Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024

Διήγημα: Η επιστροφή

Μὲ τὸ ποὺ ξεπρόβαλαν οἱ πρῶτες ἡλιαχτῖδες καὶ ξεκίνησαν γιά τὴν πόλη μας. Ἀχάραγα. Ξύπνησαν ὅλοι, ἀκόμη κι ἀπὸ τοὺς πετεινοὺς νωρίτερα. Καὶ βιαστικὰ πῆραν τοὺς δρόμους καὶ τρέχουν πρὸς τὸ βουλευτήριο δίχως τίποτα νὰ μπορεῖ νὰ τοὺς ἐμποδίσει.  Τρέχουν ἀλαχάνιαστα, μικροί καί μεγάλοι, ὅπως τὰ ὁρμητικὰ νερὰ ἑνὸς χειμάρρου ποὺ στὸ διάβα τους συντρίβουν κάθε φράγμα.

Νέκρα παντοῦ στὴν ἀγορά. Μηδενὸς ἐξαιρουμένου οἱ ἔμποροι κι οἱ ἀργυραμοιβοὶ, χωρίς γκρίνιες καί μεταξύ τους φασαρίες ὅπως κάθε ἄλλο πρωινό, δὲν στήνουν τοὺς πάγκους τους κι ἀπὸ κοντὰ οἱ ἐπαγγελματίες κρατοῦν κλειστὰ τὰ μαγαζιά τους σήμερα.
Οἱ συγκλητικοί, τοῦ ἔθνους οἱ σωτῆρες, τὶς χρόνιες καί πλήρεις διχόνοιας συζητήσεις τους παρατοῦν καὶ φορῶντας ὁλοκαίνουργιες τηβέννους καὶ ἐκεῖνοι μὲ φτερωτά σανδάλια, θαρρεῖς, τοῦ Ἑρμῆ στὰ πόδια κατευθύνονται στὸ βουλευτήριο ὅπως καὶ τῆς πόλης τὸ ἱερατεῖο καί ὅλος ὁ δῆμος. Ὅμοιοι, λὲς, μὲ τίς μῦγες μόλις ἀντιληφθοῦν ψοφίμι.
Πολέμαρχοι, στρατηγοί, χιλίαρχοι καὶ οἱ λεγεῶνες τους γυάλισαν τὶς πανοπλίες τους καὶ ξεσκούριασαν τὸν ὁπλισμό τους καὶ πῆραν μαζὺ μὲ τοὺς ἄλλους τὸν ἀνηφορικὸ δρόμο. Ποῦ διάθεση γιὰ σκοπιὰ ἢ καθαρισμὸ τῶν στρατώνων σήμερα;
Οἱ τριήρεις ἄραξαν στὰ λιμάνια, οἱ τριήραρχοι καὶ οἱ ναῦτες στὴ στεριὰ ἐξορμοῦν, μὲ τὴν ἴδια λαχτάρα ποὺ εἶχε ὁ Ὀδυσσέας ὅταν ξαναπάτησε τὸ πόδι του στὴν γλυκιά του γεννήτρα Ἰθάκη.
Μέχρι καὶ ὁ ἀγαπητὸς Εὐδαίμων ἀφήνει τὸ φαγὶ στὴ μέση καὶ τρέχει ἀπὸ τοὺς πρώτους θέση νὰ προλάβει νὰ καθίσει κι αὐτὸς στὸ κατάμεστο ἀπὸ λαὸ βουλευτήριο.
Λύκους καὶ ἀλεποῦδες μπορεῖς νὰ δεῖς δίπλα – δίπλα μὲ πρόβατα καὶ κοτόπουλα καὶ σκύλους ἀντάμα μὲ γάτες καὶ κόρακες μὲ τὰ περιστέρια. Ὅλοι ξεχνοῦν τα μεταξύ τους μίση καὶ μὲ μιὰ πρωτόγνωρη ἀνακωχὴ συγκεντρώθηκαν πλάϊ στὸ ἀνθρωπολόϊ.
Οἱ ραβδοῦχοι, ἔναντι ἁδρῆς ἀμοιβῆς, ἔχουν πολλὴ δουλειά, ἴσα ποὺ καταφέρνουν τὸ πλῆθος νὰ δαμάσουν καὶ τὸν καθένα ἥσυχος νὰ βρεῖ μιὰ θέση νὰ κάτσει πείθουν.
Γέμισε τὸ σημαιοστολισμένο καί ἀνθοσκέπαστο βουλευτήριο. Σὰν σφηκοφωλιά. Ὁ ἥλιος εἶχε φτάσει πιὰ μεσούρανα, καίει δυνατά ὅσους δὲν εἶχαν λάβει ἔγκαιρα τὰ μέτρα τους .
Σήμερα, στὴν πόλη ξαναγύρισε ὁ Εὔπολις, τῶν Ἀρίστων ὁ ἀρχηγός. Πέντε χρόνια ἐξοστρακισμένος ἦταν μακριὰ ἀπὸ τὰ πάτρια χώματα καὶ τῆς ἐξουσίας τὰ ἕδρανα. Στῆς πολιτικῆς τὴ σκηνὴ θέλει νὰ ξανανέβει, τοῦ ἔλειψε τὸ χειροκρότημα τὸ ζωογόνο τῶν ὑποκριτῶν.

Ὁ λαός, μόλις τὸν ἀντικρίζει, ζητωκραυγάζει. Οἱ βουλευτὲς δὲν ἀποκάμνουν νὰ χειροκροτοῦν. Σιμά τους, οἱ κόλακες τὴν εὐκαιρία δὲ χάνουν, ποτίζουν μὲ τὰ σάλια τους τὸ δέντρο τῆς ἐξουσίας, τὰ γλοιώδη δίχτυα τῶν ἐπαίνων τους ρίχνοντας ἀσταμάτητα.
Πολλὰ σπουδαῖα λέει ὁ Εὔπολις δίχως ἄλλο.  Ἰσχυρίζεται σωτηρία ἀπὸ τὰ δεινά, ποὺ μᾶς ἔφεραν τὰ περασμένα χρόνια οἱ δημοκρατικοί, πώς θά δώσει στὰ διψασμένα γιά τό προσωπικό του συμφέρον ὁ καθένας καὶ πεινασμένα γιά τή δική του εὐημερία πλήθη.
Ἡ πεῖρα στὴν πολιτικὴ καὶ ἡ ἡλικία τοῦ ἀρχηγέτη, παιδὶ μπῆκε σὲ αὐτὴν καὶ τώρα ἐγγίζει τὰ 70 του χρόνια, θύμιζαν σὲ κάποιους τὸ γερήνιο Νέστορα. Μὰ ὁ Εὔπολις μήτε τὴ γνώση, μήτε τὴ φρονιμάδα τοῦ ὁμηρικοῦ ἥρωα εἶχε, ἀλλά, ὅποιος τὸν ἤξερε ἀπὸ παλιὰ καὶ καλὰ τὸ καταλάβαινε, πιὸ πολὺ μέσα του φώλιαζαν ἡ σκληρότητα τοῦ Ἡρώδη καὶ ἡ πονηράδα τοῦ Ὀδυσσέα.
Στὴν πόλη μας ὑπόσχεται τὴν χαμένη της τιμὴ θὰ δώσει. Δὲ λέει, ὅμως, σὲ τί τιμὴ θὰ τὴν ἔδινε ἐὰν βρισκόταν σὲ ζόρι καὶ ἔπρεπε κάτι στὸ σφυρὶ νὰ βγάλει.
Λέει καί ξαναλέει σὲ ὅλους πὼς θὰ δώσει ἐπιδόματα καὶ δῶρα γιὰ τοὺς πενέστερους ἡμῶν, ἴσως ἐπειδὴ δὲν ἠμπορεῖ καὶ δὲν θέλει μέτρα νὰ πάρει τὴν ἴδια τὴν φτώχεια νὰ καταπολεμήσει.

Ὁ συρρεύσας, ὅμως, σήμερα δῆμος ἐμπιστοσύνη δείχνει νὰ τοῦ ἔχει καὶ τὸν ἐπευφημεῖ, ἔχοντας ἀπομείνει ἔκπληκτος καὶ ἐνεός ἀπό τὴν φαινομενικὴ πολυμάθεια γιὰ τὰ ἐσωτερικά, τὰ ἐξωτερικά, τὴν οἰκονομία καὶ τὴν παιδεία, γιὰ ὅλα τοῦ πολιτευτῆ!
Καθὼς σὲ μιὰν ἄκρη στεκόταν ὅπως τὸ μέλαν πρόβατο ἐντὸς πάλλευκης ποίμνης καὶ τὸ πλῆθος παρατηροῦσε ἀθόρυβος και δίχως κανείς νά τοῦ δίνει προσοχή ὁ Λάζαρος ὁ Κρὴς, πέρασε σιωπηλὰ μιὰ σκέψη καὶ χάϊδεψε τρυφερὰ τοῦ νοῦ του τὰ κύτταρα σάν δροσερό ἐαρινό ἀεράκι  : «Οἱ λόγοι οἱ μεγάλοι καὶ οἱ φαῦλοι δὲν λύνουν, μὰ γεννοῦν κι ἄλλες ὑποχρεώσεις!»  Καὶ λύπη τὸν γέμισε γιὰ τὸ λαό, γιατί ἐκεῖ μπροστὰ βροντεροφώνως ἐπευφημοῦσε τὸ γηραιὸ πολιτευτή, τὸν Εὔπολι, ποὺ μὲ τὰ λατινικὰ καὶ τὰ ἑλληνικά του τὰ ρητὰ τὸν εἶχε συνεπάρει τόσο πού δὲν μποροῦσε πίσω ἀπ’ αὐτὰ νὰ διακρίνει τὴν βαθιὰ κρυμμένη ἀλήθεια.

*Πᾶσα ὁμοιότητα μὲ πρόσωπα καὶ
καταστάσεις ἐντελῶς συμπτωματική…


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα