Πλησιάζει η 25η Ιανουαρίου που θ’ αρχίσουν οι διερευνητικές διαπραγματεύσεις Ελλάδος- Τουρκίας κατόπιν επεμβάσεως της Ε.Ε. Τέτοιου είδους ενέργειες, είχαν ξεκινήσει το 2002 επί Γ. Παπανδρέου και Ισμαήλ Τζεμ για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Τότε δεν υπήρχε θέμα ΑΟΖ. Ομως ανέκαθεν οι Τούρκοι επέμεναν στην αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας νήσων, του Αιγαίου, για τις γκρίζες ζώνες κ.ά. με αποτέλεσμα να διακόπτονται κατά καιρούς, τελευταία δε φορά σταμάτησαν το 2016.
Πρέπει να κρατάμε μικρό καλάθι με τα μηνύματα της Τουρκίας. Ενώ κάνει έκκληση για διάλογο, δεσμεύει περιοχές με Navtex για όλο το 2021 και λέει, ότι οι διερευνητικές θα έχουν νόημα, μόνον αν μπουν όλα τα ζητήματα στο τραπέζι και αν ναυαγήσουν, θα φταίει η Ελλάδα.
Οι διερευνητικές είναι επίτευγμα των πιέσεων της Ε.Ε. που θέλει να επιβάλλει ένα πλαίσιο επαφών ασφυκτικό για την Τουρκία. Οι διαβουλεύσεις είναι σε τεχνικό επίπεδο, όπου ο καθένας μπορεί να θέτει τα δικά του ζητήματα, χωρίς ο άλλος να του το απαγορεύει. Το βέβαιον είναι, ότι η Ελλάδα δεν δέχεται ζητήματα άλλα, εκτός της οριοθέτησης των θαλάσσιων ζωνών. Εφόσον, όμως, τεθούν θα έχουν διαδικαστικό χαρακτήρα και θα απορριφθούν, όπως γινόταν και στους προηγούμενους γύρους.
Ο κ. Δένδιας είπε ότι, αν η Τουρκία επιμένει στο “casus belli” σε περίπτωση άσκησης του νομίμου δικαιώματός μας μονομερώς των χωρικών υδάτων από 6 έως 12 ν.μ., το πρόβλημα θα είναι αδύνατο να λυθεί.
Ομως τούτη τη φορά ανακύπτει θέμα σε περίπτωση ασυμφωνιών, να αποδεχθούν την προσφυγή στο Δ.Δ. της Χάγης. Σημειωτέον, ότι επί Κων. Καραμανλή και Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ η Τουρκία είχε δεχθεί την επίλυση των διαφορών στη Χάγη, αλλα δεν κατέληξαν σε υπογραφή συνυποσχετισκού, διότι η Τουρκία επέμενε, να βάλει όσο πιο περισσότερα θέματα.
Εφόσον λοιπόν, κατά την πορεία των συζητήσεων αποφασίσουν οι δύο πλευρές να πάνε στη Χάγη και υπογραφεί συνυποσχετικό, το κείμενο, λένε οι διπλωμάτες, πρέπει νά ’χει νομικές δεσμεύσεις και να κυρωθεί από τη Βουλή αμφοτέρων των χωρών όπως συμβαίνει με τις διεθνείς συμφωνίες. Επειδή δε η Τουρκία θέλει να τραβήξει επ’ αόριστον, πρέπει να τεθεί περιορισμός χρόνου εφαρμογής της απόφασης του Δικαστηρίου από την ημερομηνία εκδόσεώς της.
Δεν ξέρουμε αν η Ελλάδα με το ν’ αποδεχθεί την πρόσκληση, χάνει ή κερδίζει. Το μόνο σίγουρο είναι, ότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις έγιναν ευρωτουρκικές. Η ρητορική Τσαβούσογλου και Ερντογάν δημιουργεί πολλά προβλήματα στους έξω, αλλά γίνεται και για εσωτερική κατανάλωση.
Για την τουρκική παραβατικότητα θα γίνει Σύνοδος Κορυφής της Ε.Ε. τον Μάρτιο. Στο διάστημα, ως τότε, τι μπορεί να πετύχει μια συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν όταν όλα τα μηνύματα είναι αντιφατικά και η Τουρκία συνεχίζει να θέλει προκαταρκτικές συζητήσεις με το πιστόλι στον κρόταφο;