1. Εισαγωγή – βασικά χαρακτηριστικά
Στο ξέσπασμα της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης από τη γηραιά ήπειρο, οι τρεις μεγάλοι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης βρέθηκαν στο στόχαστρο της παγκόσμιας κριτικής, καθώς ο ρόλος τους είχε θεωρηθεί καθοριστικός. Δεν κατάφεραν να προειδοποιήσουν επαρκώς τους επενδυτές για τους υψηλούς κινδύνους που είχαν αναλάβει με την ανάληψη των σύνθετων πιστωτικών προϊόντων, τα οποία βρέθηκαν στο επίκεντρο της κρίσης. Για το λόγο αυτό επλήγη η αξιοπιστία τους.
Στην περίπτωση της δημοσιονομικής κρίσης της Ελλάδας, οι τρεις μεγάλοι Οίκοι Αξιολόγησης (ΟΑ) Moody’s, Fitch και S&P εμφανίστηκαν στο παρελθόν μάλλον αισιόδοξοι, κυρίως από τον υψηλό ρυθμό ανάπτυξης στην Ελλάδα, τις μεγάλες συμφωνίες, τα έργα που γίνονταν, την ευρωστία των ελληνικών Πιστωτικών Ιδρυμάτων (Π.Ι.) και την ταχεία ανάπτυξή τους στην Βαλκανική και εν γένει την εξωστρέφεια του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.
Το ζήτημα που ανέκυψε, ωστόσο, με τους ΟΑ έγινε ιδιαίτερα αισθητό στην κρίση του 2008 – 2010. Οι κυριότερες κατηγορίες που τους προσήψαν ήταν ότι: α) είχαν προβληματική μεθοδολογία αξιολόγησης (η οποία δεν δημοσιοποιείται και δεν προσφέρονται αρκετές πληροφορίες), β) έχουν αντικρουόμενους δείκτες παρουσίασης, και γ) παρουσιάζεται σύγκρουση συμφερόντων, π.χ. το 2006 το 46% των εσόδων της Moody’s προερχόταν από τις αξιολογήσεις τοξικών προϊόντων, οι οποίες λίγο αργότερα κατέρρευσαν μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα.
Σήμερα είναι αποδεκτό ότι οι ΟΑ με τη λειτουργία τους επηρεάζουν τις οικονομικές εξελίξεις και επιτείνουν τις όποιες εξελίξεις, δηλαδή στην κάθοδο επιτείνουν την κάθοδο και αντίστοιχα στην άνοδο επιτείνουν την άνοδο. Αδιαμφισβήτητα, οι αξιολογήσεις τους κρίνουν σε σημαντικό βαθμό τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα ολόκληρων χωρών, ακόμη και ηπείρων, διαμορφώνοντας ανάλογες κατά τόπους εξελίξεις στις χώρες που εφαρμόζονται. Αυτό το γεγονός, το έχει αποδεχθεί ουσιαστικά η Ευρωπαϊκή Ένωση, αφού δεν έχουν γίνει κινήσεις προς την κατεύθυνση μείωσης της επιρροής τους στην Ευρωπαϊκή οικονομική ζωή.
Οι πολύ πρόσφατες υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης των τεσσάρων συστημικών ελληνικών τραπεζών από τους Moody’s, Fitch και S&P σε καθεστώς «περιορισμένης χρεοκοπίας» επιτείνουν το πρόβλημα της χώρας και αντανακλούν κυρίαρχα τους ακόλουθους παράγοντες:
• Την κατάρρευση των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές, που οδήγησε την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) στο να διατηρήσει αμετάβλητo το ύψος της στήριξης προς τις ελληνικές τράπεζες και την επακόλουθη επιβολή περιορισμών (capital controls) στην κίνηση των τραπεζικών κεφαλαίων.
• Τον αυξημένο κίνδυνο αθέτησης πληρωμών της χώρας τους επόμενους μήνες, όπως διεφάνη και από τη μη πληρωμή της δόσης στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο
• Την επιβάρυνση -επί τα χείρω- της ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών, λόγω της διατήρησης από την ΕΚΤ σταθερού του ύψους του Έκτακτου Μηχανισμού Ρευστότητας (ELA) προς τις ελληνικές τράπεζες, σε μια περίοδο με συνεχή εκροή καταθέσεων από το τραπεζικό σύστημα.
2. Ποιοι είναι οι οίκοι αξιολόγησης
Οι εταιρίες πιστοληπτικής αξιολόγησης Moody’s, Fitch και S&P, έγιναν ιδιαίτερα γνωστές στη χώρα μας για το ρόλο τους στην ελληνική κρίση. Πρόκειται για ιδιωτικές αμερικανικές εταιρείες, οι οποίες διαθέτουν μοντέλα και μηχανισμούς αξιολόγησης ομολόγων με βάση κυρίως τις προοπτικές της κάθε χώρας. Οι τρεις αυτοί οίκοι κατέχουν τη μερίδα του λέοντος στην παγκόσμια αγορά πιστοληπτικής αξιολόγησης ελέγχοντας πάνω από το 95% της παγκόσμιας αγοράς. Η αξιολόγηση (rating) που παρέχουν σε επιχειρήσεις, Π.Ι. και κράτη φανερώνει ότι όσο υψηλότερη είναι η βαθμολογία αυτή, τόσο και πιο ασφαλής θεωρείται η επένδυση, ενώ και το επενδυτικό ενδιαφέρον γίνεται ολοένα και μεγαλύτερο, με το κόστος χρήματος μικρότερο. Ας δούμε όμως τα χαρακτηριστικά κάθε οίκου ξεχωριστά.
I. Standard & Poor’s (S&P)
Ο οίκος των Standard & Poor’s (S&P) δημιουργήθηκε το 1941 με τη συγχώνευση των εταιρειών Standard Statistics και Poor’s Publishing. Η εταιρεία που ξεκίνησε από τον ιδρυτή της Henry Varnum Poor παρέχει σήμερα υπηρεσίες με εξαγωγή εξειδικευμένων πληροφοριών σε σύνθετα χρηματοπιστωτικά προϊόντα και σε αγορές ανά τον κόσμο. Η Standard & Poor’s εμπορεύεται επενδυτικά στοιχεία, πραγματοποιεί αποτιμήσεις αξίας εταιρειών, χρηματοοικονομικές αναλύσεις, καθώς και γνωμοδοτήσεις για επιχειρήσεις, οργανισμούς και κράτη. Η ναυαρχίδα των προϊόντων της βέβαια είναι ο δείκτης S&P 500, ο οποίος αποτελεί δείκτη βαρόμετρο για τις αγορές των NYSE και NASDAQ, ο οποίος περιλαμβάνει 500 επιλεγμένες μετοχές με βάση το μέγεθος της αγοράς, τη ρευστότητα και τον κλάδο δραστηριότητας και φανερώνει τα χαρακτηριστικά ρίσκου/απόδοσης των εταιρειών αυτών, που διαπραγματεύονται στις αγορές των ΗΠΑ. Υπολογίζεται ότι ποσά άνω των $1.5 τρις δολαρίων επενδυμένων κεφαλαίων ακολουθούν τον δείκτη S&P 500 μαζί και με άλλους δείκτες της Standard & Poor’s. Οι κύριες κατηγορίες εργασιών της περιλαμβάνουν από υπολογισμό πολιτικού κινδύνου και αποτίμησης δημόσιου χρέους μέχρι και αξιολόγηση πιστοληπτικής διαβάθμισης χώρας, με χρήση σύνθετων ποσοτικών και ποιοτικών μοντέλων, κατά τα πρότυπα της πιστοληπτικής αξιολόγησης των επιχειρήσεων. Η McGraw-Hill Companies απέκτησε την Standard & Poor’s το 1966.
II. Moody’s
Η Moody’s αποτελεί θυγατρική εταιρεία του οργανισμού Moody’s Corporation, η οποία παρέχει υπηρεσίες αξιολόγησης, έρευνας και ανάλυσης κινδύνων για ένα εύρος σύνθετων χρηματοπιστωτικών προϊόντων ανάληψης χρέους. Διαθέτει 17 γραφεία σε όλο τον κόσμο, ενώ παρέχει αξιολογήσεις δημοσίου χρέους χώρας για πάνω από 100 χώρες. Το 2009, η Moody’s δημοσίευσε τζίρο εργασιών περί τα $1,79 τρις δολάρια από πωλήσεις προερχόμενες κυρίως από τις υπηρεσίες αξιολογήσεων της. Ο οίκος Moody’s, όπως και ο Standard & Poor’s (S&P), χρησιμοποιεί έναν συνδυασμό ποσοτικών και ποιοτικών χαρακτηριστικών για την αξιολόγηση επιχειρήσεων και χωρών. Τα ποσοτικά στοιχεία χρησιμοποιούνται για να υπολογίζονται ιστορικά στοιχεία της απόδοσης και των τάσεων των αγορών. Οι συντελεστές κάθε μεταβλητής (weights-βάρη) που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της πιστοληπτικής ικανότητας χώρας, εξαρτώνται από το αν η χώρα διαθέτει υψηλό κατά κεφαλήν εισόδημα με μακρά ιστορία θεσμικής και πολιτικής σταθερότητας, είτε από το αν αυτή βρίσκεται ακόμη υπό ανάπτυξη.
Επίσης, η δημοσιονομική πολιτική λαμβάνεται υπόψη ως ο σημαντικότερος παράγοντας προσδιορισμού της πιστοληπτικής ικανότητας για τις προηγμένες χώρες, ενώ οι τάσεις του ισοζυγίου πληρωμών αποτελούν το ισχυρότερο εργαλείο για την αξιολόγηση των αναπτυσσόμενων χωρών.
Ο οίκος Moody’s εξετάζει πληροφορίες που συνοψίζονται σε τέσσερις κύριες κατηγορίες: i. Οικονομική διάρθρωση και επίδοση χώρας (π.χ.: Δείκτες ΑΕΠ, πληθωρισμού, ανεργίας, εισαγωγών και εξαγωγών, κ.λ.π.), ii. Δημοσιονομικοί δείκτες (π.χ.: Δημόσια έσοδα, Δαπάνες, ισορροπία εσόδων-δαπανών, χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, κ.λ.π.), iii. Εξωτερικές πληρωμές και συναλλαγές χώρας (π.χ.: συναλλαγματική ισοτιμία, κόστη εργασίας, δείκτης εξυπηρέτησης δημόσιου χρέους, κ.λ.π.), iv. Νομισματική ισορροπία και παράγοντες ρευστότητας χώρας (π.χ.: Βραχυπρόθεσμο ύψος επιτοκίων, εγχώρια πίστωση, αποθεματικά χώρας, ωρίμανση χρέους, περιουσιακά στοιχεία Πιστωτικών Ιδρυμάτων, κ.λπ.).
III. Fitch Ratings
O τρίτος διεθνής οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης είναι ο Fitch Ratings, ο οποίος παρέχει αξιολογήσεις και έρευνα για περίπου 150 χώρες. Ο Fitch Ratings προωθεί προϊόντα ομολόγων χρέους, που προσφέρονται σε διάφορους οργανισμούς και επιχειρήσεις, χρηματοοικονομικά ιδρύματα, κρατικές επιχειρήσεις, ασφαλιστικές εταιρείες, δημόσια ασφαλιστικά ταμεία, κ.λ.π. Το 1979 η εταιρεία Fimalac S.A με έδρα το Παρίσι, απέκτησε πλειοψηφικό πακέτο μετοχών του οίκου Fitch Ratings. Η Fimalac S.A. απέκτησε στη συνέχεια το 2000 και την αμερικανική εταιρεία χρηματοπιστωτικής αξιολόγησης Duff & Phelps. Από τότε ο οίκος Fitch Ratings διευρύνεται σταδιακά, ανοίγοντας νέα γραφεία στην Κεντρική Ευρώπη και δημιουργώντας συνεργασίες με Ασιατικές εταιρείες πιστοληπτικής αξιολόγησης. Ο Fitch Ratings παρήγαγε έσοδα το 2009 ύψους $614,6 εκατ. δολάρια σημειώνοντας πτώση κατά 15.9% σε σχέση με τη χρήση του 2008 ($731,2 εκατ. δολάρια), συνεισφέροντας στην εταιρεία Fimalac S.A., με κέρδη ύψους $222,5 εκατ. δολαρίων.