Χρόνια µετά, ο πόνος του µεγάλωνε. Ένιωθε ένα πλάσµα αποτυχηµένο, ανίκανο, ατάλαντο, άχρηστο.
Με ό,τι κι αν καταπιανόταν, αργά, σιγά, υπόγεια, ο δρόµος του, της Μοίρας, τον οδηγούσε στο έσχατο. Με το γιοφύρι της µιας και µόνο στιγµής, φανταζόταν και πίεζε τον εαυτό του ν’ ανασηκωθεί, τιµωρηµένος ίσως και να ξαναπροσπαθήσει.
Σε στιγµές µοναξιάς και καταρράκωσης, το δωµάτιο του, λες και γινόταν δικαστική αίθουσα εν ώρα απολογίας και απονοµής δίκαιοσύνης, µε την εξής ιδιορρυθµία: ο ίδιος, θύτης, δικαστής, πρόεδρος, εισαγγελέας, ένορκος, απόντος του πολιτικού συνηγόρου.
Ξανάρχιζε τότε, ν’ αφήνει τη µνήµη του να επιστρέψει στο µακρινό παρελθόν. Χρόνια µετά, για χρόνια, απότοµα, έκρυθµα, ηχηρά, αυτοµαστιγωνόταν, σαν κάποιος ξένος αιρετικός, σε µια προσπάθεια προσέγγισης του θεϊκού συµβόλου. Οριστικά και αµετάκλητα, χαρακτήριζε τον εαυτό του ον διχασµένο, από µικρό παιδί απροσάρµοστο, ασυµβίβαστο και παραβάτη των κοινών κανόνων σε βαθµό ακρότητας και επείγουσας ανάγκης κολασµού.
Η µοναξιά του τον ακολουθούσε µέχρι το σκότος. ∆ακρυσµένος, διάλεγε ένα βιβλίο. Το διάβαζε ακόµα και όταν δεν του άρεσε, µε το ζόρι, καταπιέζοντας σφόδρα τον εαυτό του, έχοντας προγραµµατίσει τη συναναστροφή του µε ανθρώπους υψηλού µορφωτικού επιπέδου.
Από την άλλη, και λόγω συνθηκών ζωής, µε τα οικονοµικά µέσα που διέθετε, επικοινωνούσε µε φτωχούς και καταπονηµένους ανθρώπους, νιώθοντας διφορούµενος χαρακτήρας.
Εν ώρα απογοήτευσης, πίκρας και απολογισµού, η µατιά του έπεφτε νοσηλευτικά, ιαµατικά, ηθεληµένα, στα αγαπηµένα του, κλασικά λογοτεχνικά έργα.
Πόσες και πόσες φορές, δεν είχε εξοµολογηθεί σε ειδικούς, εγγράµµατους,, επιτυχηµένους και µε αποδοχής, φήµη και καλά αποτελέσµατα εργασίας ότι η µοντέρνα λογοτεχνία του προκαλούσε ταραχή, αλλεργία, ροκανίζοντας του τον χρόνο και το συναίσθηµα.
Η απάντηση που συνήθως δεχόταν, του διεκήρυσσε πως ήταν µονοδιάστατος, µονοκόµµατος, µονόπλευρος και πουριτανός. Όφειλε να συµµορφωθεί µε τις συνθήκες της σύγχρονης ζωής και να µελετήσει τα παρόντα, νέα δεδοµένα, σεβόµενος τη γραφή λογοτεχνών οι οποίοι ακολουθούν την εποχή τους, µε εξαιρετικές δυνατότητες περιγραφής, αφήγησης και ανάλυσης γεγονότων, χαρακτήρων, ενεργειών, καταστάσεων.
Προσπάθησε φορές αµέτρητες. Εις µάτην. Πισωγύριζε σε µια ιδιαίτερη, αγαπηµένη
λογοτεχνική ύπαρξη, αυτοβιογραφία, ποίηση, πεζογραφία. Χάιδευε το βιβλίο, σάµπως να έδινε το χέρι σε χαιρετισµό, να άγγιζε για φίληµα ένα χέρι, της αιώνιας ∆ηµιουργίας.
Και κάποτε, αντικρίζοντας το βλέµµα των κλασικών ποιητών και συγγραφέων, ένα ποτάµι πρόβαλε και έρεε εντός του, εκβάλλοντας στην έρηµο των οφθαλµών του, λες και αντάµωνε µια δύναµη συµπαντική.
Εδώ και καιρό, είχε πάψει να γράφει. Οι περισσότεροι εκτός, έγραφαν κείµενα λογοτεχνικά και ποιήµατα και τα φύλαγαν στο συρτάρι, για επεξεργασία και δηµοσίευση.
Εκείνος έγραφε, έσκιζε, έγραφε, έσκιζε… ∆εκάδες σελίδες. ∆εκάδες, που είχαν περάσει τις εκατοντάδες πια.
Στη συνάντηση µε τα υπόλοιπα πρόσωπα, έτρωγε κατσάδα χοντρή. Τους ήταν αδιανόητο ένας λογοτέχνης να σκίζει, να σκίζει, να πετάει στα σκουπίδια τα χαρτιά του, θεωρώντας τον µαζοχιστή, µε νευρασθένεια. Μα εκείνες δεν αισθανόταν λογοτέχνης.
Κάποια µέρα, τηλεφώνησε στον δάσκαλό του, στην Αθήνα. Εκείνος, συνοπτικά, τον συµβούλεψε να κρατήσει τη θέση του και να παραµείνει στο κλασικό, µε ό,τι κι αν θα ήταν δυνατό να υποστεί, ακόµη κι αν απέµενε διαγραµµένος, σε απόρριψη και αποφυγή, ολοµόναχος.
Άρχισε ξανά και ξανά τη γραφή. Πάµπολλα χαρτιά στο τραπέζι τη νύχτα. Την επόµενη µέρα, ούτε ένα.
Το είχε πάρει. Όλοι όσοι έγραφαν κι εξέδιδαν βιβλία, πουλώντας αρκετά, ήταν καλοί λογοτέχνες. Ενώ ο ίδιος, ήταν αδύναµος, αµετροεπής, ανούσιος, µικρής, ελάχιστης, µηδενικής αξίας, ποετάστρος, διαρκώς ατζαµής, γελοίος, ανιαρός, επαίσχυντος.
Εξάλλου, µέχρι και τα συγγενικά του πρόσωπα τον απόδιωχναν, λέγοντας του ότι γράφει πολύ απλά, σαν παιδάκι του ∆ηµοτικού Σχολείου και ότι δεν καταλαβαίνουν γρυ από τους στίχους του.
Κάποιος άλλος του είχε εκφράσει την άποψη πως ή δική του επιλογή ήταν ο ρεαλισµός, η πολιτική πραγµατικότητα και το γνήσιο συµβάν. Όχι η φαντασία και το ονειροπόληµα, το αόριστο και ασήµαντο σαν ένα ψέµα που αποπροσανατολίζει από τα προβλήµατα του κόσµου τους και δεν βοηθά στην επίλυση τους.
– Ο άνθρωπος πρέπει να είναι εντός της ζωής. Όχι αφηρηµένος και αµέτοχος.
Ξανά ο πόνος τον σαΐτεψε στην καρδιά και στα µάτια. ∆άκρυα.
Κοίταξε το δεκατετράχρονο του σκυλί που καταλάβαινε την απογοήτευσή του και τον παρατηρούσε µε βλέµµα πληµµυρισµένο από αγάπη και συµπόνια.
Το πλησίασε και το χάιδεψε, ακουµπώντας το κεφάλι του τρυφερά, στα αλεπουδίσια αυτιά του ζώου. Η αγάπη, που τόσο του έλειπε, χρόνους και καιρούς µέχρι τώρα, τον άγγιξε χνουδάτα, βελούδινα, εκτινάσσοντας ένα µήνυµά γεµάτο σιωπή.
Αναζωπυρώθηκε, λες κι αυτό ήταν που επιθυµούσε. Έτρεξε ανάµεσα στα αµέτρητα βιβλία του και ξεκίνησε πάλι, για πολλοστή φορά, να ψάχνει το πρωταρχικό του βιβλίο.
∆εν ήταν το δικό του. του. Ήταν του κορυφαίου του λογοτέχνη, που τον θεωρούσε ύψιστο διδάσκαλο του, του Γ. Σ.
Λεπτό προς λεπτό, στιγµή προς στιγµή, το βλέµµα, η σκέψη και ο ψυχικός του κόσµος, εγκατέλειψαν το τραπέζι, το γραφείο, τους τοίχους, το δωµάτιο, και ανέβαιναν, σκαλί- σκαλί, την αόρατη σκαλωσιά του πνεύµατος προς τα ουράνια, έξω, σε όρθια στάση, στο µπαλκόνι, αντικρίζοντας το φεγγάρι και τ’ άστρα.
Ένα αστέρι εκσφενδόνισε σπασµένο το νόµισµά του κάτω και µέσα στο πέλαγο των µατιών του.
Το εξέλαβε ως µήνυµα θανάτου. Πάλι φοβόταν; Πάλι δείλιαζε; Αυτό θα έκανε µια ζωή ως το τέλος της;
Και τον ακόλουθο καιρό, σε συναντήσεις, αισθανόταν πως κούραζε τους πάντες και τα πάντα, µε την µειοψηφική του άποψη.
Ώστε λοιπόν, ήταν εκτός τόπου και χρόνου. Ένα άτοµο κολληµένο, αυτιστικό, αντιφατικό, συντηρητικό, εκκεντρικό, άρα ελάχιστα µορφωµένο, δίχως ικανότητα προσαρµογής, καλής επικοινωνίας και χωρίς γνήσια ανθρωπιά απέναντι σε όλους εκείνους που προσπαθούν να γράψουν. Μήπως δεν ήταν συνάδελφοί του, του ίδιου βεληνεκούς; Αυτοί τουλάχιστον, έγραφαν και και τα κατάφερναν.
Άρα λοιπόν ήταν µαταιόδοξος, ψωροπερήφανος, αλλοπαρµένος και µε διαταραγµένη προσωπικότητα. Ή µήπως, αυτοκαταστροφικός;
Σώπασε πιότερο και κλείστηκε στον εαυτό του, καταχτυπώντας τον συνεχώς. Έψαξε στα συρτάρια, στο µπαούλο, στο γραφείο επάνω και στο σηµειωµατάριο, ίσαµε και µέσα στον τηλεφωνικό κατάλογο όπου συνήθιζε κάποιες φορές, να γράφει.
«Αφού και πάλι θα µε απορρίψουν από κάθε εκδοτικό οίκο» σκέφτηκε. «Εξάλλου, ούτε λεφτά δεν έχω για να στείλω τόσες φορές τα έργα µου. Άσε που τα γράφω στο χέρι και έχει γίνει νταούλι από το πρήξιµο…
Χαµήλωσε το βλέµµα και βούρκωσε. Θυµήθηκε κάποιους χαρακτηρισµούς που είχαν υποστεί, ειδικά εκείνοι που γράφουν ποίηση: «Λαπάδες, ασήµαντοι, τεµπέληδες, βολεµένοι, που δεν ξέρουν τι θα πει επιβίωση…
Εµένα µου λες; σιγοψιθύρισε στον εαυτό του.
Άνοιξε στην τύχη ένα µοντέρνο πεζογράφηµα, σχετικά πρόσφατο και βραβευµένο.
θαύµατος!
Και ω του θαύµατος! Στην αριστερή σελίδα, πρόβαλε το όνοµα του αγαπηµένου του λογοτέχνη.
Το βράδυ, κουρασµένος, δίχως ούτε ένα φράγκο, ενώ τριγύρω ο κόσµος ξόδευε αβέρτα – κουβέρτα σε αλκοολούχα ποτά, µεζέδες, καλλυντικά και άλλα, κάθισε πεινασµένος, διψασµένος, ανήµπορος, ολοµόναχος, τρώγοντας ένα κοµµάτι µπαγιάτικο ψωµί µε ένα αυγό κι ελάχιστη ντοµάτα που του είχε αποµείνει.
∆εν έβλεπε από τα δάκρυα. Άκουγε µόνο. Τα τριζόνια και τις µουσικές στο φουλ στα γύρω πλουσιόσπιτα και στις καφετέριες µε τον κόσµο να τρώει, να µπεκροπίνει και να διασκεδάζει, πετώντας στον γυρισµό, στα σπίτια τους και σε ξενώνες, µπουκάλια και τενεκεδάκια µπίρες στον δρόµο, στα χωράφια, στους κήπους και στις εξώπορτες άλλων σπιτιών.
Τελείωσε τον Μυστικό ∆είπνο του Ιούδα Ισκαριώτη όπως συνήθιζε να χαρακτηρίζει τον εξοστρακισµένο του εαυτό, τον underground και ξανάπιασε το αγαπηµένο του βιβλίο που είχε καταντήσει πατσαβούρι από την πολλαπλή χρήση για χρόνια.
Μετά στράφηκε στο ραδιόφωνο. Άλλο ένα θαύµα! Ήταν µια ιδιαίτερη επέτειος, µε αφιέρωµα στον ποιητή και πεζογράφο.
Τα δάκρυα ξέσπασαν βροχή. Έγιναν καθαρµός. Λύτρωση. Αυτοθυσία. Μετάνοια.
Το µυαλό, οι αισθήσεις, το σώµα, η ψυχή, το πνεύµα, ζωγραφίστηκαν µε την απόχρωση του ροµαντισµού, µε τη γραµµοσκίαση του λυρισµού, του ονείρου, του στοχασµού, µε στίχους, αφορισµούς υψηλούς, διδαχή, συµβολισµό, ιστορία και µε τον πόνο του Έλληνα που αγωνίζεται και υποφέρει για την πατρίδα του.
Το δωµάτιο, κάποιος τώρα το διακοσµούσε µε ρίζες ρυθµού, κορµό αρµονίας, κλωνάρια εικόνων, φυλλωσιές ύφους και άνθη και άλλα άνθη και καρπούς τρόπου γραφής, οµοιοκαταληξίας, καλολογικών στοιχείων και προσωπικών εµπειριών, γνώσεων, οραµατισµών κι επιπλέον, αισθητικής γραφής. Σπόρος κανένας στο άυλο.
Το σπίτι βύθισε την πρώτη του εικόνα, για να αναδυθεί µια δεύτερη, αντίθετη, ενός χωριάτικου σπιτιού δίπλα στο πέλαγος, αντίκρυ σε γκρίζες βραχονησίδες, γιαλούς απέραντους, γαλάζια
ύδατα, βάρκες, κληµαταριές και λιόδεντρα, κάτω από ένα φεγγάρι χαµογελαστό, βαµµένο µε κρασί κόκκινο, ώσπου η κορνίζα του σπιτιού, το περίγραµµα που το πλαισίωνε, ατελές έστω, σπασµένο σε άπειρα γυάλινα κύµατα που λιώναν, να γίνει οίνοψ πόντος.
Την άλλη µέρα το πρωί, το χέρι του, εντελώς αυτόµατα, αυθόρµητα, πήρε το στιλό και το χαρτί κι έγραψε δεκατέσσερις στίχους σε ιαµβικό δεκαπεντασύλλαβο.
Λίγες ηµέρες µετά, µε την ίδια περίπου πορεία, έγραψε άλλους δεκάξι.
Τι είχε συµβεί; Τι γινόταν εντός του; Τι άλλο θα ανέτρεπε το συνηθισµένο;
Η αγάπη είχε µετατραπεί σε ιερή λατρεία, θεία λειτουργία, το απλό σε πόθο και πάθος απροσµέτρητο και η ζωή είχε επιστρέψει στην Ιθάκη του “είναι” του και του ” γίγνεσθαι, στην επικράτεια του συναισθηµατικού του κόσµου.
Ο κορυφαίος λογοτέχνης του είχε απαντήσει, µέσω του λαµπαδιασµένου συναισθήµατος του φωτεινού αναγνώστη. Τον είχε κατευθύνει και αξιοποιήσει, ωθώντας τον στο προσωπικό δρόµο, προς τον φάρο γραφής.