Η διατροφή είναι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που διαμορφώνουν το επίπεδο υγείας κάθε χωράς. Στη χώρα μας, η διατροφή των κατοίκων της και κυρίως των νέων μας, αν και επαρκής ποσοτικά, δεν είναι η ενδεδειγμένη, γιατί αυτή, έχει υιοθετήσει ένα μοντέλο που έχει ενοχοποιηθεί για μια σειρά νοσημάτων κυρίως του πεπτικού και κυκλοφορικού συστήματος.
Και τούτο γιατί, τα τελευταία χρόνια, έχει παρατηρηθεί μια σοβαρή μεταβολή του τρόπου διατροφής, ως συνέπεια της μεταβολής του τρόπου ζωής, που χαρακτηρίζεται από την αύξηση της, κατά κεφαλήν, κατανάλωσης ζωικών και γλυκαντικών τροφίμων, η οποία έχει επηρεάσει την αύξηση της νοσηρότητας του πληθυσμού. ΓΓ αυτό και σήμερα, στις χώρες της Δύσης, το πρόβλημα αυτό, αντιμετωπίζεται μέσω της ευαισθητοποίησης του πληθυσμού και της συστημικής εκπαίδευσης και αγωγής υγείας των ενδιαφερόμενων πληθυσμών. Έτσι η ευαισθητοποίηση, εκπαίδευση και αγωγή για τη διατροφή είναι αποφασιστικής σημασίας για τους νέους της παιδικής και εφηβικής ηλικίας, η οποία χρειάζεται να κατέχει σημαντική θέση στο πλαίσιο της αγωγής υγείας, στο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας μας. Και τούτο γιατί οι επιπτώσεις της κακής διατροφής είναι ιδιαιτέρως βαρύνουσες για τις ηλικίες αυτές, επειδή οι διατροφικές αυτές στάσεις και συμπεριφορές θα καθορίσουν, σε μεγάλο βαθμό, τις διατροφικές συνήθειες των μελλοντικών πολιτών. Ωστόσο η ενημέρωση και εκπαίδευση μαθητών και διδασκόντων, καθώς και η επιμόρφωση γονέων για τη διατροφή, δεν μπορεί να εξαντλείται μέσα από ένα συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο, αλλά να αντλείται διεπιστημονικά, από τη σύνδεση και σύζευξη πολλών γνωστικών περιοχών του σχολικού προγράμματος, που αναδεικνύει και προωθεί συμμετοχικές και διερευνητικές δραστηριότητες διατροφικής υγείας στους νεανικούς πληθυσμούς.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, η Αγωγή Υγείας σε ζητήματα διατροφής παρέχεται σε δυο επίπεδα. Ως διατροφική ενημέρωση που πρέπει να αφορά ουσιαστικά, ποιοτικά και αναλογικά όλες τις ομάδες των θρεπτικών συστατικών, για την πλήρη σωματική και διανοητική ανάπτυξη (πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, λιπίδια, βιταμίνες, νερό και ιχνοστοιχεία). Αλλά και ως διατροφική αγωγή που αποτρέπει διατροφικές συνήθειες, οι οποίες σχετίζονται με την εμφάνιση εκφυλιστικών νοσημάτων. Τέτοια νοσήματα είναι τα καρδιαγγειακά που συνδέονται με την υπερβολική κατανάλωση ζωικού κορεσμένου λίπους, η υπέρταση που σχετίζεται με μεγάλη κατανάλωση αλατιού, ο καρκίνος στο παχύ έντερο που συνδέεται με τη χαμηλή κατανάλωση φυτικών τροφίμων, ο καρκίνος του μαστού με την πλούσια κατανάλωση λιπιδίων και η τερηδόνα με τη ζάχαρη. Οι σοβαρές αυτές νόσοι συναντώνται σε μεγάλη συχνότητα στις οικονομικά ανεπτυγμένες κοινωνίες και βρίσκονται στο στόχαστρο της προληπτικής ιατρικής, που σαν ουσιώδες μέρος της αγωγής υγείας, προσπαθεί να απαλείψει τις διατροφικές συμπεριφορές, οι οποίες ευθύνονται για την εκδήλωση τους. Τα νοσήματα αυτά, και στη χώρα μας, συνδέονται, τις τελευταίες δεκαετίες, με τη σημαντική αλλαγή του τρόπου ζωής, μέσω της υπερκατανάλωσης ζωικών και ζαχαρωδών προϊόντων. Τα φαινόμενα αυτά τοποθετούν, αναγκαστικά, τη διατροφική αγωγή και παιδεία σε περίοπτη θέση στα σχολικά μας προγράμματα, τόσο για τη γνώση της βασικής σύνθεσης, συντήρησης, ελέγχου και ρόλου των τροφίμων στην ισορροπημένη υγιεινή διατροφή, όσο και στη διαμόρφωση της κατάλληλης διατροφικής συμπεριφοράς, μέσα από τη διεπιστημονική και πολυεπιστημονική σύνδεση όλων των σχετικών γνωστικών τομέων του σχολικού προγράμματος. Γι’ αυτό και η μεθοδολογική προσέγγιση των προγραμμάτων διατροφικής εκπαίδευσης και αγωγής μορφοποιείται με συμμετοχικές, βιωματικές και διερευνητικές πρωτοβουλίες που συγκεντρώνουν στοιχεία και για τις κοινωνικές διαστάσεις των διατροφικών συνηθειών, όπως είναι η εμπορευματικά, σκόπιμη διακίνηση, διαφήμιση και τυποποίηση των τροφίμων, η βλαβερή επίδραση φυτοφαρμάκων και άλλων τοξικών ουσιών στα τρόφιμα ή και η ανάλυση των προβλημάτων σιτισμού και υποσιτισμού στις, υπό ανάπτυξη, χώρες κυρίως του τρίτου κόσμου.
Συμπληρωματικές, αλλά αναγκαίες ενέργειες που ενισχύουν τις παραπάνω δράσεις αποτελούν οι συλλογές στοιχείων αξιολόγησης των βασικών αρχών της φυσιολογίας και παθολογίας της διατροφής αλλά και η εκτίμηση των προβλημάτων υγείας που σχετίζονται με τη διατροφή του ελληνικού πληθυσμού, ειδικότερα στις νεανικές και εφηβικές ηλικίες. Επίσης η διεξαγωγή ερευνών για την εκτίμηση των διατροφικών στάσεων, τάσεων, αντιλήψεων, νοοτροπιών, συνηθειών και συμπεριφορών, οι εκδόσεις ειδικών ενημερωτικών εντύπων και οι ειδικές ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές για την οικοδόμηση των απαραίτητων διατροφικών γνώσεων και στάσεων, καθώς και η μεθοδική και συστηματική ενημέρωση, ευαισθητοποίηση και δράση γονιών, μαθητών και εκπαιδευτικών στις σύγχρονες συστημικές μεθοδολογίες της διατροφικής αγωγής και εκπαίδευσης. Οι δράσεις αυτές χρειάζεται να καταλήγουν στη χάραξη μιας ουσιαστικής και γνήσιας πολιτικής υγείας -σε επίπεδο πολιτείας, παιδείας και πολιτισμού- που θα βελτιώνει το επίπεδο της διατροφικής υγείας του νεανικού, και όχι μόνο, πληθυσμού, διερευνώντας τη σχέση της με τα καταναλωτικά ήθη και πρότυπα.
ΠΗΓΕΣ
1. Αθανασάκης Α., Περιβαλλοντική Αγωγή Υγείας, Πρακτικά 4ου Πανελληνίου Συνεδρίου Παιδιατρικής και Προαγωγής Υγείας, Κέρκυρα 1992.
2. Αθανασάκης Α., Οικολογική αντίληψη της υγείας στα εκπαιδευτικά προγράμματα αγωγής υγείας, Πρακτικά 13ου Πανελληνίου Συνεδρίου της Ένωσης Ελλήνων Φυσικών, Πάτρα 2010.
3. Αθανασάκης Α., Ευσταθίου Ν., Διατροφική Αγωγή Υγείας, ΧΡ. ΔΑΡΔΑΝΟΣ, Αθήνα 2013.
4. Αθανασάκης Α., Οικολογία και Υγεία: Οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος στο χρηματιστήριο αξιών ποιότητας ζωής, ΧΑΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ, 8.6.2013.
5. Αθανασάκης Α., Περιβάλλον – Εκπαίδευση και Αγωγή, LEADER BOOKS, Αθήνα 2014.
6. W.H.O., Τροφή – Περιβάλλον και Υγεία, ΒΗΤΑ, Αθήνα 2004.
7. W.H.O., Health Education and Schools: A Teaching Manual for Teachers, 1999.