Νιώθω κάτι να κατρακυλά στον αριστερό κρόταφο. Ζεστό, το νιώθω να συγκεντρώνεται πίσω απ’ το αφτί. Νύχτα ασάλευτη. Πρωτόγνωρο σκοτάδι. Τέτοιο, που τα μάτια μένουν ανοιχτά μόνο και μόνο για να μην φοβάται το μυαλό. Τέτοιο, που ελπίζω με τα χρόνια να φύγει από τη μνήμη. Φέρνω το υγρό στη μύτη και προσπαθώ να διακρίνω αν είναι ιδρώτας ή αίμα. Πονάω, αλλά το κρύο δεν αφήνει ήρεμο το σώμα. Κι έτσι ο πόνος μεταφέρεται παντού. Γεννιέται πιθανά στο κεφάλι, δίνει μια και κατεβαίνει στον αυχένα κι ύστερα χάνεται στη μέση. Βρίσκω άνοιγμα στο χώμα, έτσι που ολόκληρος ο αριστερός ώμος χώνεται μέσα του. Μισοθαμμένος, αλλά ασφαλής. Τόσο, που βρίσκω το θάρρος και ονομάζω ιδρώτα αυτό που τρέχει. Η διαταγή σαφής. Καμιά κουβέντα. Ούτε μια λέξη δεν πρέπει να ακουστεί για όσο κρατήσει η ακινησία στην αντίπαλη γραμμή. «Όποιος πονά, ας βάλει χιόνι στο στόμα». Έτσι παγώνουν λέξεις και πόνος σκέφτομαι. Ο καιρός όμως το γυρίζει σε βροχή. Το έδαφος που πριν λίγο αισθανόμουν παγωμένο κάτω απ’ τα πόδια, αρχίζει τώρα να υποχωρεί.
Το νερό δεν θα αργήσει να χωθεί στις αρβύλες. Κάτι σαλεύει δίπλα μου. Τόσο δίπλα μου, που αγγίζει το εντός μου. Κάποιο σώμα σε εντοπισμό θέσης κατάλληλης. Δυο, τρία συρσίματα. Βαθιά αναπνοή κι ύστερα ψίθυρος. «Μ’ ακούς;» ρωτάει. Σιωπή εγώ. Τα αφτιά κάνουν να αναγνωρίσουν τη φωνή. Αλλά το μέταλλο του κράνους αχρηστεύει τη χροιά που μοιάζει οικεία. «Μ’ ακούς;» ξαναρωτά. Τόση ώρα άντεξε η διαταγή. Ποιος να είναι τώρα αυτός που πήρε την απόφαση να την καταργήσει. Λίγα μόλις μέτρα απ’ την αντίπαλη γραμμή που διατηρεί την ίδια παύση. «Αν μ’ ακούς» συνεχίζει η φωνή, «πες μου κάτι καλό σε παρακαλώ. Το έχω ανάγκη. Πες μου κάτι δικό σου. Μην μπεις καν στον κόπο να μου δώσεις κουράγιο. Νιώθω πως τούτη τη νύχτα, δεν θα την βγάλω. Και το ‘χω πάρει απόφαση. Δεν θέλω να δω το επόμενο πρωί. Έχει περάσει ώρα πολύ που δεν νιώθω τα χέρια μου. Δεν θέλω στο φως της μέρας να αντικρίσω βλέμματα οίκτου». Σιωπή εγώ. Μόνο τα μάτια αντιδρούν. Ανοιγοκλείνουν ασταμάτητα μέχρι που σταματούν κι αυτά παραδομένα σε κούραση κι απόγνωση. Τίποτα δεν πρέπει να καταργήσει τη διαταγή. Αυτό σκέφτομαι μονάχα. Κι ακόμα κι αν μπορούσα να του μιλήσω, τι καλό θα επέλεγα να του πω. Σε τούτο το σκοτάδι, τι δικό μου στ’ αλήθεια απόμεινε; Ίσως εκείνη η πρώτη μέρα που δίχως βοήθεια βυθίστηκα στην θάλασσα. Με τη μεγάλη αναπνοή των έξι χρόνων. Ίσως εκείνη η μέρα που γύρισε ο πατέρας απ’ ένα “μακριά” που ποτέ δεν απέκτησε όνομα. Τον βλέπω με μία κίνηση να σηκώνει την μάνα μου στα χέρια. Βλέπω και μένα να χαμογελώ, περήφανος γιός ενός πατέρα δυνατού που είχε καταφέρει να κερδίσει το “μακριά”, που άλλοι δεν κατάφεραν.
Τι να πω στη φωνή που μου ζητά το καλό; Πιθανά για τα Κυριακάτικα αεράκια όπως ανέμιζαν φούστες θηλέων. Για το ψωμί, που ζέσταινε τα πρώτα πρωινά βήματα της πόλης. Για τα καλοκαίρια που γλιστρούσαν στις ξερολιθιές, με το γάλα του σύκου να στάζει πίκρα το μεσημέρι. Τι θα μπορούσαν να του πουν άραγε κι οι βροχές, εκείνο το ακλόνητο άλλοθι ερώτων ακινητοποιημένων κάτω από τσίγκινα υπόστεγα; «Μην πεις κουβέντα» μου λέει η φωνή. Άλλη φωνή αυτή, ξεκάθαρη. «Άνοιξε μόνο τα μάτια αν μπορείς. Έχεις χτυπήσει στο κεφάλι. Μα κάνε υπομονή. Σε λίγο ξημερώνει». Αναγνωρίζω τη φωνή του υπολοχαγού που μου μιλά. «Όλο το βράδυ παραμιλούσες. Άνοιξε μόνο τα μάτια στρατιώτη». Σκέφτομαι να του ζητήσω να μου πει κάτι καλό, αλλά με προλαβαίνει. «Οι Ιταλοί υποχώρησαν. Ξημερώνει! Άνοιξε τα μάτια. Είναι διαταγή». Δεν ξέρω στα αλήθεια ποιο απ’ τα δυο είναι το καλύτερο. Αλλά έχω μια διαταγή που πρέπει να εκτελέσω. Κι ανοίγω τα μάτια. Και λέει αλήθεια. Εκεί μπροστά μου, δίχως οίκτο στο βλέμμα, ξημερώνει!