Ένας συγγραφέας ζει σε µια έπαυλη µόνος µε τους βοηθούς του και ψάχνει απεγνωσµένα µια θαυµάστρια για να τον ερωτευτεί.
Τι πρωτότυπο!
Όσο κι αν σας φανεί περίεργο αυτό, µπορεί να συµβεί σε κάθε χώρα, σε όλα τα µήκη και τα πλάτη του κόσµου.
Ο κύριος “Φούφουτος” (παρατσούκλι που του κόλλησαν στο στρατό) διέπρεψε στα γράµµατα, τα βιβλία του έκαναν τρελές πωλήσεις, βραβεύτηκε εδώ και στο εξωτερικό.
Ήταν όµως µόνος.
Τόσο µόνος, που από τη µανία της µοναξιάς, άρχισε να καταστρέφει τα ένδοξα βιβλία του.
Η µανία της µοναξιάς είναι το τσουνάµι της ψυχής και του µυαλού – Απρόβλεπτο, το ζεις εντελώς µόνος, και σε πνίγει.
Τώρα πια δεν αλληλογραφούσε µε κανέναν.
∆εν ήταν ότι τον είχαν εγκαταλείψει οι φίλοι του (σε αυτό δεν έδινε ποτέ σηµασία!), αλλά του έλειπε η φωτιά του έρωτα και ένα νεανικό γυναικείο κορµί.
Πίστευε ότι αυτό θα το κερδίσει, το κορµί αν αρχίσει να αλληλογραφεί µε µια θαυµάστρια του.
Τέτοια εµπιστοσύνη είχε στο γραπτό του κείµενο.
Κανένα κορίτσι όµως, δεν έδειχνε κανένα απολύτως ενδιαφέρον για τον δοξασµένο “κύριο Φούφουτο”.
Μη βάλετε τα γέλια!
Η επιτυχία, η έπαυλη, τα χρήµατα παθαίνουν “αλλεργικό σοκ”, όταν µιλούν τα κορµιά.
“Τα κορµιά και τα µαχαίρια”, που λέει και το τραγουδάκι.
Τη γεωγραφία του δικού του κορµιού την είχε ξεχάσει.
Κλεισµένος στην πλούσια έπαυλη, εγκατέλειψε τη γεωγραφία του κορµιού του και ντυνόταν µε πλουµιστές ρόµπες και παλαβά καπέλα.
Έτσι το κορµί του έγινε ένα θέαµα για ένα επαρχιακό τσίρκο.
Θα µου πεις τώρα, ότι αυτή δεν είναι µια κακή δουλειά για να βρεις το κορίτσι που λαχταράς.
Ας γίνει και τσίρκο… ο δοξασµένος.
Την έπαυλη την είχε γεµίσει µε πανάκριβους, µεγάλους καθρέφτες.
Εκεί καµάρωνε το τσίρκο του κορµιού του.
Και έλεγε: «Είµαι πραγµατικά πολύ δοξασµένος».
Οι βοηθοί του άρχισαν να φοβούνται.
Κανένα κορίτσι όµως δεν επικοινωνούσε µαζί του.
Και αυτή η µανία της µοναξιάς τον είχε κυριολεκτικά τσακίσει.
Άρχισε να κρεµά τα πανάκριβα καπέλα του πάνω από τις πλουµιστές ρόµπες, στο ύψος της µέσης του.
Έτσι καθρεφτιζόταν.
Έπαψαν και να του τηλεφωνούν. Όλοι τον ξέχασαν.
Κάθε µέρα έτρωγε δύο τούρτες σοκολάτα.
«Μα πόσο όµορφος είµαι…» έλεγε.
Ένα ηλιόλουστο πρωινό του φθινοπώρου απέλυσε όλους τους βοηθούς του, γδύθηκε τελείως και άρχισε να χτυπά το κεφάλι του µε δύναµη στον καθρέφτη.
Αµέσως µετά άρχισε να χτυπά το τηλέφωνο του, συνέχεια… µε µανία.