Διαβαίνοντας η άνοιξη στο μέγα δάσος πέρα,
στάθηκε σε μια γέρικη ξερή βελανιδιά
και στάλαξε ένα δάκρυ της κι είπε της «καλημέρα»
και κοίταξε περίλυπη τα ολόξερα κλαδιά!
Πριν φύγει, σκύβει γελαστή στη ρίζα της τηράει,
ένα μικρό κι αδύναμο μονόκλωνο βλαστό
που είχε τα φύλλα πράσινα, με χάρη το φιλάει
κι ήτανε σαν να έλεγε στον Πλάστη «ευχαριστώ»!
Ανάλαφρα του κούναγε το μίσχο του ο αγέρας,
να λέει στην άνοιξη έμοιαζε: «η στράτα της ζωής
σώνεται, όπως σώνεται το φως της όποιας μέρας,
μα ξαναρχίζει απ’ την αρχή στα ρόδα κάθε αυγής»!
Απόστασε, να πιει νερό στάθηκε στην βρυσούλα,
στην κουμαριά παράμερα πρόσεξε μια φωλιά
την πλησιάζει κι έσκυψε, χάιδεψε τη ζωούλα
ενώ μια ουράνια μουσική έψελναν τα πουλιά!