Βρέθηκε κάποτε στην ίδια Γη.
Ερώτησε: «Ποιος μ’ έφερε»;
Τ’ απάντησαν: «Η μάνα».
Και πάλι ξαναρώτησε: «Και πού με βρήκ’ η μάνα»;
Τ’ απάντησαν: «Σπορά της φύτρας του πατέρα, στης μάνας τη μήτρα».
Δεν έμοιαζε να πίστευε στο νέο, μα συνοφρυωμένος δέχτηκε την ύπαρξη, πιότερο σαν δογματική αλήθεια, παρά σαν γεγονός τετελεσμένο, αυτό που γι’ άλλους αυταπόδεικτα υπήρχε.
Βρήκε το κουράγιο και το ξαναρώτησε: «Ποιος έδωσε στη μάνα, στον πατέρα στο γονιό, την τόση μαεστρία να με φτιάξουν»;
Του είπαν: « Ο Θεός».
Μα πάλι ματαγύρισε: «Τώρα σε ποιον ανήκω»;
Και του’ παν: «Στη μάνα, στον πατέρα, στο Θεό».
Κείνος επέμεινε: «Σε μένα, τί ανήκει»;
Του είπαν: «`Ο,τι μπορείς να αποκτήσεις όσο ζεις».
Πάλι επέμεινε: «Και σαν πεθάνω, τί θα πάρω»;
Τ’ απάντησαν: «Τίποτα. Μόνο τα ρούχα που φοράς, κι αυτά, ίσαμε να μη δείχν’ η γύμνια σου».
Έμεινε σκεφτικός, δεν ξαναμίλησε. Μα στα εσώψυχά του κλωθογύριζαν σκέψεις αλλιώτικες, πρωτόγνωρες, σαν άξαφνα να ξύπναγε η γνώση. Άρχισε να μονολογεί, να μολογάει, σ’ εξομολόγηση-μονόλογο. Την άκουγε αυτός και η μοναξιά του:
«Στη μάνα άνηκα σαν ήμουνα κομμάτι από τη μήτρα της και στον πατέρα, σαν ήμουν άσπαρτη σπορά. Σμίξανε και φυτέψαν τη σπορά, και βγήκε η φύτρα λεύτερη στο δρόμο. Κι έγιν’ η φύτρα λεύτερη και ξέφυγε απ’ του γονιού την απαλάμη. Κι έγινε η απαλάμη ηλιοσκέπαστρο, στ’ αγνάντεμα τ’ ορίζοντα που κρύβει την ξεκομμένη τη συνέχεια, που ξέκοψε και ξέφυγε. Κι ως ξέκοψε και ξέφυγε και μάκρυνε, έκρυψε ο κουρνιαχτός την ύπαρξή της. Κι ως χάθηκε αυτοδύναμη η ύπαρξη, έγιν’ η απαλάμη του γονιού τριδάχτυλη και σκώθηκε, κατέβηκε, πήγε δεξιά, πήγε ζερβά, στο σταυροκόπημα της μάνας, του πατέρα, που λεύτερη και αυτοδύναμη η φύτρα ξέφυγε, ξέκοψε κι ας ξένεψε. Κι ως ξέφυγε και ξένεψε η φύτρα, την είδα στον καθρέφτη να μου γνέφει, πως είμαι εγώ! Εγώ’ μαι η φύτρα η αυτοδύναμη που σκιάστηκε στον κουρνιαχτό το σταυροδέχτη’ πό την τριδάχτυλη την απαλάμη του γονιού. Μα ξεκομμένοι, αλαργεμένοι και απόμακροι, μείναμε μόνοι μας η φύτρα κι εγώ:
Εγώ το περιτύλιγμα, η φύτρα η αρχέγονη εντός μου, ν’ανήκει αυτή σε μένα μοναχά και’ γώ σ’ εκείνη, να ψάχνομε εγώ κι αυτή, αυτή κι εγώ, του ρόλου τη δικαίωση στο φύτεμα της φύτρας σ’ άλλη μήτρα. Όμως, εξάρτηση καμιά από την πρώτη μήτρα, από την πρώτη φύτρα. Δυο ξένοι σ’ ένα: Σ’ εμένα να μου δείχνει ο καθρέφτης σχηματικά την ύπαρξή μου, την ύπαρξη του ξεκομμένου του διαβάτη απ’ την αρχέτυπη προέλευση…»…
Σαν βίωσε πως είναι ένας απλός διαβάτης, συνέχισε ν’ ακολουθεί τ’ αχνάρια, στα χιλιοβαδισμένα μονοπάτια. Πολύβουο και σιωπηλό αντάμα, πολυάνθρωπο και αδειανό συγχρόνως, τ’ ανθρώπινο ποτάμι που τ’ απάντησε. Ένιωσε ξένος ο διαβάτης άλλη μια φορά, και σιγομουρμουρώντας, τ’ αποδέχτηκε:
«Και μου’ δωσαν και όνομα. Ε, και λοιπόν; Μόνο σα χρειαζούμενο να μη χαθώ. Αν μ’ εμποδίζει τάχα, μη χαθώ…»…
Βίωσε το απέραντο της πλάσης, κι ένιωσε ελάχιστος, αστείος, σαν βάλθηκε να τιθασεύσει της φύσης τις αστείρευτες δυνάμεις.
Σκέφτηκε, μονολόγησε ξανά, στης ξομολόγησής του το ρυθμό:
«Πόσοι αληθινά διαβάτες πριν από μένα, σεργιάνισαν στην πλάση, ζυμώθηκαν με τούτη; Πόσοι αληθινά πριν από μένα απόχτησαν….κι απόχτησαν….ή πίστεψαν πως τάχ’ απόχτησαν; Απλοί διαβάτες κι εκείνοι, ξένοι, περαστικοί, ξεφύγαν και δε γύρισαν. Έμεινε η πλάση, αιώνια αφέντρα στο δικό της τόπο. Και τώρα’ γώ, την έχω τάχατες δική μου! Μα πόσοι αλήθεια την προσμένουν, πόσοι προσμένουν το φευγιό μου για να πάρουν ό,τι θαρρώ πως έχω για δικό μου…»;
Ένιωσε αποξενωμένος απ’ τα προσωρινά δικά του, και συνέχισε το φευγιό του…
Σαν βρήκε τη δικαίωση της ύπαρξής του και φύτεψε τη φύτρα που’ χε εντός του, αποξενώθηκε’ πό τούτη σαν την καμάρωνε φτυστή συνέχεια εκείνου, να χάνεται στον κουρνιαχτό της ίδιας της γνωστής φυγής. Η απλωμένη απαλάμη του νέο-γονιού έγινε ηλιοσκέπαστρο να βλέπει, πήρε τριδάχτυλη θωριά να ευλογεί τη φύτρα που χανόταν, στον κουρνιαχτό της ίδιας της συνέχειας. Κι εκείνος, διαβάτης του Κόσμου, ήρθε κι έφυγε ως διαβάτης, κι έμεινε η φύτρα του μονάχα, στης πλάσης το δικό της τόπο…
Τα εντός μας ταξίδια, είναι τα πιο όμορφα, τα πιο ενδιαφέροντα, τα πιο αξέχαστα!
Μπράβο κύριε Πολυράκη!