Εκείνο το ηλιόλουστο πρωινό εκείνου του χειμώνα, στο πιο δημοφιλές καφέ της πόλης όλα μοιάζουν φυσιολογικά. Ο καιρός ήταν καλός, η διάθεση ήταν καλή, ο καθωσπρεπισμός έτρεχε από τα μπατζάκια μας.
Τυπικούρα, “αγιαστούρα” και πάμε παρακάτω.
Το καφέ ήταν γεμάτο από κόσμο. Καθείς και ο πικρός καήμος του…
Με την άκρη του ματιού μου βλέπω μια αναμαλλιασμένη κοπέλα με τη μουσική στη διαπασών στο κινητό της τηλέφωνο, να χορεύει έξαλλα καθισμένη επάνω σε ένα ψηλό “σκαμπό”.
Οκέι πρωτότυπο, για πρώτη φορά.
Χόρευε, χόρευε αναμαλλιασμένη και καθισμένη και τα μακριά της χέρια έκανε κάτι ανατολίτικες κινήσεις. Άρχισε να φωνάζει “Ουάουουου…”
Εντάξει φιλαράκι, μόνη αυτή, μόνος εγώ, δεν πάμε στο Μόναχο;
Περνά ένα γκαρσόν και μου λέει: «Τι φρούτο είναι πάλι αυτό;»
Για την επαρχιακή μας πόλη, ναι ήταν ένα “φρούτο”. Ένα “φρούτο” έτοιμο να το δοκιμάσεις.
Χόρευε, χόρευε και φώναζε “Ουάουουου…”.
Η αλήθεια είναι ότι στην αρχή δεν είχε ενοχλήσει κανένα πελάτη, γιατί όλοι παριστάναμε τους κομψευόμενους και τους μοντέρνους.
Η ώρα ήταν 10 το πρωί.
Είναι στ’ αλήθεια πολύ δύσκολο να χορεύεις καθισμένη σε ένα “σκαμπό”.
Θέλει μια χάρη και μια μεγάλη δόση αυτοπεποίθησης.
Μου έφτιαξε τη διάθεση. Την κοιτούσα επίμονα, με κοίταζε κι αυτή και φώναζε “Ουάουουου”.
Για αρχή δεν τα πηγαίναμε και άσχημα. Όλα πάνε πρίμα. Η μελαχρινούλα παρότι αναμαλλιασμένη ήταν ομορφούλα. Φόραγε και ακριβά ρούχα. Όλα πάνε πρίμα, σου λέω…
Μα πόσο δύσκολο είναι να χορεύεις και να φωνάζεις καθισμένη σε ένα γεμάτο καφέ στις 11 το πρωί;
“Φρούτο”, “ξεφρούτο”, σήμερα φαίνεται πως είναι η μέρα μου.
«Χόρευε με την κυρία αγόρι, χόρευε…», μου φώναξε.
Τι να κάνω λοιπόν, σηκώνομαι, πάω, στέκομαι όρθιος απέναντι της και άρχισα να κουνάω τα χέρια μου σαν εκστασιασμένος.
– Ουάου, τι αγόρι είσαι εσύ;
«Ουάου», φώναζα κι εγώ.
Αρχίσαμε να γινόμαστε ενοχλητικοί, δεν μας ένοιαζε.
Μας είχε παρασύρει η κάψα του έρωτά μας.
Καθισμένη η μελαχρινή, όρθιος εγώ, η μουσική στο κινητό στη διαπασών, φωνάζαμε “Ουάουουου”.
Στη στιγμή έρχεται το γκαρσόν, με πιάνει άτσαλα από το μπράτσο και ουρλιάζει: «Πάρ’ την και σήκω και φύγε· ρεζίλι γίνατε!»
Δεν με νοιάζει· την πιάνω, τη σηκώνω, περνάμε τον δρόμο και συνεχίζαμε να χορεύουμε έξαλλα εκείνο το ηλιόλουστο πρωινό εκείνου του χειμώνα.
Χορεύαμε, χορεύαμε, χορεύαμε στην απέναντι πλευρά του δρόμου.
Μαζεύτηκε κόσμος και μας πέταγε κέρματα… κι εμείς χορεύαμε.
«Χόρεψε με την κυρία αγόρι μου», μου ούρλιαζε.
Και χόρευα, χόρευα, χόρευα.
Ακούω σειρήνες (δεν με νοιάζει…).
Ένα απότομο φρενάρισμα (δεν με νοιάζει…).
Κάποιος φωνάζει: «Ανοίξτε τον δρόμο να την πάρουμε».
Έρχονται, τη σηκώνουν, την παίρνουν μακριά μου και μου λέει ένας: «Δραπέτευσε. Νοσηλευόταν γιατί εδώ και χρόνια απειλεί μια γειτόνισσά της».