– Τα ΄μαθες; Μια όμορφη νοίκιασε το διαμέρισμα στον 2ο.
Επιτέλους να και ένα νέο που αξίζει να ασχοληθείς μαζί του στην πολυκατοικία μας.
Γερασμένη ήταν η πολυκατοικία, “γερασμένα και τα μυαλά”, έλεγε και η κοκέτα του 5ου.
– Την είδες; Άκουσες τίποτα γι’ αυτή; ρώτησα τον συγκάτοικο μου.
– Δεν ξέρει κανείς τίποτα, χθες μετακόμισε.
Ο συγκάτοικος μου, αν εξαιρέσεις ότι έκανε όλες τις δουλειές του σπιτιού, παρόλο που ήταν πολύ διακριτικός, ήταν πολύ βαρετός. Όλο για το τένις κουβέντιαζε.
– Σου λέω, είναι ξανθιά.
– Σιγά, θα τα βάφει, του απάντησα…
– Παιδάκι μου είναι μια κούκλα.
– Σιγά, σαν όλες τις άλλες θα ΄ναι. Ψηλομύτα και εσωστρεφής.
Βέβαια έλεγα ψέματα στον εαυτό μου. Ήξερα κατά βάθος ότι αυτή η ξανθιά δεν ήταν σαν όλες τις άλλες. Πού το ήξερα αυτό; Το λεγε και ο ποιητής «Ήταν ωραία τα μάτια σου, αλλά δεν ήξερες πού να κοιτάξεις». Ποιος πιστεύει πια τους ποιητές; Κανείς.
Είχα όμως ένα προαίσθημα για το κορίτσι του 2ου ορόφου. Κατ’ ουσίαν αυθυποβολή ήταν.
Ήθελα τόσο πολύ να γίνει κάτι το συνταρακτικό στην πολυκατοικία.
Αλλά διάλεξα τον λάθος τρόπο.
Ένα κορίτσι άγνωστο που δεν αντέχει τους ενοχλητικούς τύπους. Ένα κορίτσι του ου ορόφου.
Εμείς με τον Νίκο ζούσαμε στον 3ο όροφο.
Αν εξαιρέσεις το τένις, ο Νίκος μαγείρευε, καθάριζε, έτριβε τα παράθυρα.
Σαν τον καλύτερο μπάτλερ.
Απλά τον βαριόμουνα γιατί μίλαγε μόνο για το τένις.
Θα μου πεις τώρα, καλύτερα το τένις απ’ το να τσακωνόμαστε για το ποδόσφαιρο και την πολιτική. Το λέγανε και οι πολιτικοί μας: «Να συγκατοικείτε για να μοιράζεστε τα έξοδα».
Και από έξοδα, άλλο τίποτα.
Πώς είναι όμως το κορίτσι του 2ου ορόφου;
Η φαντασία μου οργίαζε. Σαββατοκύριακο έμπαινε, ήταν μια χρυσή ευκαιρία για φανταστικούς έρωτες.
Ζήτησα από τον Νίκο να μαγειρέψει μπάμιες με κοτόπουλο.
Άκου μπάμιες…
Να το μάθει και η όμορφη στον 2ο όροφο.
Έπιανε μεσημέρι Σαββάτου.
Χειμώνας, κρύο και μπάμιες…
– Δεν πετάγεσαι να πάρεις ένα κοτόπουλο, μου είπε ο Νίκος.
– Βεβαίως, με χαρά! του απαντώ.
Ντύνομαι, κάνω να βγω από την πόρτα, ξαναγυρνώ, φτιάχνω τα μαλλιά μου στον καθρέπτη, βγαίνω, κλειδώνω την πόρτα και άρχισα να κατεβαίνω πηδηχτούλικα από τις σκάλες.
Βλέπω στον 2ο τους εργάτες και κουβαλούσαν μια μεγάλη τηλεόραση.
«Θα βλέπει το Netflix», σκέφτηκα.
– Σιγά ρε φίλε! Γιατί δεν προσέχεις; μου φώναξε ένας εργάτης.
Μπήκα με φόρα…
– Πού πάτε κύριε; με ρωτά μια ξανθιά κούκλα.
– Μπερδεύτηκα, της απαντώ.
– Καλά, χαζός είσαι;
Για πρώτη συνάντηση, έγινα ρεζίλι.
– Περάστε έξω, μου λέει.
Έγινα κατακόκκινο από το ξεφτιλίκι.
– Πρόσεχε τις ρακέτες του τένις, μου φωνάζει, είμαι επαγγελματίας αθλήτρια του τένις. Καλά, χαζός είσαι;
– Ο συγκάτοικος μου λατρεύει το τένις, ψέλλισα.
– Πέρασε έξω, ανάγωγε.
Γυρίζω στο σπίτι, βλέπω τον Νίκο και του λέω: «Κάτι παραπάνω ήξερες δυο χρόνια τώρα».
– Γιώργο, δεν έφερες το κοτόπουλο για να μαγειρέψω; Καλά, χαζός είσαι;
Ήταν ωραία τα μάτια σου, αλλά δεν ήξερες που να κοιτάξεις.