Είχε καιρό να καθίσει στη τουαλέτα και να παρατηρήσει τον εαυτό της στον καθρέπτη, διότι ετούτο εδώ το ασημί γυαλί δεν την ξεγέλασε ποτέ! Πάντα την αλήθεια της μαρτυρούσε: «Ότι είναι όμορφη! Και βεβαίως «πλουσία!», καθώς έλεγε τακτικά ο καραβοκύρης πατέρας! Αλλά…»
Υπάρχει κι αυτό το…«αλλά» που δεν θέλει να σκέφτεται!
Σήμερα όμως κάθεται από ώρα μπρος του και κοιτά τη μαραμένη όψη της. Πέρασαν γοργά τα χρόνια κι ούτε που το κατάλαβε! Στο μεσοδιάστημα βέβαια -τότε που κρατιόταν ακόμα καλά- έκανε έναν αρραβώνα, μα δεν παντρεύτηκε ποτέ!
Ρίχνει μια ματιά μέσα απ’ τον καθρέφτη στο σημείο όπου κάποτε έστεκε το πιάνο της μάνας. Κενός ο χώρος εδώ και δεκαετίες! Ήταν βλέπεις το πρώτο πράγμα που έφυγε απ’ το σπίτι μετά το φρικτό ναυάγιο σε μια θάλασσα ταραγμένη που κατάπιε το καραβάκι, τον πατέρα, το τσούρμο του όλο, μαζί και το εμπόρευμα που κουβαλούσαν. Καταστράφηκαν οικονομικά τότε, ύστερα ήλθε κι ο πόλεμος και στο λεπτό άλλαξαν χέρια τα χρυσάφια και τ΄ ασήμια τους όλα…
Ναι! Από πάντα της έλεγε ο καθρέφτης την πικρή της πραγματικότητα! Μα και τα πολλά τζαμιλίκια του αρχοντικού πρόθυμα συμφωνούσαν μαζί του, ολομερής θυμίζοντάς της εκείνη την τρομακτική αλήθεια, που τη βασάνιζε από παιδάκι!
Ήταν μια μέρα φωτεινή, χαρμοσύνη, ο πατέρας είχε γυρίσει από ταξίδι, φίλοι και γνωστοί είχαν καλεστεί σ’ ένα μεγάλο γλέντι, φορούσε τη καλή της οργαντίνα, ένοιωθε πριγκιποπούλα πραγματική και πηγαινοερχόταν ανάμεσά τους όλο χαρά, όταν το αυτί της έπιασε ένα ψίθυρο από μια παρέα κυριών: «Όμορφο κοριτσάκι!» ακούστηκε να λέει μια γνωστή της μαμάς. «Αλλά βρε παιδί μου, παρά τα πλούτη των γονιών, ποιος θα τη πάρει με το ένα χέρι πιο…κοντό απ’ το άλλο;»
Τι ήταν αυτό που ειπώθηκε, ετούτη εδώ τη ξέγνοιαστη κι όμορφη μέρα! Έχει το ένα χεράκι, λένε, μικρότερο απ’ το άλλο; Κι αν είναι έτσι, γιατί δεν της το έχει πει κανείς στο σπίτι ή στο σχολείο; ‘Έφυγε τρέχοντας στο μακρύ διάδρομο, στάθηκε στο πρώτο τζάμι που αντανακλούσε τη μορφή της, ανέβασε τα μανίκια ψηλά, σήκωσε και τα δυο χέρια μέχρι επάνω, και ω τι…δυσάρεστη έκπληξη! Το αριστερό της χεράκι έμοιαζε να είναι…μια…σταλιά κοντύτερο απ’ το δεξί!
Τι ψυχρολουσία ήταν αυτή!
Με πολλά, μεγάλα κι αναπάντητα ερωτήματα, διότι το πρόβλημα ήταν…όντως εκεί και με το τίποτα δεν διορθωνόταν. Με τα χρόνια αποδέχτηκε τη μικρή της διαφορετικότητα! Λίγοι εξάλλου το ήξεραν, ακόμα πιο λίγοι το παρατηρούσαν. Βέβαια προτάσεις για γάμο δεν της έγιναν ποτέ απ’ τον περίγυρο, μέχρι που τέλειωσε κι ο πόλεμος, η μισή πόλη βομβαρδισμένη, ελάχιστες οι κατοικίες και το μεγάλο σπίτι τους στο ύψωμα επάνω, προσφερόταν για ενοικίαση δωματίων. Ταχτοποίησαν με τη μάνα τις επιπλέον κάμαρες κι έγιναν «σπιτονοικοκυρές», δημοσίων υπαλλήλων κυρίως που ερχόταν με μετάθεση στο τόπο.
Επιτέλους είχαν ένα καλό έσοδο, στήριξη και μόνιμη παρέα! Μπήκε πάλι η χαρά στο σπίτι που γέμισε φωνές, κουβεντούλες και συντροφικότητα. Οι ενοικιαστές ήταν όλοι αξιοπρεπείς, νέοι άνδρες, στρατιωτικοί, δικαστικοί κι υπάλληλοι Υπηρεσιών. Έβρισκαν στο σπιτικό της ένα ζεστό, οικογενειακό περιβάλλον, συχνά-πυκνά κουβαλούσαν τρόφιμα, καλούσαν φίλους τους σε κάθε ευκαιρία κι ο ξυλόφουρνος στη κουζίνα δεν έλεγε να σβήσει. Στην αρχή ήταν όλα καλά κι η μάνα -άγρυπνος φρουρός- την έπιανε στις γωνιές και την συμβούλευε να προσέχει και να μην δίνει δικαιώματα. Είχε γίνει κι εκείνη μια όμορφη κοπέλα, τραβούσε το βλέμμα, ο κάθε καινούργιος νοικάρης έδειχνε ενδιαφέρον, της έπιανε την κουβέντα σε κάθε ευκαιρία, την κομπλιμεντάριζε, της έφερνε λουλούδια και μικρά δωράκια, αναπτερωνόταν το ηθικό της, αλλά αφού ζούσαν στο ίδιο σπίτι λογικό ήταν κάποια στιγμή ν’ αντιληφθεί και το πρόβλημά της!
Κι έτσι ένας-ένας ερχόταν κι…έφευγαν οι καλοί νοικάρηδες! Κάπου αλλού, σε κάποια άλλη μετάθεση ίσως, θα εύρισκαν το κορίτσι των ονείρων τους. Χρόνια αυτή η θλιβερή κατάσταση, δεκάδες οι απανωτές απογοητεύσεις, μέχρι που άλλαξαν οι καιροί, στα ερείπια του πολέμου επάνω άρχισαν να χτίζονται οι πρώτες πολυκατοικίες με ασανσέρ, καλοριφέρ κι όλα τα κομφόρ, και η συγκατοίκηση με σπιτονοικοκυρές ελάμβανε σιγά-σιγά τέλος.
Τότε ήλθε στο σπίτι κι ο «Τομ» ο λεγόμενος! Τη διπλάρωσε για τα καλά, και της έταξε και γάμο. Άνθρωπος που είχε εμφανιστεί απ’ το πουθενά! Καμαρωτός σαν Λόρδος και μ’ ένα ύφος αγέρωχο, λες κι ο κόσμος όλος ήταν δικός του! Παρουσιαζόταν σαν έμπορος υφασμάτων, και για λίγο καιρό μπαινόβγαινε στο σπίτι, κουβαλώντας εμπορεύματα που είχε μόλις παραλάβει, για να τα διανείμει σε μαγαζιά της πόλης. Η μάνα βέβαια δεν τον ήθελε καθόλου κι έκανε το παν να τον διώξει. Δεν χρειάστηκε όμως, διότι έφυγε μια μέρα από μόνος του, σαν κυνηγημένος, αφήνοντας στον κάτω όροφο δυο καλοτυλιγμένα τόπια πανί. Χάθηκε κι αυτός από προσώπου γης, δεν ξαναφάνηκε στη πόλη κι έμειναν τα πανιά στο ράφι να της θυμίζουν τις αποτυχίες της όλες…
Στο μεταξύ πέθανε η μάνα, κι έμεινε πεντάρφανη χωρίς έσοδο, χωρίς ελπίδα…
Κι όμως είχε δουλέψει μια ζωή!
Μαγείρευε, έπλενε, σιδέρωνε τα ρούχα των νοικάρηδων, καθάρισε τα δωμάτιά τους, περιποιόταν τους φίλους τους, μα σύνταξη δεν θα έπαιρνε βέβαια απ’ αυτή την δουλειά! Στην απελπισία της επισκέφτηκε μια μέρα ένα παλιό νοικάρη, που είχε περάσει κάποτε απ’ το σπιτικό της -και της είχε δείξει ιδιαίτερη συμπάθεια- και του εξήγησε τη κατάσταση: «Είχα μερικές οικονομίες που τελειώνουν…Σύντομα θα μου κόψουν το ρεύμα…Και δεν θα έχω ούτε να φάω!» του εξομολογήθηκε. «Αν μπορείς βοήθησε!» Άνοιξε ο άνθρωπος το πορτοφόλι του, της έδωσε δυο κατοστάρικα και φώναξε τη γυναίκα του να της γεμίσει μια σακούλα τρόφιμα απ΄ το ντουλάπι.
«Για ό,τι χρειαστείς μην διστάσεις να έλθεις σ’ εμάς!» της είπε. «Θα σε βοηθήσω όσο μπορώ…αλλά έχω κι εγώ οικοδομή στη μέση και δεν έχω ευχέρεια να σε στηρίξω όσο θα ήθελα!»
Να πάλι αυτό το…«αλλά»!
Μα για όλ’ αυτά βέβαια, φταίει η…τιμιότητά της!
Επέστρεψε ταπεινωμένη σπίτι της, αλλά και φοβισμένη πολύ, για το τι τη περίμενε απ’ εδώ και πέρα. Έγινε λοιπόν…ζητιάνα; Μια κακομοίρα που θα γύριζε από σπίτι σε σπίτι και θα εκλιπαρούσε, θα…επαιτούσε για μια σακούλα τρόφιμα! Όχι! Αυτό δεν θα ξαναγινόταν! Της έχουν μείνει αρκετά πραγματάκια που αξίζουν, όπως η γαλλική λάμπα με το εντυπωσιακό καπέλο. Την άλλη φορά που θα πήγαινε θα του τη πρόσφερε δώρο. Σίγουρα κατιτί θα της έδιναν και γι΄ αυτήν! Και μερικά τρόφιμα ίσως…
Όμως πόσο άκομψο θα φαινόταν στη γειτονιά, πόσο θα την κουτσομπόλευαν ξανά, αν την έβλεπαν να κουβαλά μια ψηλή λάμπα με πελώριο καπέλο και να κατηφορίζει προς τη πόλη! Θα γελούσαν με τη ψυχή τους και πάλι θα τη κορόιδευαν. Ήταν και στα μαχαίρια με τον πιο κοντινό γείτονα που ήθελε να δώσει το σπιτάκι του αντιπαροχή, μα δεν έφταναν τα τετραγωνικά και την πίεζε να δώσει κι αυτή το δικό της. Της τάζανε με τον εργολάβο λαγούς και πετραχήλια, μα ήταν σίγουρη πως θα την αδικούσαν και πάλι…
Τους ξέρει από πρώτο χέρι εξάλλου, αυτούς τους εκμεταλλευτές, μετά το γερό…χαστούκι που είχε φάει στην κουζίνα απ’ τον…εξαφανισμένο αρραβωνιαστικό, μια μέρα που η μάνα πότιζε τον κήπο της αυλής. Δεν το είπε ποτέ σε κανέναν! Του είχε ζητήσει να πληρώσει, έστω ένα απ’ τα ενοίκια που χρωστούσε, για να μην μεγαλώνει το χρέος τους στο τεφτέρι του μπακάλη, και πήρε εις απάντηση, ένα γερό σπρώξιμο κι ένα κοφτό χαστούκι στο μάγουλο!
Ναι! Την είχε χτυπήσει…Για να την εκφοβίσει σίγουρα…
Και το κατάφερε μια χαρά, καθώς κάθε φορά που γύριζε, φορτωμένος το ένα ή το άλλο, πλάκωνε η ψυχή της. Εγκλωβισμένη ολότελα μέσα στην ανημποριά της, γινόταν όλο και πιο απαθής, όλο και πιο υποχωρητική μέχρι που ευτυχώς έφυγε μόνος του κι ησύχασε απ’ αυτόν! Τα προβλήματά της όμως συνεχίστηκαν, καθώς η έλλειψη πόρων και χρημάτων την είχε αποδυναμώσει ολότελα…
Πως θα μπορούσε άραγε να τα βγάλει πέρα χωρίς καθόλου χρήματα; Μήπως να ξετύλιγε τα ξεχασμένα υφάσματα του αρραβωνιαστικού, να έκοβε μερικά μέτρα και να τα έδινε κομμάτι-κομμάτι όπου μπορούσε;
Στη σκέψη ένοιωσε τη καρδιά της να χτυπά δυνατά…Σίγουρα αυτό δεν ήταν…το «πρέπον», θα ήταν όμως μια…προσωρινή λύση μέχρι κατιτί καλύτερο να βρεθεί…
Κατέβηκε στο ισόγειο, έκλεισε τις κουρτίνες και με δυσκολία τράβηξε απ’ το ράφι το πιο ελαφρύ τόπι. Ένοιωθε βλέπεις, πάλι τη καρδιά της να κονταροχτυπιέται με τη συνείδησή της, μα έπρεπε να προχωρήσει. Είχε και μια ανησυχία κι έναν μεγάλο φόβο, μήπως ήταν…όντως κλοπιμαία, όπως…υπέθετε η μάνα!
Δεν ήθελε με το τίποτα να γίνει…κλεπταποδόχος!
Όμως κάποια, μυστική λες, δύναμη την ωθούσε να το ανοίξει…
Το ακούμπησε πάνω στο μπαμπού τραπέζι -που το καλοκαιράκι έβγαζαν στον κήπο κι έκαναν εκεί τ’ αξέχαστα, θερινά τους γλέντια- έσκισε με τρεμάμενα χέρια το προστατευτικό χαρτί και να μπρος της μια…πανδαισία χρωμάτων!
Ήταν μια διάφανη, λουλουδάτη μουσελίνα, που απλώθηκε στον χώρο σαν μαγικό μαγνάδι και τη ταξίδεψε…
Πόσα και πόσα δεν πέρασαν απ’ το μυαλό της εκείνη τη στιγμή! Έσυρε προς τα έξω ένα μακρύ κομμάτι, το έκοψε, το ‘βαλε πάνω της σαν πέπλο, ύστερα τράβηξε τη κουρτίνα και κοιτάχτηκε θαρραλέα στο τζάμι, ενώ από κάτω η πόλη χανόταν μες στη θαμπάδα της απογευματινής ραστώνης.
Τι όμορφη που ήταν αλήθεια!
Και τι όμορφα που ήταν όλα γύρω της, καθώς παραπάτησε ζαλισμένη μέχρι τον μπαμπού καναπέ, έκατσε πάνω κι ένοιωσε να τη σκεπάζει ένα αέρινο υφάδι από λουλούδια, ευωδιές και γαλήνη…
Κάποτε άνοιξε τα μάτια. Πόση ώρα έμεινε εκεί, σκεπασμένη με την μουσελίνα, δεν μπορούσε να υπολογίσει. Πάντως η ώρα είχε περάσει, γιατί πέρα απ’ το ανοιχτό παράθυρο ο ήλιος έδυε μέσα σ’ ένα ρόδινο σύννεφο που απλωνόταν παντού, αγκαλιάζοντας προστατευτικά την όμορφη πόλη μας.
Κι αυτή που φοβήθηκε πως θα πάθαινε…ανακοπή!
Τσίμπησε το χέρι για να βεβαιωθεί πως ήταν ακόμα ζωντανή.
Ναι, ήταν, αλλά γιατί την συγκίνησε τόσο πολύ ένα κομμάτι πανί; Γιατί νοιώθει μια…ανεξήγητη χαρά μέσα της; Και τι είν’ αυτή η…ανυπομονησία να…βρει μία καλύτερη λύση, που την κατακυρίευσε ξαφνικά;
Έγινε μήπως κάποιο θαύμα ή απλώς άλλαξε μυαλά;
Όντως είχε περάσει δυσκολίες, μα πρέπει να παραδεχτεί πως έζησε και πολλές όμορφες κι αξέχαστες στιγμές! Εδώ σ’ αυτόν τον κήπο τον πάντα ολάνθιστο, στο πατρικό της, το αγαπημένο, που δεν μπορούσε με το τίποτα ν’ αποχωριστεί. Παρά τα χρόνια του, το σπίτι είναι γερή κατασκευή και σε καλή κατάσταση ακόμα, μια που τότε που είχαν γίνει σπιτονοικοκυρές με τη μάνα, όλο και κατιτί πρόσθεταν στην οικοσκευή του, όλο και κατιτί επισκεύαζαν…
Είδε τον εαυτό της στο τζάμι να…χαμογελά και αναθάρρησε. Δεν θα μπορούσε τάχα μου να γίνει πάλι μια καλή …σπιτονοικοκυρά; Τόσα και τόσα παιδιά έρχονται απ’ τα κοντινά χωριά στη πόλη, για να βγάλουν ένα Γυμνάσιο ή μια Σχολή. Και πόσοι μοναχικοί εργαζόμενοι χωρίς στέγη δεν αναζητούν καθημερινά έναν αξιοπρεπή, ζεστό χώρο να συγκατοικήσουν;
Ναι! Αυτό θα κάνει!
Θα ανασκουμπωθεί και με το τίποτα δεν θα επιτρέψει ξανά στην ψυχή της να βυθίζεται σε απόγνωση. Θα οργανώσει το σπίτι, θα ζητήσει από φίλους και γνωστούς που τη γνώριζαν από παλιά να την συστήσουν, θα βρει και μια καλή κοπέλα να τη βοηθά…
Σηκώθηκε όλο χαρά και πήρε τον δρόμο για τον πάνω όροφο.
Ναι! Θα τη πάλευε ξανά τη ζωή!
Με τιμιότητα, με δύναμη, με κέφι, μ’ αισιοδοξία…
Εξάλλου δεν ήταν πια η γυναίκα που μεμψιμοιρούσε, μαράζωνε και παραδινόταν!
Είχε αλλάξει…
Δεν φοβόταν πια τους καθρέφτες, ούτε τα τζαμιλίκια, ούτε και τις ατυχίες της όλες!
Μα ούτε και τους ανθρώπους…