Ο Μάρτης είχε φτάσει στο τέλος του. Αλλά τα πουλιά του Μάρτη στη δεν διέσχιζαν ακόµη, τόσο µακριά, τον ορίζοντα. Ο χρόνος κατοικούσε τώρα στο σκοτάδι. Και το σκοτάδι της νύχτας χρονοµετρούσε τον εαυτό του στην επικράτεια ενός καλοκλεισµένου παράθυρου, στο περβάζι του χωριού. Ψηλά, τα ελάχιστα σύννεφα ερωτοτροπούσαν µε τ’ άστρα. Τα πάντα είχαν κρυφτεί, είχαν εξαφανιστεί.
Οι αισθήσεις του έγερναν προς τον λήθαργο, κάτι που δεν το επέτρεπε στον εαυτό του, γιατί ήταν ακόµα νωρίς. Ο αγέρας κοιµόταν ήδη βαθιά στο χώµα. Οι ρίζες άπλωναν τους κιρσούς τους σε όλο το µήκος και το πλάτος του απέραντου κήπου.
Μετά τη δουλειά, γιατί φυλάκιζε έτσι το σώµα του, την ψυχή και τα όνειρα; Αν είχε ακόµη, πλέον, όνειρα, αφού τα βράδια δεν έπινε ούτε ένα ποτήρι κρασί, µια πορτοκαλάδα, δεν έτρωγε µία σφακιανή πίτα. Ασκητισµός, ενώ ήταν άνθρωπος µε ιδέες ριζοσπαστικές, όλος ενέργεια. Τι του είχε συµβεί;
Απουσία και αποχωρισµός. Ο χαµός στα Τάρταρα, αγαπηµένων προσώπων, ο οριστικός χαµός του έρωτα και της νιότης, λες και αργόσυρτα, ψηφίδες της οντότητας του ξεκολλούσαν από διάφορα σηµεία και ακολουθούσαν τη ρότα των κεντρικών προσώπων της ζωής του, προς τη φυγή και τον θάνατο.
Ένα χαµόγελο ελαφρύ πετάρισε στη φωλιά του στόµατος του. Είπες εδώ και χρόνια πώς η θλίψη είναι σηµάδι καλλιτεχνικό και ιδίως της τέχνης γραφής. Μήπως σε διακρίνει κάτι τέτοιο;
Θυµωµένος µε την αµετροέπεια του στοχασµού του, άνοιξε το τζάµι στο παράθυρο της τραπεζαρίας, προς τη µεριά της Ανατολής και τον σύρτη των παντζουριών.
Ακριβώς τη στιγµή εκείνη, προς τη µέση του κήπου, αλλά πιο µακριά, είδε να πέφτει σε ευθεία γραµµή, αντίκρυ στο βλέµµα του, έναν ανθισµένο χρυσάφι φωτός. ∆εν ήταν βεγγαλικό, δεν ήταν φωτοβολίδα. ∆εν είχε ακουστεί εξάλλου κανένας ήχος.
Ένα αστέρι δυνατό, µεγάλο, κατρακυλούσε σβήνοντας ο γυάλινος λαµπτήρας του προς το µαύρο, νυχτερινό, της χαµηλής πρασινάδας του κήπου.
Μπροστά του µισοφαίνονταν οι κορυφές της ελιάς, της ροδιάς, της λεµονιάς και των αείλανθων. Οι κληµαταριές αριστερά άπλωναν τα ανάγλυφα πλοκάµια τους, λεπταίσθητες, µικρές αιώρες ύπνου σε σπουργίτια, καλογρίδες, µικρά ορτύκια, λαδιτάκια, τσίχλες.
Το βλέµµα του ακολούθησε το νήµα πτώσης του άστρου. Έµοιαζε τεµάχιο µετεωρίτη που κατηφόριζε, κουβαλώντας ένα µήνυµα παλιάς, ποιητικής γραφής αγαπηµένης, µε συµβολισµό και δωρεά ελπίδας, µε στίχο όλο χάρη και οµορφιά:
«Κατά βάθος, είµαι ζήτηµα φωτός».
Συγκλονισµένος, έκπληκτος, απόµεινε για αρκετή ώρα στο παράθυρο Θυµήθηκε στιγµές της παιδικής και νεανικής ηλικίας, τότε που έσβηνε τι ηλεκτρικό φως κι άναβαν τις παραδοσιακές λάµπες, τραβώντας ψηλά το φιτίλι.
Όµορφα χρόνια. Γεµάτα απλότητα, συναίσθηµα, αγάπη και αµυδρό, δηµιουργικό φως στις ανθρώπινες σχέσεις.
Η εικόνα της πτώσης του άστρου, ερχόταν και ξαναρχόταν στη µνήµη του. Έψαξε να βρει κι άλλο αστέρι να πέφτει. Τίποτε άλλο. Ένα µονάχα.
Έτρεξε να βρει το βιβλίο του Γιώργου Σεφέρη
«ΠΑΝΩ ΣΕ ΜΙΑ ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΗ ΑΧΤΙΝΑ ∆΄»:
Είπες εδώ και χρόνια:
«Κατά βάθος είµαι ζήτηµα φωτός».
Και τώρα ακόµη σαν ακουµπάς
στις φαρδιές ωµοπλάτες του ύπνου
ακόµη κι όταν σε ποντίζουν
στο ναρκωµένο στήθος του πελάγου
ψάχνεις γωνιές όπου το µαύρο
έχει τριφτεί και δεν αντέχει
αναζητάς ψηλαφητά τη λόγχη
την ορισµένη να τρυπήσει την καρδιά σου
για να την ανοίξει στο φως».
Γύρισε το βιβλίο µπροστά στις Σηµειώσεις: «Μόνο µια φορά, ένας τέλος φθινοπώρου µου φάνηκε πως µε κεραυνοβόλα ενάργεια πέρασε ο Θεός… κοντά µου. Και είπα: «Κατά βάθος είµαι… ζήτηµα φωτός». Ήταν µία εµπειρία που πρέπει να έρχεται πραγµατικά πολύ σπάνια στη ζωή µας και τη φωτίζει ολόκληρη· δεν µπορεί κανείς ρηµατικά να τη µεταδώσει».
Να λοιπόν που η µοναξιά, η θλίψη, η εναγώνια ανακεφαλαίωση και αναθεώρηση ζωής, σε στρέφουν προς το πρωτόλειο, το θεµελιακό και τη γνήσια ρίζα σου: τη φύση. Πέρα από το φθαρτό, το θνητό, το ανθρώπινο σε στιγµιαίες, πρόσκαιρες, ανούσιες µαζώξεις, έρχεται µία µαγική στιγµή που σε σπρώχνει προσανατολίζοντας σε στο εξώτερο, το συµπαντικό, στο θαύµα της ύπαρξης σου, ρίχνοντας σου την αίσθηση της όρασης κι από κει στα έγκατα του πελάγους των συναισθηµάτων, ένα κοµµάτι χρυσάφι νυχτερινό, σµίγοντας την εικόνα της φύσης µε τη ροπή του οίστρου, της γραφής, της αίσθησης, του συναισθήµατος.
Άρχισε να φαντάζεται πως το φως έσπειρε το υφάδι του στο χώµα και τη χρυσαφένια του σκόνη, για να ριζώσει ο σπόρος του, απλώνοντας δίχτυα γονιµότητας, έµπνευσης, χαράς κι επαναφοράς στον γνήσιο εαυτό του ανθρώπου.
Κοίταξε ανηφορικά τον ουρανό. Τα υπόλοιπα αστέρια τρεµόσβηναν ανατριχιάζοντας, χωρίς να διακρίνεται πουθενά το φεγγάρι. Ακούστηκε µια συλλαβή κελαηδίσµατος. Ύστερα άρχισε να βρέχει σιωπή, πλέκοντας τον αόρατο λευκό της ιστό τριγύρω, καλύπτοντας τον κήπο, τη στέγη, το σπίτι, τους τοίχους, τις κολόνες, τα µπαλκόνια, τα κάγκελα και τα σκαλοπάτια.
Μονάχα το παράθυρο έµεινε ορθάνοιχτο, δίχως κανένα φως. Και όµως. Αργά, σιγά, τα µάτια άνοιγαν ολοένα και περισσότερο, φωτίζοντας το βλέµµα µε αναµνήσεις αγάπης. Ήταν µία επιστροφή στην παλιά ζωή, τότε που απέναντι στην ύλη, στην αφθονία πραγµάτων, στον πλούτο και τη βόλεψη, ένα µικρό παιδί τα ξεχνούσε όλα στο αγαπηµένο του χωριό και βγαίνοντας στην πέτρινη αυλή τέντωνε τις αχτίδες των βλεφάρων του, να σµίξουν µε τα βλέφαρα των αχτίδων του φεγγαριού πάνω από τις καµάρες του στάβλου, έξω από τα άχυρα, πέρα από το αλώνι, τις θηµωνιές, τα χαρούπια και το µικρό κοιµητήρι.
Παραδίπλα, το γαϊδουράκι κοιµότανε κουρασµένο, εξουθενωµένο, ολοµόναχο, µε το σαµάρι και τα φορτία κατεβασµένα, δίχως ένα χάδι ανθρώπου ποτέ.
Τι όµορφα χρόνια, γεµάτα βασιλικό, κατιφέδες το χωριάτικο φτωχικό σπίτι, αραχνάκια, σκουλαρίκια κι ασβεστωµένους τενεκέδες για γλάστρες, απλωµένα κιλίµια, χοντρά δοκάρια στο ταβάνι, στέρνες, πηγάδια και σ’ όλο το χωριό, φανάρια για το φαγητό, αργαλειούς και κουδούνια µε τα δεκατέσσερα κοπανέλια.
Η ζωή του χωριάτη, δύσκολη, σκληρή, αλλά όλο φιλοξενία, ζεστό λόγο, σεβασµό, αξίες απέραντες και γνήσιο αίσθηµα.
Σε µία εποχή που ακόµα και η σιωπή του έγραφε άπειρα βιβλία εµπειριών, συναισθηµάτων, δίχως απαιτήσεις υλικών αγαθών. Με έναν µικρό κήπο όλο καρπούς, µε περιπάτους στα χωράφια για αγριόχορτα, µε εκείνα τα σαλατικά που δεν θα ξαναβλαστήσουν ποτέ, µε την παρέα στο αλώνι, να ανοίγουν τα καρώ µαντήλια µε το φαγητό, σε διάλειµµα από τη δουλειά για να µοιραστούν και να φάνε όλοι µαζί κουκιά, αγκινάρες, ραπανάκια, ψωµί απ’ τον ξυλόφουρνο, παξιµάδι ντόπιο και καλιτσούνια.
Παραδίπλα άνθιζαν οι καλοκαιρινές παπαρούνες, ανοίγοντας τις κόκκινες, ασιδέρωτες, τσαλακωµένες κουρτίνες τους, που το φως του ήλιου τις τέντωνε στον αγέρα και γέµιζαν το τοπίο µε µικρες εκπλήξεις χαράς, εκρήξεις έµπνευσης, ωραιότητας και ονείρων, σκηνές αρχαίου κλασικού θεάτρου.
Από ψηλά, έβλεπες το αγαπηµένο σου γεράκι να σβουρίζει στον ολογάλανο ουρανό µε τα φτερά τεντωµένα, ψάχνοντας για θήραµα και καινούριες ταξιδιωτικές γραµµές ζωής.
Ένα δάκρυ ξέφυγε από τη χαραµάδα του δεξιού του οφθαλµού, ακολουθώντας την κάθετη πορεία του άστρου. Οι αγαπηµένοι χωρικοί είχαν σβήσει, διάττοντες αστέρες κι εκείνοι. Κανένας δεν πήγαινε πια στο νεκροταφείο, το ζευγάρι των γερόντων είχε γίνει στάχτη, ανάβοντας τα κάρβουνα τους µονάχα στον ουρανό και στο όνειρο ή στη µνήµη.
Και ίσως, η θύµησή τους είχε προκαλέσει το θαύµα της πτώσης ενός γιγάντιου αστεριού, στέλνοντας µήνυµα στο παιδί, που τώρα ήταν ενήλικας, ηλικιωµένος, βαδίζοντας σταθερά, προς την άλλη άκρη του γαλαξία της ζωής.
Η αγάπη επιστρέφει µε την Απουσία. Τον θάνατο. Πολύ πιο δυνατή, πιο ακµαία, πιο δηµιουργική. Η στιγµή της στιγµής. Έτσι ώστε σε λυτρώνει από τη νοθεία του σύγχρονου καταναλωτισµού, της πλαστικής, παροδικής διαβίωσης, στρέφοντας το βλέµµα σου, την ακοή, την αφή, τον χρόνο σου και τον τόπο, τις υπόλοιπες αισθήσεις, πέρα από το ψεύτικο, το ποµπώδες, το υποκριτικό και το µαζικό.
Το αστέρι, το ένιωσε σαν ένα χρυσαφένιο δάκρυ, τεράστιο, γεννηµένο απ’ όλα τα δάκρυα του όταν ήταν παιδί, τότε, που ένιωθε αγάπη, γεµάτο αθωότητα, αγνότητα, νοσταλγία για το µέλλον, θλίψη για ένα σκοτωµένο πουλί από σφαίρα, για έναν γάιδαρο που τον χτυπούσαν µε ραβδί, για ένα σκυλί πατηµένο από αυτοκίνητο, για ένα άλλο παιδί, νεκρό από αρρώστια. Τότε, που η µατιά του γέµιζε τα φινιστρίνια της πρασινογάλαζο θαλασσινό νερό, βουλιάζοντας σε βιβλία παιδικά, µε πειρατές, ναυµαχίες στο Αιγαίο, και ακολουθώντας τον αγαπηµένο του Οδυσσέα, τον Ηρακλή, τον Ιάσονα, τον Θησέα, τον Μεγαλέξαντρο.
Η σκέψη του ταξίδευε τώρα. Έψαξε στο ντουλάπι και πρόσφερε στον εαυτό του µισό ποτηράκι ρετσίνα στο φως της λάµπας, επαναφέροντας το φως του αστεριού.
Επάνω στο ίδιο περβάζι, στο απέραντο σκότος, άρχισε να επαναλαµβάνει ψιθυριστά τους αγαπηµένους του στίχους:
«…για να την ανοίξει στο φως».
Ας ανοίξω λοιπόν κι εγώ τη µυστική σελίδα του εσώτερου εαυτού µου, την ώρα που ο οίστρος µε πληµµυρίζει, πέφτοντας µε τη µορφή αστεριού, στον ποιητικό χωροχρόνο των αισθήσεων.
Και άρχισε να απαγγέλλει:
«Φως της γραφής,
µες στο σκοτάδι των µατιών µου
στα σάβανα τους σαν τυλίγουν
οι άνθρωποι
και πέφτει ο θάνατος να σώσει την ψυχή σου
µέσα σε ρίζες νοσταλγίας της Λήθης…».