Δεν έχουν πολλοί την τύχη, να καθορίζουν τη ζωή τους, έτσι, όπως την φαντάστηκαν και την έπλασαν στα όνειρά τους.
Από την παιδική τους ηλικία, διδάσκονταν τα παιδιά πως «όπου υπάρχει ένα θέλω, ανοίγει ένας δρόμος…».
Λόγια! Λόγια, που εμπνέουν αισιοδοξία και πίστη στην ελπίδα, παρακινώντας σε φιλόδοξες επιδιώξεις που, κάποιες φορές, πραγματοποιούνται. Πιο συχνά, όμως, η ίδια η ζωή τις παραβλέπει, κάτω από ειδικές συνθήκες. Διαψεύδει τα όνειρα των νέων και ανατρέπει τα σχέδια τους, χωρίς τη θέλησή τους.
Η νιότη περιπλανιέται στην άγνοια, μέχρι να δείξει το αληθινό πρόσωπο της η ζωή, που μεθοδεύει-χωρίς οίκτο-χάρη σε πρόθυμους διεκπεραιωτές την οριστική, ίσως και ισόβια, τιμωρία της. Οι νέοι γίνονται στόχος και για κακό. Δεν την προσπερνά κάνεις αδιάφορα -όταν λάμπει- μα, δεν την προστατεύει, δεν τη σέβεται. Αν έχει τη δύναμη και τη θέληση, μπορεί και να την καταστρέψει…
Έτσι, παίζεται το θέατρο του παραλόγου, με πρωταγωνιστές παιδιά, που δεν είχαν ιδέα για το ρόλο που καλούνται να υποδυθούν. Ξεγελιούνται με κάθε τρόπο, “πείθονται”, εκβιάζονται, απειλούνται και -στο τέλος- ακολουθούν, ό,τι απόμεινε για να επιβιώσουν. Ένα κοριτσάκι 12 χρόνων, μεγαλώνοντας σε χωριό, ζώντας και παίζοντας κοντά στη φύση, δεν μπορεί παρά να αναπνέει τις μυρωδιές της. Μυρίζουν πάστρα, τα φτωχικά ρουχαλάκια της δεκαετίας του 60 και όχι μόνο, τα μαλλιά του, σε κοτσίδες πλεγμένα, τα χαϊδεύουν τα αρώματα του βασιλικού και του γιασεμιού.
Μπορεί, τότε, να μην έπαιζαν όλα τα παιδιά, με παιχνίδια των αστών, αναγνώριζαν, όμως, πολλά μυστικά των φυτών και των πουλιών πού, ήρεμα – ήρεμα, τα συντρόφευαν στα παιχνίδια και τις αστρολογιές τους.
Ένας θάνατος -του πατέρα- έκανε να χάσει τον παράδεισο της, η Αθηνά, που δεν θα μπορούσε, ποτέ, να γίνει δασκάλα και ας είχε τελειώσει με άριστα το δημοτικό. Βρέθηκε ο από μηχανής Θεός και πρότεινε μία λύση ανάγκης. Η καλή, θεία Φωτεινή, υπέδειξε τρόπο, να μεγαλώσει, η Αθηνά, στην πόλη, μένοντας με καλή οικογένεια και -σε αντάλλαγμα- θα πρόσφερε τις υπηρεσίες της, χωρίς αμοιβή. Θα επισκεπτόταν την οικογένειά της, μία φορά το μήνα μαζί με τη θεία -πρώτη εξαδέλφη του πατέρα- και θα την είχε, επιπλέον, “υπό την επίβλεψη της”, η θεία Φωτεινή. Θα της επέτρεπαν να συναναστρέφεται παιδιά, το απόγευμα του Σαββάτου. Τα γειτονοπούλα αγκάλιασαν με συμπάθεια το παιδί, που – σε λίγο καιρό – έπαιζε όλα τα επιτραπέζια και είχε διαβάσει όλα τα κλασικά εικονογραφημένα, της φίλης της, τής Έλλης.
Η κυρία της, αδελφή της καλής θείας, δεν επέτρεψε ποτέ, να την αποκαλεί έτσι και οι κύριοι – και ο μεγάλος και ο μικρός – δεν έδιναν σημασία στο κορίτσι, που δούλευε και κουραζόταν δυσανάλογα με την ηλικία και τις αντοχές της. Ήταν αδύνατη σαν κλαράκι, με πρόσωπο γλυκό και δύο χοντρές, χρυσοκάστανες κοτσίδες, που αγαπούσε πολύ.
Κυλούσε η ζωή του κοριτσιού, προγραμματισμένη, ελεγχόμενη ως την τελευταία λεπτομέρεια και χάρη στην θεία Φωτεινή, δεν έγινε χειρότερη. Τις ώρες που κλεινόταν στο δωμάτιο – αποθήκη, σκεπτόταν πως η ελεύθερη, ανέμελη, ζωή στο όμορφο χωριό της, με τα νερά, τα πλατάνια και της γλυκολαλιές των πουλιών, χάθηκε, πια. Μόνο στη θύμηση έμεινε – Πολύ γρήγορα, απαγόρευσαν την ανάγνωση κλασικών εικονογραφημένων. Η Καλύβα του Μπάρμπα – Θωμά και ο Όλιβερ Τουίστ, θεωρήθηκαν “επαναστατικά” βιβλία στην περίπτωση της Αθηνάς. Από κει και πέρα, βιβλιοθηκάριου χρέη ανέλαβε – ποιος άλλος- ο από μηχανής θεός.
Στα δεκατέσσερα χρόνια, κόπηκαν οι χοντρές κοτσίδες, που την έδειχναν πιο μικρή, γιατί -η κυρία – έκρινε πως, τα μακριά μαλλιά, είναι χασομέρι για όποιον εργάζεται. Τυλίχθηκαν από τη μητέρα, προσεκτικά, σε άσπρο ύφασμα και τοποθετήθηκαν με ευλάβεια, στο σεντούκι της κάμαράς της. Κάθε φορά, που συναντούσε την κόρη της, την καμάρωνε. Ψήλωνε, μεγάλωνε και το πρόσωπό της έλαμπε από δύο μεγάλα, μελένια μάτια. Ήταν όμορφη και – για την ηλικία της – πολύ νοικοκυρεμένη. Έγινε καλή, θέλοντας και μη, δουλεύοντας αδιάκοπα, σχεδόν.
Κάποια μέρα, η Έλλη, η πιο αγαπημένη της φίλη, την είδε καθισμένη στο μπαλκόνι, με σκυμμένο το κεφάλι και έκλαιγε. Έκλαιγε πολύ. Προσπάθησε με νοήματα, να μάθει τι συνέβαινε και την έπιασαν λυγμοί. Τράνταζε το σωματάκι της, που – τον τελευταίο καιρό – είχε γίνει πιο τροφαντό. Πρώτη φορά, την έβλεπε κάποιος σε τέτοια κατάσταση. Ήταν φανερό, πως υπήρχε κάτι, πως η Αθηνά αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα. Δεν θα μπορούσε να κρατήσει άλλο το μυστικό, που βάραινε το σώμα, αφού πρώτα τσάκισε την ψυχή της. Όλα ξεδιάλυναν μετά από δύο ημέρες.
Το μυστικό, όταν δεν γίνεται να κρυφτεί, με τόσες ενδείξεις και αποδείξεις, μπορεί να οδηγήσει και σε καταστροφή.
Μέσα σε βρισιές και φωνές, σε αναταραχή που τράνταξε τη γειτονιά. ξετυλίχθηκαν σκηνές σε θέατρο του παραλόγου. Το ζευγάρι της λεγόμενης “καλής κοινωνίας”, ξεμπρόστιασε ένα κορίτσι, που -απεγνωσμένα- προσπαθούσαν, να αποσπάσουν από τα νύχια του, ο αδερφός της με τη θεία Φωτεινή. Δεν άντεχε το άδικο η γυναίκα. Ήταν η μόνη καθαρή σε αυτή την άθλια υπόθεση, πέρα από την οικογένειά της μικρής. Ακούγοντας την κυρία να βρίζει και να ξεφωνίζει, «ο Θεός ξέρει, με ποιον αλήτη έκανες το κακό», δεν κρατήθηκε άλλο. «Από ‘σας έγινε», απάντησε, για λογαριασμό της αλήθειας! «Ποιανού είναι καρπός, απομένει να μάθεις, αδερφή»…
Πίσω από την πάχνη του καθωσπρεπισμού, την “αίγλη” μιας ταμπέλας πρώην τιτλούχου και πίσω από τα βαριά στόρια του απρόσιτου -όπως και οι κάτοικοι του- σπιτιού, συνέβαιναν πολλά. Αποστασιοποιημένοι όλοι, από συγγένεια, φιλότιμο, οίκτο, καθόρισαν την τύχη ενός παιδιού -ουσιαστικά- τραυματίζοντας το, ανεπανόρθωτα, με τον πιο ανάλγητο τρόπο. Το βρήκαν μπροστά τους. Υπέφεραν, τώρα, και εκείνοι αλλά έπρεπε να υποφέρουν. Δεν έφτανε, ό,τι και αν πάθαιναν, να ξεπληρώσουν το έγκλημα τους. Το κορίτσι ήταν το απόλυτο θύμα και δεν είχε επιλογή άλλη, από την απομόνωση και τον εξοστρακισμό. Πριν μισό αιώνα και περισσότερο, όσες και όσοι διέρχονταν την οδό της “απώλειας”, εξαφανίζονταν από το πρόσωπο της γνωστής κοινωνίας. Μετέφεραν την ντροπή σε μία μονή, στην ξενιτιά, υπέκυπταν σε γάμο ανεπιθύμητο, παραδίνονταν στο θάνατο ή εκπορνεύονταν. Ναι, συνέβαινε και αυτό. Ήταν λύση απόγνωσης μα, υπαρκτή… Πάντα, σε κάθε εποχή, επίκαιρη οι στίχοι της Γαλάτειας Καζαντζάκη, «εικόνα σου είμαι κοινωνία…» όπως και αν ερμηνεύονται. Είναι η ίδια που δεν έπαψε να καταδικάζει το θύμα, σε ισόβια τιμωρία, ενώ ο θύτης, το πολύ-πολύ, να ξεκουμπιζόταν προς άγνωστη κατεύθυνση. Όχι, από ντροπή βέβαια μα, για να αποτινάξει μέρος της βρωμιάς και του διασυρμού από πάνω του, με τη “λήθη”…