Τελικά τα κατάφερε, τη συνάντησε στη Νέα Υόρκη.
Το πρώτο ραντεβού ήταν κάτω από ένα μεγάλο ρολόι, στην άγνωστη πόλη.
Έφτασε ρωτώντας και πολύ δύσκολα στο πρώτο ραντεβού.
Ρώτησε κι έμαθε:
Είναι αλήθεια ότι πριν πάρει την απόφαση να κάνει αυτό το μεγάλο ταξίδι είχε εξασκήσει πολύ καλά τα Αγγλικά του.
Λεφτά δεν είχε, έπρεπε τουλάχιστον να μπορέσει να μιλήσει μαζί της.
Το ‘χε πάρει απόφαση.
Αυτά που θα της έλεγε, θα ζούσαν και μετά από αυτόν.
Είχε κάνει δεκάδες φορές πρόβα στον καθρέφτη, αυτά που θα της έλεγε.
Τις πρόβες τις είχε κάνει στην Ελλάδα και πριν φτάσει στη Νέα Υόρκη, από και παθιασμένο έρωτα τα είχε ξεχάσει όλα.
Όλα ή σχεδόν όλα…
Θα της έλεγε «σίγουρα πόσο σπουδαία ήταν, πως την είχε ερωτευτεί από την πρώτη στιγμή που την είχε δει».
Αυτό το είχε γράψει σε πολλά μικρά σημειώματα και είχε γεμίσει χαρτάκια τις τσέπες του.
Ήταν Άνοιξη και είχε κάνει τουλάχιστον 10 φορές πρόβα στον καθρέφτη τα ρούχα που θα φορούσε.
Τους προηγούμενους 3 μήνες πριν από το ταξίδι στη Νέα Υόρκη η ζωή του ήταν μια μεγάλη πρόβα.
Αφιέρωνε στο σπίτι του στην Ελλάδα, τουλάχιστον έξι ώρες την ημέρα γι’ αυτές τις πρόβες.
Πως γίνεται τώρα και τα ξέχασε όλα;
Μέχρι και τα ρούχα που είχε διαλέξει να φορέσει, δεν έβρισκε.
Έβαλε ό,τι βρήκε μπροστά του μέσα στην βαλίτσα και πήγε στο ραντεβού.
Στην αρχή είχε την αγωνία ότι η “διάσημη” δεν θα έλθει ποτέ!
Είχε πάει πολύ νωρίτερα στο ραντεβού και κάτω από το μεγάλο ρολόι.
Η ώρα περνούσε πολύ βασανιστικά.
Πιάστηκε ο λαιμός του να σηκώνει το κεφάλι και να κοιτά συνέχεια τους λεπτοδείκτες.
Η ώρα του ραντεβού επιτέλους έφθασε.
Μιλιούνια ο κόσμος στη Νέα Υόρκη.
Πέρασαν τα πρώτα 5 λεπτά από το προκαθορισμένο ραντεβού, αλλά ο Γιώργος αμέσως μέσα του, τη δικαιολόγησε.
«Τα ‘χουν αυτά οι διάσημες. Θέλουν να κάνουν εντύπωση στο πρώτο ραντεβού».
Πέρασαν 10 λεπτά κάτω από το μεγάλο ρολόι στη Νέα Υόρκη.
Πήγε να κάνει πρόβα τα λόγια του αλλά τα είχε ξεχάσει.
Τον είχε λούσει κρύος ιδρώτας.
«Λες να μην έλθει;» σκέφτηκε.
Περίμενε όρθιος, δεν είχε κάπου να καθίσει και τα πόδια του άρχισαν να βαραίνουν.
Είχαν περάσει ακριβώς 13 λεπτά, μετά το προκαθορισμένο ραντεβού.
Δεν φαινόταν πουθενά η “διάσημη” μέσα στα μιλιούνια των ανθρώπων που πέρναγαν μπροστά από το μεγάλο ρολόι.
Δεν φαινόταν πουθενά…
Πέρασαν 15 λεπτά από το προκαθορισμένο ραντεβού.
Είχαν κοπεί τα πόδια του.
Ο κόσμος πέρναγε και τον σκουντούσε.
Τα πόδια του είχαν κοπεί κάτω από το μεγάλο ρολόι.
Ξαφνικά έγινε το θαύμα και είδε την διάσημη μπροστά του.
Ένιωσε ανάμεικτο δέος με πίκρα.
Δεν το ‘χε ξανανιώσει αυτό.
Τον πλησίασε αυτή η οπτασία και του είπε «Γεια σου, τι κάνεις; Περίμενες αρκετή ώρα;»
Έχασε τα λόγια του ο Γιώργος δεν ήξερε τι να πει.
«Πού θες να πάμε»; τον ρωτούσε.
Είχε χάσει τα λόγια του ο Γιώργος.
Θεέ μου, ήταν μια οπτασία.
«Γιατί δεν μιλάς; Διέσχισες όλον τον Ατλαντικό για να ‘λθεις να με βρεις και τώρα δεν λες κουβέντα…» φώναξε η “διάσημη”.
Είχε αρχίσει να εκνευρίζεται.
Ο Γιώργος καθόταν όρθιος και αμίλητος μέσα στα μιλιούνια του κόσμου και την κοίταγε.
«Μα τι έχεις, γιατί δεν μιλάς;»
Σηκώθηκε και έφυγε εκνευρισμένη η “διάσημη”.
Σε πέντε λεπτά ο Γιώργος σταμάτησε έναν ηλικιωμένο και τον ρώτησε στ’ Αγγλικά:
«Είδες πού πήγε η Μισέλ;»