Η κρητική διάλεκτος πηγάζει εκ της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας και περιέχει ρίζες λέξεων κατάλοιπα της Ενετοκρατίας και της Οθωμανικής κατοχής.
ΕΥΘΥΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ΜΙΑ ΤΡΑΒΑΓΙΑ ΣΤΗ ΠΛΑΤEΑ
Οψές αργά επέρνουνα απού τη κάτω μπάντα τση πλατέας απού ‘ναι το μαγατζί του «Μελίντακα».
Έκεια απ’ όξω μ’ απάντηξε το Νικολιό του «Καταχανά» κι έστεκε κι εφαόνουντο με το καφετζή το «Μελίντακα».
Ετραβαγιάρανε κι εγκανίζανε κι εγροικούντανε απ’ ούλο το χωριό.
Είχε βαρμένο ομπρός, ο «Μελίντακας» τον άλλο παράουρο, επειδής τονε μπρόκαμε οντενε μπρόκονε ένα χαρτί, με τη μούρη νιούς κομματάρχη, στη ρίζα του πλατάνου, ομπρός απού το μαγατζί ν του εψαλέ ν του τα, γερά μανισμένος.
Έκεια εβαταλάλιε διαολισμένος και του φώνιαζε :
« Ήντα τονε βάνεις ετουτονά το γεβεντισμένο ετουδά απού ‘ναι ούλοι ν τονε άχρηστοι.
Κάνεις εζημιά του δεντρού
και γαμαρίζεις το ν τόπο και με τα χαρθιά
και ανοχλήζεις και τσ’ αθρώπους απού περνούνε και θωρούνε ετουτηνά τη μασκάρα.
Δε σου ει μωρέ κιανείς ποσμένο, πως τουτοινά μια μ πάρτη εκαταστρέψανε τη γης και το κόημο;;
Εκαμανέ μας και γυρεύγομε τσοι λύχνους γιατί τρέμει η χέρα μας ν’ άψομε το φως.
Εκαμανέ μας και γυρεύγομε, σα ν τσοι κακομοίρηδες τσοι παλιούς, τσοι χοχλιούς, τα σφαράγγια, τσ’ αβρονιές και τα χόρτα.
Πάμε και γυρεύγομαι και φουρνόξυλα για να ψήσομε κιαμιά πετσαλίδα ψωμί και ξύλα για να μαγερέψομε και να πυρωθούμε στη παρασιά.
Εκαμανέ μας και γυρεύγομε να ψουνίσομε κιανένα μπουρίκο, γιατί ανατριχιούμε να σημώσομε τση μπεζίνας.
Εξεβγάλανέ μας κι επουλήσανέ μας σα ν τα έχνη και τσ’ όρθες στο παζάρι στσοι ξένους και χρεώσανε και πέντε γεννεώ αγέννητα.
Δε τσοι θωρείς μωρέ ανεμάθρωπε, πως εδά και δυό χιλιάδες χρόνους μας σε περιπαίζουνε σα τσοι μαϊμούδες και είναι εφιάλτες από τον καιρό τω Περσώ, να ρθει πόδε, τω ν Ενετώ, τω Τουρκώ, τω Γερμανώ, τω Ρώσω, τω ν Ιγγλέζω, και λαλεί και πάει.
Να κατέεις μώρε κακορίζικο πως, όποιος ακλουθά σα ν το σκουντί τω ξένω, δεν είναι Έλληνας.
Οπέρησις τσ’ αποξεφτιλίσανε και βολοσήρανε τσοι σα ν τα παλιόρασα κι εκουρτίσανέ τσοι ν’ αφρουκάζουντε του ζελεδακιού και να του μπέμπουνε μονετσιά. Να τσοι θωρείς και να ξερνάς. Να συχωρούνε απού δε ζει ο Πλαστήρας…
Εξανάδες μωρέ τέθοια γίβεντα και μασκαραλίκια;; να παρακατσέβγει ο γεις τ’ αλλού, να αφρουκάζεται και να γροικά ήντα λέει κι ήντα κάνει με τσοι κουλουκιές, για να τονε βαστά με τση φτόνης του τα ξεφτιλίσματα, αντίς νάχουνε το νου ν τονε στσοι Τούρκους;;
Και κατέεις γιάντα τα κάνουνε ετουτανά;
Θαρούνε οι κακορίζικοι πως τσ’ αθρώπους τσοι γνοιάζουνε τα γίβεντα και δε τσοι γνοιάζει η γι άδεια τσέπη ντονε.
Δε πάνε να κουμπουριαστούνε παρά θέλουνε να τσοι ψηφίσομε κιόλας, για να μας αποξεκάμουνε, επειδής θαρρούνε πως είμαστε ούλοι ντίμπης έχνη.
Να κατέεις μώρε παρακεντέ, πως εδά των ακλουθούνε λαλητοί, μόνο κεινοινά απού τσοι χουνε βολεμένους με τα ρουσφέθια.
Ούλο τουτονά το κουμούλι μας σε κανάλιασε στου γκάγκλη το στρατάκι απού δεν έει γαερμό».
Έκεια εσπαθόκοβγιε ξαγριγιεμένος ο καφετζής πλιά από μια ώρα και εσκυλοπνίγουντο με τον άλλο παράουρο για τα κομματικά.
Εθώρουνα κι είχε μπεγιεστήσει ο «Μελίντακας» κι ήτονε στο μπόρο –μπόρο να δαρθούνε, κι α δε ν είχα μπω στη μέση να τσοι ξεχωρίσω, ήθελε να το ει ασβολωμένο το παντέρμο το Νικολιό.
Έπιασά ν τσοι και τσοι δυό απού το μπέτη κι εσακοτίναξά τσοι γερά κι είπα ν τονε πως :
ΔΕ ΠΡΕΠΕΙ ΟΙ ΓΙ ΑΘΡΩΠΟΙ ΝΑ ΧΑΛΟΥΝΕ ΤΣΟΙ ΚΑΡΔΙΕΣ ΤΟΝΕ ΓΙΑ ΤΟΥΤΟΥ ΣΑΣ ΜΙΑ Μ ΠΑΡΤΗ ΤΣΟΙ ΓΕΒΕΝΤΙΣΜΕΝΟΥΣ.
Ανήμενα κι απής αμόλαρε το Νικολιό, για να μη ξαναγενεί τραβάγια, οντε ν έβανα το Μελίντακα μέσα στο μαγατζί ν του, για να τονε κουρντίσω του ‘πα :
«Εξέχασες κακορίμπαλε να του πεις και για το ΒΟΑΚ απού μας σε περιπαίζουνε σα ντα βούγια εδά σαράντα χρόνους, και για τα στραπάτσια απου παθαίνομε εκειδά».
Μόλις το γροίκησε ο καφετζής θέτει ένα μ πήδο και εγάερνε ντρέτα όξω.
Εγλάκουνα και άρπαξα ν τονε από τη χέρα πρίχου πορίσει, μα ‘φτός μ΄ έσερνε και εφώνιαζε:
«Άφησμε μωρέ να πορίσω να του θέσω του ζωντόβολου ένα κατακαυκαλίδη, να του θέσει κι ο πλάτανος από την άλλη μπάντα άλλο ν ένα».
Εμπαήλντησα να τονε μαϊνάρω και να τονε βολοσύρω μέσα στο μαγατζί να μη βαρεί τ αλλουνού έχνους, κι ήλεγέ μου πως είχε ανοχληστεί και πως εγκρούβιετο.
Είπα ν του για να ξενοειθεί μη μ πάθει πράμα, πως ετουτανά εγίνουντονε από στάση κόημου κι ανε θυμάτε οντένε ρίξανε οι Βενιτζελικοί στο πατητήρι τ Αρετογιώργη, απου τονε βασιλικός και με τσοι κουβέντες του τσ’ ανόχληζε, δυό ασκιά ξίδι, τη νύχτα μέσα στο πατητήρι, απούχε λαχτισμένα τα σταφύλια. Ήντα διάολο να γενεί κι ο παντέρμος Αρετογιώργης, εφκαίρεσε το μούστο μέσα στα βαρέλια και απ’ ότι λέγαν’ οι γερόντοι : «διάλε το καλύτερο κρασί απού τόχε ξανακανομένο».
ΕΛ. Αρχαία Ελληνική λέξη-ρίζα,
ΕΝ. ΕΝετική ρίζα,
Τ. Τουρκική ρίζα
Τραβάγια ΕΝ. travaglia φασαρία
Οψές ΕΛ. αρχ. επίρρ. Οψέ (αργά) κατά το χθές
Mανισμένος ΕΛ. αρχ. μαίνομαι θυμώνω πολύ
Μασκάρα ΕΝ. mascara
Χοχλιός ΕΛ κοχλίας σαλιγκάρι
Θωρώ ΕΛ. Οράω – ω βλέπω
Στρατάκι ΕΝ. strada δρόμος – δρομάκι
Μπάντα ΕΝ. μεριά – άκρη-λωρίδα
Μονετσιά (τα) πυρομαχικά ΕΝ. munizioni
Γκάγλης ο … πονηρός
Γλακώ ΕΛ. τρέχω από το εκ+ λακώ
Ξενοειθεί ξεχάσει-αλλάξει σκέψη
Φκαιρέζω ΕΛ. αδειάζω από το οφκαιρέζω
Μπαΐλντισα αγανάκτησα
Μαϊνάρω ηρεμίσω ησυχάσω
Κουμούλι ΕΝ. cumulo, αccumulazione σύνολο παρέα
Σπαθοκόβω ομιλώ έντονα συνέχεια
Ασβολώνω ΕΛ. ασβόλη, ασβολώ, τραυματίζω
Παρακεντές παρακατιανός
Σκουντί ΕΛ. εκ του σκούζω, κύων
Παρακατσεύω παρακολουθώ κρυφά, από το κατσί
Γεβεντισμένος ντροπιασμένος
Ντρέτα ΕΝ. ίσια, κατ΄ ευθεία dirito
Ντίμπης Τ. dip πάτος βάση, τελείως
Πορίζω ΕΛ. Αρχ. πόρ-ος εξέρχομαι, βγαίνω έξω
Φτόνη η εαυτή ….
Στραπάτσιο ΕΝ. φθορά, ταλαιπωρία , strapazzo
Καταχανάς βρικόλακας
Μελίντακας μυρμήγκι
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
Το μαγατζί του «Μελίντακα» σήμερα
Ο Καποδίστριας
Ο Βενιτζέλος
Ο Πλαστήρας αρχήνοιξε μια καλή δουλειά μα δε τη ξετέλεψε .