Η Αντέλα ήταν νέα, γύρω στα τριάντα. Φορούσε πάντα το καλοκαίρι ένα ψάθινο καπέλο µε παπαρούνες. Τραγουδούσε µεγάλες επιτυχίες στον δρόµο, µαζί τον Παναγιώτη.
Τα τραγούδια τα ανέβαζε στο tik tok.
Είχε µια απίστευτη επιτυχία στους νέους.
Είναι αλήθεια ότι είχε ένα πολύ όµορφο σπίτι. Στην κάµαρη της απέναντι από το παράθυρο στα δεξιά, είχε στρωµένο ένα τουρκικό χαλί. Το είχε αγοράσει στο τελευταίο της ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη.
Αυτό ήταν και το πιο όµορφο ταξίδι της ζωής της.
Ήταν ένα ταξίδι µε µεγάλο πάθος στην πιο µυστηριώδη πόλη του κόσµου. Μετά γύρισε από το ταξίδι, συνέχισε να τραγουδά στον δρόµο, τα βίντεο στο tik tok ήταν αποθεωτικά, έδωσε µια συναυλία που είχε µια καταπληκτική επιτυχία.
Όλα αυτά τα έκανε µαζί µε τον Παναγιώτη, που ήταν πολύ µοιραίος µε µπρούτζινο, σγουρό µαλλί και έλεγε φοβερές ατάκες, που σίγουρα σε κάποιο ξένο τραγούδι είχε ακούσει.
Ο Παναγιώτης µιλούσε τέσσερις γλώσσες.
Η Αντέλα, µόνο δύο.
Η µια τους επιτυχία διαδεχόταν την άλλη. Κατάφεραν να γίνουν διάσηµοι, χρησιµοποιώντας τα πιο “άσφαιρα όπλα”, όπως έλεγε και γελούσε ειρωνικά η Αντέλ. Μετά από κάθε εµφάνιση στον δρόµο έπαιρνε τον Παναγιώτη από το χέρι, πήγαιναν σπίτι της, ξάπλωναν (αν και καλοκαίρι…) πάνω στο τουρκικό χαλί και έπιναν ατελείωτες µπίρες.
Είχε γεµίσει το σπίτι µε κουτάκια µπίρα και ποτέ δεν κατέβαζε τα σκουπίδια. Ετοιµαζόταν τώρα για µια συναυλία σε ένα µεγάλο στάδιο. Η προπώληση των εισιτηρίων πήγαινε πολύ καλά.
Έγραφαν και µεγάλες εφηµερίδες για το ντουέτο τους. Η Αντέλ µε τον Παναγιώτη απλώς συνέχιζαν να ανεβάζουν βιντεάκια στο tik tok.
Έκαναν πρόβες στον δρόµο για τη µεγάλη συναυλία. Αυτό είχε κάνει µεγάλη εντύπωση στους δηµοσιογράφους. Όλοι µιλούσαν εκείνο το καλοκαίρι, για τη συναυλία της Αντέλ και του Παναγιώτη.
Πόσο γρήγορα περνούσε ο καιρός…
Τι µεγάλη επιτυχία έκαναν στον δρόµο. Ήταν το γεγονός του καλοκαιριού. Ήταν αλήθεια ότι έκανε πολύ ζέστη εκείνο το καλοκαίρι. Απορούσα πώς µπορούσε και ξάπλωνε πάνω στο χαλί κι έπινε µπίρες.
Ξάπλωνε πάνω στο χαλί, γύριζε προς το µέρος του Παναγιώτη, δεν µιλούσε κι έπινε µπίρες. Ένα βράδυ του είπε: «Μπορεί µια φέτα καρπούζι να γίνει πόθου ελευθερωτής;»
Αυτό µόνο είπε, σιώπησε µετά και έπινε µπίρα, ένα βράδυ που τον φίλησε και είπε την “µπίρα – µπίβα…”
Είχαν µείνει µόνο 5 ηµέρες για τη µεγάλη συναυλία στο στάδιο. Τα εισιτήρια είχαν κάνει sold out. Ήταν από τις λίγες φορές που είδε ο Παναγιώτης την Αντέλ να γελά τρανταχτά.
Του είπε ότι ήταν «πολύ ευτυχισµένη». Τον κάλεσε στο σπίτι της.
∆εν ξάπλωσαν στο χαλί. Κάθισαν στις καρέκλες και του πρότεινε να πάνε για διήµερο στον µεγάλο κάµπο να ξαπλώσουν στα χωράφια που φυτεύουν το µπαµπάκι, καθώς η λέαινα ξαπλώνει δίπλα στο λιοντάρι στην έρηµο.
Στον Παναγιώτη φάνηκε τρελούτσικη ιδέα, αλλά είπε: «Εντάξει, θα το κάνουµε!» Του άρεσε σαν ιδέα, παρότι αποσβολώθηκε για λίγο.
Έφτασαν στην πόλη που φυτρώνει το µπαµπάκι. Ωραία, µικρή πόλη µε γελαστούς κατοίκους.
Πήραν ένα ταξί και πήγαν σε ένα χωριό στα χωράφια µε τα µπαµπάκια.
Τον πήρε από το χέρι η Αντέλ και έτρεξε γελαστή και ξάπλωσε στο χωράφι.
Κοίταγε τον ουρανό και γέλαγε.
Το βράδυ τους βρήκε να γελούν
Έτσι πέρασαν οι δυο µέρες.
Γύρισαν πίσω και ετοιµάστηκαν για την πρόβα τζενεράλε.
Όλα πήγαν υπέροχα.
Το βράδυ πριν από τη συναυλία ο Παναγιώτης δεν κοιµήθηκε από αγωνία.
Είχαν δώσει ραντεβού µε την Αντέλ στα καµαρίνια στο στάδιο.
Πήγε από νωρίς ο Παναγιώτης.
Η ώρα περνούσε και η Αντέλ δεν φαινόταν.
Άρχισε να ανησυχεί και ο ατζέντης.
Η Αντέλ έφυγε και δεν πήγε ποτέ στο στάδιο, για να δώσουν τη συναυλία.
Ο Π. έτρεξε, έψαξε, πήγε παντού.
Ούτε σηµάδι από την Αντέλ.
Πήγε στο σπίτι…
Πουθενά!
Βρήκε δυο στενά πιο κάτω από το σπίτι το τουρκικό χαλί (πεταµένο στον δρόµο) και την Αντέλ µε κλειστά µάτια ξαπλωµένη επάνω και δίπλα ένα κουτί µπίρα.