σακιά, χρησιμοποιοῦσαν βαρέλια ἢ εὐρύχωρα καλάθια. Μέχρι κι ὁ ἀνθύπατος τοῦ τόπου συμμετεῖχε σ’ αὐτὸ τὸ «τελετουργικό», βάζοντας ὁ ἴδιος τὴν πρώτη φωτιά, σημάδι ὅτι ξεκινοῦσε ἡ ἀποτέφρωση τῶν τετράποδων, για να ἀκολουθήσουν κι οἱ ὑπόλοιποι.
Στὴν ἀρχὴ αὐτὸ τὸ μακάβριο θέαμα προκαλοῦσε ἀπέχθεια καὶ τρόμο, ἀλλὰ ἡ δύναμη τῆς συνήθειας εὔκολα καταργοῦσε αὐτὰ τὰ ἀρνητικὰ αἰσθήματα ἢ τὰ μετέτρεπε σ’ ἄγρια χάχανα, πρωτόγονες ἰαχὲς ἐκδίκησης κι ἀνακούφιση. Κι ἔβλεπε κανεὶς τὸν ὄχλο νὰ χορεύῃ γύρω ἀπ’ τὶς φωτιὲς βλαστημῶντας καὶ φτύνοντας κατὰ τὴ φωτιά.
Ἔτσι, ἀρίφνητες γάτες ξολοθρεύτηκαν κι ὁ τόπος ἄδειασε ἀπὸ δαῦτες. Τέτοιο τέλος λάβανε τὰ δύστυχα κι ἀνυποψίαστα ζωντανά, οἱ ἀπείθαρχες κι ἄπιστες γάτες τῆς Ἀλχανίας.
Ἀλλὰ ἡ μνήμη ὅλου αὐτοῦ τοῦ θανατικοῦ μοιραῖα θὰ συνδεόταν μὲ μαῦρες σκέψεις, μ’ ὀδυρμοὺς καὶ μὲ μεγάλο χαμό, γιατὶ ὅσα ἀκολούθησαν μετὰ ἀπὸ λίγους μῆνες πολὺ δύσκολα θὰ ἔβρισκε τὸ κουράγιο κάποιος νὰ τὰ διηγηθῇ.
Ἦταν Ὀκτώβριος· τὸ φθινόπωρο εἶχε ἀκουμπήσει τὴν Ἀλχανία κι ἡ ἀγωνία τῆς φθορᾶς στὰ φύλλα τῶν δέντρων προκαλοῦσε τὴ νοσταλγία τῶν ζεστῶν ἡμερῶν καὶ τῆς θαλπωρῆς τοῦ καλοκαιριοῦ, ποὺ δὲν θὰ ξανάβλεπαν οἱ κάτοικοι τοῦ ἐπινείου ποτὲ πιά.
Μυστηριωδῶς ἀρχίσανε οἱ ἄνθρωποι νὰ πεθαίνουν· πρὶν ὅμως, τὰ κορμιά τους πρήζονταν κι ὕστερα ἀπὸ λίγο γέμιζαν μαῦρες κηλίδες, μεγάλες καὶ πεισματικές. Βλέποντάς τους θαρροῦσες ὅτι δεν τοὺς βύζαξαν στῆθια γυναίκας ἀλλὰ ὁ θάνατος· σταλιὰ αἷμα δεν ἔβαφε πλέον τὰ χείλια τους. Κι ὅπως ἡ φωτιὰ καταπίνει γρήγορα καὶ λαίμαργα ὅ,τι βρίσκει ξερὸ στὸ διάβα της, ὅμοια καὶ τὸ κακὸ τοῦτο πήγαινε μὲ τὴν ἴδια εὐκολία ἀπ’ τοὺς νεκροὺς στοὺς ζωντανούς· μ’ ἕνα ἄγγιγμα ἢ μία ἀνάσα.
Κατάλαβαν τότε ὅτι ἔπρεπε ὁ πατέρας να ἐγκαταλείψῃ τὸ παιδί, ἡ γυναίκα τὸν ἄντρα κι ὁ ἕνας ἀδερφὸς τὸν ἄλλο γιὰ νὰ σωθοῦν ἀπ’ τὰ βέλη τοῦ θανάτου. Ἔτσι, κάθε δεσμὸς ἀγάπης καὶ στοργῆς διαμερίστηκε. Σιγά-σιγὰ ὅλοι παίρνανε κάτι ἀπ’ τὴν κρύα ἀπάθεια τοῦ Χάρου κι ἀφήνονταν στὴν ἄβυσσο, ξεκομμένοι ἀπ’ τὸν κόσμο.
Κι ἀφοῦ εἶδαν κι ἀπόειδαν οἱ γιατροὶ κι οἱ φαρμακοτρίφτες, πιάσαν δουλειὰ οἱ σκυλόμορφοι παππάδες! Ὅσοι ἀπ’ αὐτοὺς δεν μολυνθήκαν κήρυτταν νυχθήμερον ὅτι ὁ «φ ι λ ε ύ σ π λ α γ χ ν ο ς» Θεὸς δοκιμάζει τὴν πιστὴ τῶν κατοίκων, ὅτι πρέπει νὰ μετανοήσουν ὅλοι γιὰ τὶς ἀδικίες ποὺ εἶχαν διαπράξει μέχρι ἐκείνη τὴ στιγμή. Ἔτσι, ξαμολήθηκαν οἱ δοῦλοι τοῦ Θεοῦ στοὺς δρόμους ἀκολουθῶντας μ’ εὐλάβεια καὶ φόβο, κάτ’ ἀπ’ τὰ λάβαρα καὶ τοὺς σταυρούς, τὶς ἀνταύγειες τοῦ ἀσημιοῦ καὶ τοῦ χρυσαφιοῦ ποὺ ἀνέδιδαν τὰ στιχάρια κι οἱ μίτρες. Ὅσο κρατοῦσε τὸ θλιμμένο καμπανολόι, ζητοῦσαν οἶκτο, συγχώρεση κι ἄλλα τέτοια. Ἄλλοι πάλι, γιὰ νὰ κατευνάσουν τὰ θυμωμένα θεῖα, καθόντουσαν γοναστιστοί, ὁ ἕνας κοντὰ στὸν ἄλλο, γυμνοὶ ὣς τὴ μέση, καὶ μαστιγῶναν τὶς ματωμένες πλάτες τους μέσα σὲ στριγκὲς φωνὲς καὶ παρακάλια ἢ ὀργώνανε τὰ πρόσωπα μὲ τὰ νύχια.
Ὡστόσο πολλοὶ ἱερωμένοι πλούτισαν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη γιατὶ οἱ ταφὲς ἦταν χιλιάδες καὶ κρυφὰ τρίβαν τὰ χέρια τους για τὶς χρυσὲς δουλειὲς ποὺ κάναν· αὐτοὶ κι ὅσοι ἄλλοι ἐμπορεύτηκαν ἐλπίδες: τσαρλατάνοι, περιφερόμενοι ἀγύρτες, μάγοι ἢ σαλτιμπάγκοι. Κι ὅταν τὰ κοιμητήρια γέμισαν ἀπὸ νεκροὺς κι ἡ γῆς τοὺς ξέρναγε, ἀνοῖξαν λάκκους ἔξω ἀπ’ τὰ τείχη τοῦ ἐπινείου καὶ τοὺς πετοῦσαν χωρὶς νὰ τοὺς διαβάσῃ ὁ τουρλόπαππας. Σύντομα, ὅμως, ξεχείλισαν κι αὐτοὶ ἀπὸ κορμιά. Ὅσοι μέναν ἄθαφτοι καὶ τὰ σκυλιὰ δὲν προλαβαῖναν νὰ τοὺς φᾶνε, μόλευαν τὸν ἀέρα μὲ ἐντάφια βρώμα.
Ὅσο πλησίαζε ὁ χειμῶνας πλήθαινε ἡ μᾶζα ψόφιου κρέατος στοὺς δρόμους καὶ τὰ σπίτια. Τὸ μόνο ποὺ ἀπόμεινε στοὺς κατοίκους ἦταν νὰ πεθαίνουνε κοπαδιαστὰ κι ὅσοι δεν εἶχαν πεθάνει ἀκόμα, νὰ σουρομαδιοῦνται καὶ τὸ πρόσωπο νὰ ραγίζῃ ἀπ’ τὸ κλάμα. Τέτοια ἦταν ἡ φρικίαση ποὺ διακλαδιζόταν ἐντός τους· θρηνῶντας, φοβόντουσαν νὰ φύγουν ἀλλὰ δὲν τολμοῦσαν καὶ νὰ μείνουν. Κι ὅπως γίνεται σὲ παρόμοιες στιγμές, ὅταν ὁ θάνατος σιμώνῃ γοργός, πότε ἔλαμπε στὰ μάτια μία σταγόνα ἐλπίδας καὶ πότε φούσκωνε μία θάλασσα ἀπόγνωσης μέσα τους.
Στὸ τέλος ξεπαστρεύτηκαν ὅλοι κι ἡ γῆς, ἀνακουφισμένη, ἀποτίναξε μαζὶ μὲ τὸ δηλητήριο καὶ ὅλο τοῦτο τ’ ἄθλιο ἄχθος ποὺ λέγεται κάτοικος τῆς Ἀλχανίας.
Βδομάδες ἀφότου ἡ ἀρρώστια μάδησε τὸν τόπο ὅλο, ἕνας ξένος ἔφτασε στὸ ἐπίνειο καλπάζοντας μὲ τ’ ἄλογό του γοργά. Στὸ ἔμπα τῆς Ἀλχανίας κοντοστάθηκε καὶ μὲ φρίκη ἀντίκρισε ὅλα ὅσα ἔβλεπαν γιὰ καιρὸ οἱ κάτοικοι τῆς πόλης: Ἄθαφτα κουφάρια, βορὰ στα κοράκια καὶ τὰ ὄρνια ποὺ εἶχαν κατακλύσει τὸν τόπο, τυλιγμένα σὲ κουρέλια κι ἁπλωμένα καταμεσὶς τοῦ φαρδὺ δρόμου ποὺ ὁδηγοῦσε στὴν Ἀγορά.
Προχωρῶντας συναντοῦσε τὸ ἴδιο θέαμα. Μάζες, που δύσκολα θυμίζαν κορμιὰ ἀνθρώπων, πεταμένες ἐδῶ κι ἐκεῖ. Καὶ πιὸ κάτω ξανὰ οἱ ἴδιες κρεάτινες μάζες ἢ καύκαλα μαδημένα νὰ κολυμπᾶνε σ’ ἀναγουλιαστικὴ ἀποφορά.
Αἴφνης τ’ ἀσπράδι τοῦ ματιοῦ τοῦ ἀλόγου ἄνοιξε τόσο διάπλατα ποὺ κόντεψε νὰ ξεχειλίσῃ τὶς κόγχες ἐνῷ ἀπ’ τ’ ἀνοιγμένο στόμα του φάνηκαν τὰ μεγάλα κι ἀποκρουστικὰ δόντια του· στάθηκε στὰ πίσω πόδια του χλιμιντρίζοντας κι ἐριξε τὸν ἀναβάτῃ κάτω. Μ’ ἀπορία ὁ ξένος σηκώθηκε κι εἶδε τ’ ἄλογο ν’ ἀπομακρύνεται ἀφηνιασμένο, σφυροκοπῶντας μὲ τὶς ὀπλές του τὴν ραγισμένη γῆ. Τὰ μάτια του γύρισαν ἀνήμπορα σ’ ὅλο τὸ μῆκος καὶ τὸ πλάτος τῆς πλατείας κι εἶδαν μὲ τρόμο νὰ πετάγονται ἀπ’ τὰ ἔρμα σπίτια καὶ τὰ σοκάκια καὶ νὰ ξεχύνονται παντοῦ τσοῦρμο μαῦροι ἀρουραῖοι, μεγάλοι σὰν ποδάρι ἀνθρώπου. Σκόρπια κι ἀνάκατα τρέχαν σὰν τρελλοὶ καὶ λιμασμένοι ἀπ’ ὅλες τὶς μεριὲς καὶ πρὸς ὅλες τὶς κατευθύνσεις. Ὕστερα χάνονταν μέσα σὲ τρύπες κι ἐμφανίζονταν ξανά, περσότεροι ἀπὸ πρίν.
Σύγκρυο τὸν κυρίευσε κι ὁ κόμπος τῆς φρίκης ἔσφιξε τὸ λαρρύγι καὶ τὴν καρδιά του. Τότε ὁ ξένος μάντεψε τί πράγμα ἦταν αὐτὸ ποὺ δυστύχεψε τὴν Ἀλχανία . . . .