20.1 C
Chania
Κυριακή, 20 Απριλίου, 2025

Διήγημα: Αγνοι αναστεναγμοί

Νωρίς τα ξηµερώµατα τον άκουσε να στριφογυρίζει στο κρεβάτι του. Χάρτινα τα χωρίσµατα στην πολυκατοικία, στους τοίχους, τα πατώµατα, στις συνήθειες των ενοίκων. Το τρίξιµο του κρεβατιού του έφτανε ξεκάθαρο ως τα αυτιά της: ανήσυχο, µόνο που αυτή τη φορά συνοδευόταν µε έναν πρωτόγνωρο αναστεναγµό. Αυτός ο αναστεναγµός δεν έµοιαζε µε τους προηγούµενους. Είχε κάτι το µυστηριώδες, κάτι που πρώτη φορά την έκανε να ανατριχιάσει.

Τον είχε συναντήσει κάµποσες φορές στην είσοδο της κεντρικής πόρτας του κτηρίου. Ήταν ένας άνθρωπος ψηλός, αδύνατος, µε τα µαλλιά του σχεδόν µόνιµα ακατάστατα, θαρρείς πως κανένα ειδικό υλικό, δεν µπορούσε να τα τιθασεύσει. Ένας άνθρωπος… Μα τελευταία, στον άνθρωπο αυτόν, η Αγνή έβλεπε τον άνδρα, για την ακρίβεια δεν τον έβλεπε η Αγνή αλλά τα µάτια της, κάτι που πολύ την παραξένευε. Έβλεπε µε έκπληξη τις σκουρόχρωµες, καστανές τούφες των µαλλιών του, να καλύπτουν τα µάτια του – απύθµενες δεξαµενές, γεµάτες µε νερό για τις διψασµένες ψυχές- αφήνοντας διάσπαρτες σχισµές, όσο χρειαζόταν για να βλέπει και να τον βλέπουν, όχι οι άλλοι, αλλά τα µάτια της Αγνής. Είχαν φτάσει µάλιστα στο σηµείο να διαµορφώνουν το πρόγραµµα της επίτηδες, έτσι, ώστε να τον συναντούν στην είσοδο.

Τα µάτια της κι ο θυρωρός. Ο κυρ Γιάννης. Ένας ηλικιωµένος κύριος, που όλη του τη ζωή µοίραζε λογαριασµούς, σκούπιζε και σφουγγάριζε τους κοινόχρηστους χώρους και ενίοτε εκτελούσε χρέη κηπουρού στον µικρό κήπο της πολυκατοικίας, παρόλο το κουτσό πόδι του που τον έκανε να µοιάζει µε σακάτη.

Ο κυρ Γιάννης δεν ήταν ξένος στην Αγνή. Τη θυµόταν από νεογέννητο, όταν οι γονείς της την πρωτόφεραν στην πολυκατοικία, µέσα στην καλαθούνα της, τόσο δα µπουµπουκάκι, τρωτή, µονάχη, διωγµένη από την κοιλιά της µάνας της. Στο ορφανοτροφείο τη βρήκαν οι θετοί γονείς της τον καιρό που έψαχναν ένα µωρό, µιας που οι ίδιοι δεν είχαν πια καµιά ελπίδα να τεκνοποιήσουν και το προχωρηµένο της ηλικίας τους δεν άφηνε περιθώρια για άλλους πειραµατισµούς. Τη βρήκαν εκεί – το πιο όµορφο µωρό έλεγαν και καµάρωναν – λίγων, µετρηµένων στα δάχτυλα ηµερών, αβάπτιστο, ανάµεσα σε µια ντουζίνα παιδιά, για ν’ αποθέσουν την αγάπη τους, τη στοργή, ένα χέρι βοηθείας για τα γεράµατα, το οροφοδιαµέρισµα στο Φιλοπάππου µε θέα ολόκληρο τον Λυκαβηττό και το κατάστηµα έτοιµων ενδυµάτων στον πιο εµπορικό δρόµο της Αθήνας, στην Ερµού. Έτσι σε µια µέρα η Αγνή, αφού οι γονείς της την βάφτισαν πολύ γρήγορα, µερικές ώρες κι όλας µετά την υιοθεσία, στο εκκλησάκι του Αη ∆ηµήτρη του Λουµπαρδιάρη, στον λόφο του Φιλοπάππου, µε τον παπά Γιώργη κατά πόδας να µοιράζει ευλογίες και ευχές, από ορφανοπαίδι έγινε µοναχοπαίδι µε όλα της τα καλά.

Το ήξερε από την πρώτη στιγµή. Τίποτα δεν της έκρυψαν οι γονείς της. Τη µεγάλωσαν σαν δικό τους παιδί κι όταν άφησαν τον κόσµο τούτο της έδωσαν την ευχή τους µαζί µε τον καηµό που δεν παντρεύτηκε.

∆εν την είχαν πάρει δα και τα χρόνια, τα τριάντα πέντε είχε πατήσει αλλά άντρα δεν είχε βάλει στο κρεβάτι της. Μερικές σκόρπιες γνωριµίες αλλά τίποτα το ουσιώδες, τίποτα που θα έκανε την καρδιά της να κελαηδήσει τον έρωτα, να νοιώσει την ανάγκη να αγαπήσει κάποιον πέρα από τους γονείς της.

Κι όµως, ο άνδρας αυτός, του πάνω ορόφου, ξύπνησε τα µάτια της από τα τετριµµένα που έβλεπε όλα αυτά τα χρόνια. Τώρα, τα µάτια της, δεν έβλεπαν τις ξεθωριασµένες φωτογραφίες του παρελθόντος και τους καταλόγους µε τα έτοιµα ενδύµατα. ∆εν την ένοιαζε ούτε η θέα από το µπαλκόνι της που έβλεπε ολόκληρο τον Λυκαβηττό, ούτε τα πλούσια ρούχα της, τα κρύσταλλα, τα κοσµήµατα τεράστιας αξίας, κληρονοµιά της µάνας της. Ούτε κάν τον κυρ Γιάννη και τους λογαριασµούς του, τον κήπο και το κουτσό πόδι του που πάντα της έκανε εντύπωση και της προκαλούσε οίκτο και συµπόνια, αφού εξαιτίας του δεν κατάφερε καµιά γυναίκα να την κάνει να τον ερωτευτεί κι έµεινε άγαµος κι άκληρος µέχρι τα γεράµατα του.

Όχι. Η Αγνή δεν έβλεπε τίποτα πια από όλα αυτά. Αντίθετα, έβλεπε αλλά κυρίως άκουγε τον αναστεναγµό του πάνω ορόφου και το σηµαντικότερο ήταν πως το µυαλό της άρχιζε σιγά σιγά να ξεχνάει τις αναµνήσεις της απώλειας των γονιών της, βιολογικών και µη, και να οσφραίνεται τη γλύκα της επιθυµίας να φτιάξει αναµνήσεις από την αρχή κι όχι µόνη αλλά µε εκείνον τον άνδρα. Έβλεπε το κρεβάτι της όµοιο µε το όνοµά της, αγνό, παρθένο, αµόλυντο. Τριάντα πέντε χρόνια κι ούτε ένας αναστεναγµός στο κορµί της… Αν, σκεφτόταν, αν αναστεναζε κι εκείνη µια φορά σαν εκείνον…

Ούτε και ήξερε ποιος είναι. Πρόσφατα είχε µετακοµίσει στην πολυκατοικία, µετρηµένος στις λέξεις του, σκεπτικός, γεµάτος δυσφορία κι έναν αναστεναγµό. Φήµες έλεγαν πως δεν ήταν απ’τα µέρη τους. Νεοφερµένος στην Αθήνα, µε συγκεκριµένο ωράριο, έφευγε το πρωί και γύριζε το µεσηµέρι κι ύστερα δεν ξανάβγαινε από το διαµέρισµα. Ο κυρ Γιάννης παράξενο τον έλεγε. Ναι, δεν είχε όνοµα άλλο. Ο παράξενος άγνωστος άνδρας.

Άκουγε η Αγνή κάθε φορά τα βήµατά του. Μετρηµένα κι αυτά, πέντε προς την κουζίνα, εφτά στο σαλόνι κι άλλα τρία από κει ως το µπαλκόνι. Ρούχο απλωµένο δεν είδε ποτέ, ούτε όταν κοιτάζε πιο προσεχτικά το τελευταίο διάστηµα. Να ρωτούσε τον κυρ Γιάννη; Ντρεπόταν και µόνο στη σκέψη. Τι θα σκεφτόταν για κείνη. ∆εν είχε δώσει ποτέ δικαιώµατα η Αγνή. Μια ζωή σπίτι µαγαζί και µαγαζί σπίτι. Μόνο τους αναστεναγµούς είχε δικούς της και το χάρτινο πάτωµα που τους χώριζε. Τις δήθεν τυχαίες συναντήσεις στην είσοδο του κτηρίου, τις σκούρες τούφες των µαλλιών του που µισοκάλυπταν το βλέµµα του και την ολοένα αυξανόµενη επιθυµία της να αναστενάξει κι εκείνη στο συνονόµατο κρεβάτι της. Τέτοια ντροπή δεν είχε ξαναζήσει µα και τέτοια φλόγα δεν είχε κάψει άλλοτε ξανά την καρδιά της. Αχ και να ‘ταν µόνο η καρδιά της. Το κορµί, το κορµί δεν µπορούσε να συνεφέρει κι αυτό έκανε πια κουµάντο.

Ξηµέρωνε µεγάλη Παρασκευή. Ο ουρανός, καλυµµένος από µια βαριά συννεφιά, ακουµπούσε στις ταράτσες των πολυκατοικιών, έτοιµος να κλάψει µαβιά δάκρυα. Ο κόσµος λυπηρός πηγαινοερχόταν στον κεντρικό δρόµο κάτω από τα µπαλκόνια και ο Αη ∆ηµήτρης ο Λουµπαρδιάρης τραγουδούσε πένθιµους ψαλµούς. Ο Λυκαβηττός, µια κουκίδα στο απέραντο, χώριζε τους ζωντανούς και τους νεκρούς και η Αγνή, αγνότατη όπως ποτέ άλλοτε, χτυπούσε το κουδούνι του διαµερίσµατος του άνδρα του επάνω ορόφου. Αν πέθαινε, ας ήταν σήµερα. Η πόρτα άνοιξε και εκείνη χάθηκε σε αναστεναγµούς, ουράνιους και γήινους, µαβιούς και χρυσαφένιους. Μόνο όταν έφτασαν τα µεσάνυχτα της Ανάστασης, βγήκε στο µπαλκόνι, τα µάτια της ακολούθησαν γεµάτα πυροτεχνήµατα και εκτοξεύτηκαν πολύχρωµα, χαρµόσυνα και γιορτινά ως τον Λυκαβηττό. Αγνή Ανέστη!


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα