Ο καπετάν Νικόλας ήταν ωµός, κυνικός, ανασφαλής.
Πλοίο έψαχνε να πλοηγήσει και πλοίο δεν έβρισκε.
Αν και θαλασσινός, όλη του τη ζωή την πέρασε στη στεριά.
Εκεί, πατώντας στη γη, ονειρευόταν πως ήταν καπετάνιος σε ένα µεγάλο πλεούµενο.
∆εν ήταν απ’ αυτούς που κατέβαινε στο λιµάνι για να χαζέψει τα πλοία.
Η πόλη που έµενε δεν είχε λιµάνι και οι περισσότεροι φίλοι του δεν είχαν δει ποτέ τη θάλασσα.
Απλά ο καπετάν Νικόλας έλεγε σε όλους: «Είµαι ο Νικόλας ο θαλασσινός, το γεράκι των επτά θαλασσών».
Οι περισσότεροι είχαν πιστέψει ότι είχε πολλές ιστορίες να διηγηθεί από τα ταξίδια του.
Μα αυτός ο δόλιος δεν είχε κάνει ποτέ κανένα ταξίδι στη θάλασσα.
Η ξηρά και η θάλασσα.
Η θάλασσα ως παγίδα.
Και ο καπετάν Νικόλας, ένα “απόβλητο” της θάλασσας που δεν είχε δει ποτέ.
Γι’ αυτό τα ονειρευόταν όλα.
Και ήταν τόσο πιστευτός στις διηγήσεις του, που ακόµη και έµπειροι θαλασσινοί (ταξιδευτές στον τόπο του) έλεγαν: «Μα εσύ είσαι ένας θαλασσόλυκος!»
Έτσι κυλούσαν τα χρόνια, µε εκείνο το απαίσιο τσιµπούκι στο στόµα του καπετάν Νικόλα.
Πάντα τις ιστορίες του τις τελείωνε µε την ίδια φράση: «Σαν τα κορίτσια τα εξωτικά που τρίβουν το κορµί τους µε ελαφρόπετρα για να λαµπυρίσει»!
Και αυτό συγκινούσε πολύ τους ερωτιάρηδες της πόλης του, που πάντα τον κέρναγαν το καλύτερο στα καφενεία.
Αχ, εκείνα τα εξωτικά κορίτσια…
«Του κάκου προσπάθησα να απαλλαγώ από το σώµα µου», έλεγε ο ερωτιδεύς ο καπετάν Νικόλας.
Όλο του το σώµα, µία πληγή από τα κορίτσια που δεν είχε δει και αγγίξει ποτέ.
Μα όλο σαν “Χάνοι” τον πίστευαν, αυτή ήταν η δουλειά τους.
Τους είχε πείσει ότι ήταν το γεράκι των επτά θαλασσών.
Μα εκεί στη στεριά µιζέριαζε µε αυτούς τους απίστευτους τύπους στα καφενεία και το απαίσιο τσιµπούκι του.
Τα ΄χει αυτά η στεριά· ενώ στη θάλασσα η ψυχή σου ταξιδεύει µακριά, χάνεται στη σκοτεινή άβυσσο.
Τελικά ήταν η ξηρά, η παγίδα όλης της πόλης.
Η στεριά η µολυσµένη από τα ψέµατα του καπετάν Νικόλα και τα κεράσµατα των φίλων του.
Μα πώς είναι στ’ αλήθεια να τρίβουν τα κορίτσια το κορµί τους µε ελαφρόπετρα;
Σε αυτό όλοι πήγαιναν στο σπίτι του καπετάνιου για να απαντήσει.
Και απαντούσε σε όλους και για ώρες.
Γι’ αυτό ήταν τόσο αγαπητός στην πόλη του.
Παρ’ ολίγον να ψηφιστεί και για αρχηγός της πόλης.
Μα έχασε την ψηφοφορία από τον καφετζή που τους κέρναγε… το βρισκούµενο.
Οι µέρες και οι νύχτες στα καφενεία κυλούσαν πολύ ευχάριστα.
«Έρχεται ο Νικόλας», έλεγαν όλοι.
Μια βραδιά µε φεγγάρι (Μάιος θα ΄τανε θαρρώ…), µια γυναίκα – οπτασία έφτασε στην πόλη.
Έγινε µεγάλο τουρτουλούκι.
«Ψάχνω τον καπετάν Νικόλα», είπε το κορίτσι στο ξενοδοχείο.
Την έστειλαν σε αυτόν αµέσως.
Τον βρήκε πολύ εύκολα.
Ήταν διάσηµος και περιζήτητος.
Τον αντίκρισε το κορίτσι µέσα στην οχλοβοή του καφενείου και του φώναξε:
«Ήλθα να σου γυρίσω την ελαφρόπετρα», και πυροβόλησε δύο φορές στον αέρα…