Τρίτη, 12 Νοεμβρίου, 2024

Διάχυτο φως

» Deniz Ohde (μτφρ. Άγγελος Αγγελίδης, Μαρία Αγγελίδου, εκδόσεις Gutenberg)

Το αναγνωστικό προαίσθημα είναι ένα από τα πολλά φίλτρα που χρησιμοποιεί κανείς όταν πρόκειται να διαλέξει το επόμενο βιβλίο. Κι εμένα το προαίσθημά μου υπερθεμάτιζε πως αυτό θα ήταν ένα καλό βιβλίο, ένα βιβλίο που θα μου άρεσε, το κατάλληλο βιβλίο για εκείνη τη στιγμή.

Σίγουρα το προαίσθημα με τα χρόνια διαμορφώνεται από πλήθος άλλων παραγόντων, γεγονός που το μεταβάλει περισσότερο σε αιτιοκρατικό ένστικτο, απομακρύνοντας το από το βασίλειο του μεταφυσικού που κάποτε έδρευε. Εδώ για παράδειγμα έχουμε μια ενδιαφέρουσα σειρά ξένης λογοτεχνίας, την Aldina, μια νεαρή συγγραφέα, τη Γερμανοτουρκάλα Ντενίς Όντε, και ένα οπισθόφυλλο που περιγράφει την επιστροφή της αφηγήτριας στο χωριό που μεγάλωσε. Στοιχεία ικανά να μου τραβήξουν το ενδιαφέρον και να επιτρέψουν σε κάποιες πρώτες γραμμές του υπό διαμόρφωση ορίζοντα προσδοκιών να φανούν.

Ο Εντουάρ Λουί, τουλάχιστον στα καθ’ ημάς, έφερε στο προσκήνιο μια λογοτεχνία πολιτική, που μιλά σε πρώτο πρόσωπο για το τραύμα, για την οικογένεια, την τάξη, την παρηκμασμένη (γαλλική) επαρχία και βέβαια τη σεξουαλικότητα. Οι ενστάσεις απέναντι στο έργο του έχουν κυρίως να κάνουν με τις λογοτεχνικές αξιώσεις, αλλά και την υποψία μανιέρας από βιβλίο σε βιβλίο. Ήμουν τυχερός και διάβασα το πρώτο του βιβλίο πριν γίνει της μόδας και, εκτός των άλλων, οι προσδοκίες εκτοξευθούν και γίνουν αόριστες και αφηρημένες. Τα λέω αυτά, πριν ακόμα μιλήσω για το βιβλίο της Όντε, γιατί σκεφτόμουν αρκετά έντονα τα βιβλία τού Λουί αλλά και τη συζήτηση γύρω από αυτά, όσο διάβαζα το Διάχυτο φως.

Η αφηγήτρια, μια πιθανή εκδοχή της ίδιας της συγγραφέως, κοντινή ή μακρινή μικρή σημασία έχει, επιστρέφει μετά από χρόνια στο χωριό που γεννήθηκε και μεγάλωσε, στο σπίτι που πια μένει ο πατέρας της μόνος του. Επιστρέφει για να παραστεί στον γάμο δύο παιδικών της φίλων. Η αιτία της επιστροφής, μια κοινωνική υποχρέωση, θέτει εξαρχής την απόσταση που πλέον νιώθει να την χωρίζει με το μέρος εκείνο, με τα χρόνια εκείνα, με τον ίδιο της τον πατέρα, μεταξύ άλλων, απόσταση όχι απλά και μόνο χιλιομετρική, αφού έμενε σε άλλη πόλη της Γερμανίας και όχι στο νότιο ημισφαίριο, και όμως εκείνη εδώ και καιρό δεν είχε επιθυμήσει μια, έστω και ολιγοήμερη, επιστροφή. Ο αέρας αλλάζει όταν μπαίνεις στην περιοχή. Έτσι ξεκινά η αφήγηση αυτή.

Μπορεί το κουήρ στοιχείο, έντονο και κυρίαρχο στο έργο του Λουί, να λείπει εδώ, όμως, η επιστροφή τής αφηγήτριας εκεί, με τις παρεπόμενες αναλήψεις από εκείνα τα χρόνια, σε πολλά ομοιάζει με τη σύσταση του εδάφους στον γαλλικό βορρά. Η Όντε δεν επιλέγει μια ευθεία αυτοβιογραφική πρόζα, σκεπάζει καλά την ιστορία αυτή με τον μανδύα της μυθοπλασίας. Έτσι, ενώ η αφετηρία των δύο μοιάζει, η αφηγηματική διαδρομή είναι διαφορετική. Ένας προβληματικός γάμος, αυτός των γονιών της αφηγήτριας, ένα προβληματικό μέρος, το μικρό χωριό, η συντηρητική κοινωνία, οι ταξικοί φραγμοί, η απουσία προνομίων, ο αγώνας, σε συνδυασμό με τη συγκυρία, που θα οδηγήσει την αφηγήτρια ύστερα από μια παράκαμψη στο τεχνικό γυμνάσιο, στο πανεπιστήμιο και σε μια άλλη ζωή.

Η επιστροφή, ο χρόνος που μοιάζει να έμεινε αυστηρά ακινητοποιημένος, εντείνει το αίσθημα της αλλαγής της, την ώρα που οι συνομήλικοί της συνέχισαν στα βήματα των γονιών τους, ο αλκοολικός και ελάχιστα συναισθηματικός πατέρας, που εδώ χαρακτηρίζεται από μια ιδιότυπη καταναλωτική μανία που συνδυάζεται με μια ασφυκτική συσσώρευση πραγμάτων εξ αρχής άχρηστων στο πεπερασμένης έκτασης σπίτι, ανάμεσα σε άλλα. Σημαντική παράμετρος στο Διάχυτο φως είναι και η καταγωγή της μητέρας, μετανάστριας από την Τουρκία, που δραπέτευσε από ένα ασφυκτικό περιβάλλον ανέχειας και θρησκευτικής πειθαρχίας, για να βρεθεί σε έναν αδιέξοδο γάμο, κάνοντας αιώνια υπομονή, που μόνο, μια στο τόσο, της επέτρεπε να απολαμβάνει ένα ποτήρι αλκοόλ στο τέλος μιας ακόμα κοπιώδους μέρας.

Η Όντε δεν περιγράφει μια πρωτότυπη ιστορία, ειδικά για τη γερμανική κοινωνία, που παρά την αυξημένη ενσωμάτωση, η ταμπέλα του ξένου εξακολουθεί να υπάρχει και να διαχωρίζει, όπως αντίστοιχα συμβαίνει με τις κοινωνικοοικονομικές διαφοροποιήσεις του πληθυσμού, παρότι το βιοτικό επίπεδο μοιάζει να είναι υψηλότερο σε σύγκριση με άλλες χώρες. Η έλλειψη πρωτοτυπίας ωστόσο δεν αποτελεί ψεγάδι αλλά πεδίο στο οποίο η οξυδερκής παρατηρητικότητα της αφηγήτριας επιβεβαιώνεται, και αυτό γίνεται με έναν λογοτεχνικά άρτιο τρόπο.

Οι διαρκείς παρεκβάσεις δεν πετούν τον αναγνώστη εκτός ιστορίας, αλλά είναι ενταγμένες με τέτοιο τρόπο ώστε να αποτυπώνουν αληθοφανώς τον καταιγισμό σκέψεων και αναμνήσεων που την κατακλύζουν αναπόφευκτα κατά την επιστροφή της. Μένοντας στο κομμάτι των παρεκβάσεων, η Όντε πετυχαίνει κάτι ακόμα. Δεν επισκιάζει τον τότε εαυτό της με τον παροντικό ενήλικα, αλλά του επιτρέπει να ακουστεί χωρίς να χάνει την παιδικότητα στο βλέμμα απέναντι στα πράγματα. Αυτό λειτουργεί και εξωλογοτεχνικά αφού επιτρέπει στην ίδια την αφηγήτρια να βεβαιώσει την απόσταση που τη χωρίζει, τα βήματα που έχει πραγματοποιήσει, τον προσωπικό αγώνα που έδωσε σε διάφορα επίπεδα και που κανέναν άλλον δεν αφορά, όχι τουλάχιστον με τον τρόπο και την ένταση που αφορά την ίδια.

Αυτή η απόσταση στην παρατήρηση και την καταγραφή απαλλάσσει το μυθιστόρημα από κάθε διάθεση επίκλησης στο συναίσθημα· η  αφηγήτρια επ’ ουδενί δεν επιθυμεί τη λύπηση ή την επιβράβευση. Το αυτό συμβαίνει και με κάθε υπόνοια διδακτισμού. Η αφηγήτρια, που για χρόνια ντρεπόταν για το πραγματικό της όνομα, έτσι όπως ξεχώριζε στις λίστες με τα ονόματα των συμμαθητών της, έρχεται ξανά αντιμέτωπη με εκείνο το εγγύς παρελθόν χωρίς να έχει διάθεση να υπεραμυνθεί των επιλογών και των δράσεων της, κάτι το οποίο θα ήταν έντονα αντίθετο με τον χαμηλών τόνων χαρακτήρα της. Αναφέρεται απλώς στη ζωή της, που, όπως και να μοιάζει απέξω και από απόσταση, για εκείνη ήταν απλώς η δική της εκδοχή. Απουσία συναισθηματικού εκβιασμού και διδακτισμού οι επιθετικοί προσδιορισμοί που συνωστίζονται να προηγηθούν της ιστορίας παραμένουν στο συρτάρι. Είναι ο τρόπος με τον οποίο αφηγείται η Όντε την ιστορία αυτή που κάνει το βιβλίο να ξεχωρίζει και όχι αποκλειστικά και μόνο το περιεχόμενο, που, ας μη γελιόμαστε, κοντά λογοτεχνικά πόδια έχει, και περισσότερο αφορά τις προωθητικές ενέργειες των τμημάτων μάρκετινγκ. Και αυτός ο λογοτεχνικός τρόπος επιτρέπει στην ιστορία να αντέξει το ίδιο της το βάρος, χωρίς να μοιάζει βαρυφορτωμένη και μπουκωμένη.

Το Διάχυτο φως είναι ένα πολύ ωραίο βιβλίο, σύγχρονο, λογοτεχνικά άρτιο, που ικανοποιεί με άνεση τις συγγραφικές επιδιώξεις, χωρίς να χάνεται ανάμεσα στα πολλά βιβλία προσωπικών ιστοριών που εκδίδονται.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα