Και μέσα σ’ όλες τις δυσκολίες των καιρών και τα τόσα δένδρα που χάνονται άδικα κι αφήνουν ανοιχτές πληγές στη γη, ήλθε κι άλλος ένας… θάνατος θλιβερός
-ανούσιος κατά βάση- που άφησε κι άλλα βάρη στη ψυχή της.
Γιατί η μουσμουλιά του πατέρα είχε την ιστορία της! Ήταν ένα υπερήφανο δένδρο που μετρούσε μισό αιώνα ζωής. Μ’ έναν λυγερό κορμό, γεμάτο φυλλωσιές και μούσμουλα, ακόμα και στο πιο αδύναμό της κλαδάκι. Σε πείσμα των καιρών άνθιζε και κάρπιζε στα δυο τετραγωνικά μιας πίσω αυλής. Χαμένη κάτω απ’ τους ίσκιους των γειτονικών πολυκατοικιών, με το καυσαέριο των δρόμων να την τρέφει καπνιά, τ’ απόνερα απ’ τα γύρω μπαλκόνια να τη ποτίζουν χλώρια κι απολυμαντικά. Εκείνη όμως πάλευε να επιβιώσει, υψώνοντας το κορμί της προς τα πάνω, αναζητώντας ήλιο και καθαρό αέρα στο γαλάζιο τ’ ουρανού. Ψηλόλιγνη καθώς ήταν, με τα χρόνια ο κορμός της άρχισε να γέρνει επικίνδυνα προς τις διπλανές πολυκατοικίες…
Στάθηκε η ιδιοκτήτρια μπρος της μια μέρα που μαινόταν ο αγέρας και κοιτούσε όλο απόγνωση τα πάνω κλαδιά της που καταχτυπούσαν με δύναμη τη πιο κοντινή τζαμαρία.
Αν έσπαζαν θα γινόταν… χαμός! Κι αν έπεφταν σε κάποιο μπαλκόνι του πρώτου ή του δευτέρου όπου ζουν μικρά παιδιά; Κάτι έπρεπε να κάνει πριν να’ ναι αργά…Θα το άντεχε όμως! Βλέπεις τη μουσμουλιά την είχε φυτέψει ο πατέρας, τότε που ήταν μικρό κορίτσι κι ο κηπάκος τους έβλεπε ως πέρα τ’ αντικρινά βουνά. Του άρεσε του πατέρα να φυτεύει και της είχε αφήσει δένδρα πολλά στο περιβόλι, μα ετούτο εδώ το μοναχικό της πόλης ήταν μέρος της ζωής της, κομμάτι της ψυχής της. Πως να το αποχωριστεί;
Η πρώτη σκέψη να κοπούν μόνο τα πάνω κλαδιά δεν ευώδωσε, διότι ο κορμός είχε γείρει από χαμηλά, και τα προβλήματα θα επαναλαμβανόταν. Με βαριά καρδιά πήρε την απόφαση. Όταν έφθασε η δύσκολη ώρα η μουσμουλιά αρνιόταν να παραδοθεί. Δύσκολα αποκόπηκαν τα κλαδιά, ακόμα πιο δύσκολα ο κορμός με τους καρπούς της ν’ αποκολλώνται κατά δεκάδες σε κάθε κίνηση του πριονιού και να φεύγουν προς το λίγο χώμα της αυλής, προκαλώντας της κι άλλη ταραχή. Σίγουρα από εκεί ψηλά που βρισκόταν ο πατέρας θα κουνούσε το κεφάλι απογοητευμένος!
Τέλειωσαν όλα κι έμεινε τώρα στη γη ένα κουτσουρεμένο κομμάτι του αγαπημένου δένδρου, που όμως είχε γερές κι ακμαίες ρίζες, κι ως φαίνεται δεν είχε έλθει ακόμα η ώρα του!
Διότι σύντομα έβγαλε απ’ τις πλευρές του κορμού που είχε απομείνει, τρία κλαδιά με μια τούφα στιβαρά φυλλαράκια το καθένα, που όλο ανέβαιναν κι ανέβαιναν! Κι ολόγυρά τους μια-δυο μικρές…μουσμουλιές ξεσυνεριζόταν η μια την άλλη ποια θα φτάσει πιο ψηλά!
Στάθηκε η κόρη εμπρός τους όλο χαμόγελο, μετά σήκωσε το κεφάλι προς τον ουράνιο θόλο και είπε: «Είδες πατέρα. Θα γίνει εδώ δασύλλιο!! Κι εγώ από κοντά θα το προσέχω! Θα βάζω υποστυλώματα στους κορμούς, θα τους λέω γλυκά λογάκια και θα τους ποτίζω μόνο καθαρό νεράκι!!
Μην στεναχωριέσαι, λοιπόν! Διότι όπως βλέπεις τίποτα δεν πεθαίνει πραγματικά! Φθίνει μόνο για λίγο, κι ύστερα ξαναγεννιέται…».