Μια φορά κι έναν καιρό, μία μικροσκοπική, γκριζοπράσινη κάμπια, ζούσε σε ένα καταπράσινο λιβάδι με πλούσια βλάστηση, γεμάτο ευωδιές από τα πολύχρωμα λουλούδια και καθαρό αεράκι που δρόσιζε ακόμα και το πιο κρυφό σημείο της κοιλάδας. Ο ήχος από το νερό στο ρυάκι χάιδευε στοργικά τα αυτιά των ζώων που ζούσαν εκεί, αλλά και όποιου άλλου είχε την τύχη να επισκεφθεί αυτόν τον μικρό παράδεισο. Μέσα στην τόση ομορφιά μονάχα η μικρά κάμπια ένιωθε δυστυχισμένη. Πλημμυρισμένη από τα αρνητικά συναισθήματά της, δεν μπορούσε να ευχαριστηθεί καμία μέρα της καθημερινότητάς της.
Το πανέμορφο λιβάδι φιλοξενούσε και πολλά άλλα ζωύφια λόγω των ιδανικών συνθηκών ζωής που τους παρείχε. Κάθε μέρα που περνούσε, όταν όλα τα έντομα έβγαιναν για να βρουν τροφή, η μικρή ευαίσθητη κάμπια έμενε κάτω από τα φυλλώματα του δέντρου με την υγρασία και το σκοτάδι να την καταπίνουν. Προτιμούσε να βγαίνει μόνη της, όταν δεν θα υπήρχαν τα βλέμματα των άλλων πάνω της. Έτσι περνούσαν οι μέρες και η καθημερινότητά της δεν άλλαζε, ενώ ένιωθε ένα αβάσταχτο ψυχολογικό βάρος να την καταπλακώνει όλο και περισσότερο. Συνήθιζε να περνάει ένα μεγάλο μέρος του χρόνου της καθρεφτίζοντας το πρόσωπο της στα νερά μιας κοντινής λίμνης και να παρατηρεί επίμονα τα λιγότερο όμορφα χαρακτηριστικά πάνω της, λέγοντας συνεχώς στον εαυτό της πόσο άσχημη ήταν. Ο καιρός περνούσε και η ζωή της γινόταν ολοένα και πιο αφόρητη.
Μία μέρα λοιπόν, η μικρή πράσινη κάμπια ξύπνησε το πρωί, έβγαλε το μικρό της κεφάλι έξω από το φύλλωμα του δέντρου προς τον γαλανό ουρανό και κοίταξε αν οι υπόλοιπες κάμπιες είχαν βγει για να βρουν τροφή. Μόλις κατάλαβε ότι βρισκόταν μόνη της, μη βλέποντας κάποιον γύρω της, βγήκε διστακτικά έξω. Την στιγμή όμως που ανέβαινε στο φύλλο της για να φάει, δύο άλλες κάμπιες εμφανίστηκαν από πίσω της.
-“Κοίτα την άσχημη, να φάει πήγε πάλι!”, είπε η μία στην άλλη.
-“Δες, δεν έχει ούτε μια κηλίδα πάνω της, είναι τελείως άχρωμη και άχαρη!”, συνέχισε η άλλη. Τότε, η μικρή κάμπια σύρθηκε κλαίγοντας όσο γρηγορότερα μπορούσε με προορισμό το μοναδικό μέρος που μπορούσε να πάει για να κρυφτεί. Κάθισε για μία ακόμη φορά μπροστά από την καταγάλανη λίμνη και αναρωτιόταν γιατί να μην καταφέρνει να απολαύσει έστω για μία μονάχα στιγμή την καθηλωτική και εξωπραγματική ομορφιά της.
-“Γιατί να μην με συμπαθεί κανένας; Γιατί να είμαι τόσο άσχημη και απωθητική; Τι έκανα λάθος;”, μουρμούρισε καθώς τα δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της. Ξαφνικά, ενώ κοιτούσε το κενό, παρατήρησε μία οικογένεια με πάπιες. Ένα έντονα απόκοσμο συναίσθημα άρχισε να διαπερνά το κορμί της, γεμίζοντας την με θυμό και μίσος για την ίδια. Μετά από λίγο η κάμπια φώναξε:
-‘Έ, εσύ! Πάπια! Ναι, σε εσένα μιλάω, έλα εδώ αμέσως!” Το παπάκι που είχε μείνει πίσω, ξεμακραίνοντας από τα υπόλοιπα αδερφάκια του, γύρισε και κοίταξε με απορία την κάμπια και ένα γλυκό συναίσθημα ενθουσιασμού γαλήνεψε την ψυχή του. Ήταν χαρούμενο που θα έκανε επιτέλους έναν φίλο, έστω και τη μικρή κάμπια. Όταν πλησίασε, ο διάλογος μεταξύ τους έκανε τις καρδιές και των δύο να σφιχτούν.
– Γεια σου κάμπια, μου μίλησες;
– Σε παρακαλώ πάπια, φάε με! Κάνε μου αυτήν τη χάρη! Δεν αντέχω άλλο να ζω μία ζωή που όλοι θα με κοροϊδεύουν και θα μ’ έχουν στο περιθώριο! Περνάω την κάθε μου μέρα σέρνοντας μάταια κάτω το κορμί μου, βουλιάζοντας στη μοναξιά και τη δυστυχία. Όλοι με μισούν… Βλέπω τις υπόλοιπες κάμπιες, που είναι όμορφες και με έντονα χρώματα, να διασκεδάζουν μεταξύ τους και να δημιουργούν σχέσεις. Εγώ πάντα ήμουν μόνη! Αυτό που ακούω από όλους είναι το πόσο άσχημη είμαι! Δεν μπορώ να συνεχίσω να ζω άλλο έτσι. Γι’ αυτό κάνε αυτό που σου είπα!
Το παπάκι καθώς άκουγε αυτά που του έλεγε η μικρή πράσινη κάμπια, ένιωσε να ταυτίζεται σε έναν βαθμό μαζί της, όμως υπήρχε κάτι βαθιά μέσα του που το έκανε να διαφέρει από εκείνη.
– “Σταμάτα να μιλάς αυτήν την στιγμή!”, φώναξε το παπάκι προς την κάμπια θυμωμένα.
“Εγώ δέχομαι καθημερινά την ίδια πίεση από την οικογένεια μου και έχω παρόμοια αντιμετώπιση απ’ τις άλλες πάπιες που ζουν εδώ. Τα αδέρφια μου με τσιμπάνε κοροϊδευτικά και ποτέ δεν παίζουν μαζί μου. Ποτέ δεν έχω ακούσει καλή κουβέντα από κανέναν! Κι όμως ποτέ δεν μπήκε στο μυαλό μου η ιδέα να βάλω ένα τέλος στη ζωή μου! Η γέννηση μας είναι το μεγαλύτερο δώρο που μας χάρισε η φύση και εμείς οφείλουμε να την τιμήσουμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο! Ούτε για ένα λεπτό εγώ, δεν έχασα την ελπίδα μου πως κάτι καλύτερο μπορεί να συμβεί. Η επόμενη μέρα μπορεί να είναι καλύτερη από την προηγούμενη. Εσύ όμως δεν το κάνεις αυτό και το θεωρώ πραγματικό λυπηρό…”
Η κάμπια, αφού άκουσε προσεκτικά την απάντηση της σκουρόχρωμης πάπιας ένιωσε ένα θετικό συναίσθημα, ίσως το πρώτο μετά από καιρό να λάμπει στην ψυχή της. Ταυτόχρονα ένα κύμα από τύψεις πέρασε από το μυαλό της, κάνοντας την μέσα σε ένα λεπτό να καταλάβει πόσο αυτοκαταστροφικά φερόταν στον ίδιο της τον εαυτό όλα αυτά τα χρόνια.
Πέρασε αρκετός καιρός από τη συνάντηση της κάμπιας με το παπάκι στη λίμνη και οι δυο τους δεν ξαναβρέθηκαν από τότε. Η μικρή κάμπια ξύπνησε μια μέρα, με διαφορετικές σκέψεις να έρχονται πρώτα στο μυαλό της. Ήθελε να βγει έξω, να φάει μαζί με τις άλλες κάμπιες, να κάνει φίλους και να γελάσει με όλη της την καρδιά, όπως πάντα επιθυμούσε. Έβγαλε με ενθουσιασμό το μικρό της κεφάλι από το αγαπημένο της φύλλωμα και όταν είδε ότι οι άλλες κάμπιες ετοιμάζονταν να πάνε για φαγητό, πετάχτηκε με φόρα απ’ έξω. Αυτή όμως τη φορά ένιωσε να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια της. Το πρωινό εκείνο δεν βγήκε από την σκοτεινή, γεμάτη υγρασία τρύπα στο δέντρο, αλλά μέσα από ένα στενό και ξηρό κουκούλι. Τότε, μία πανέμορφη πεταλούδα ξεπρόβαλε και άρχισε να πετάει πάνω από το καταπράσινο λιβάδι, βλέποντας τα ζώα και τα φυτά από ψηλά, νιώθοντας το δροσερό αεράκι να περνά μέσα από τα όμορφα φτερά της. Το πρώτο πράγμα που ήθελε να κάνει, ήταν να βρει την καλή της φίλη την πάπια. Πέταξε γρήγορα προς τη λίμνη φωνάζοντας:
-“Πάπια! Κοίτα με! Εγώ είμαι! Άκουσα τις συμβουλές σου. Σε ευχαριστώ που μ’ έκανες να εκτιμώ τη ζωή όσο τίποτε άλλο!”
Τότε ένας ολόλευκος κύκνος έκραξε δυνατά, κάνοντας την πανέμορφη πεταλούδα να αναγνωρίσει αμέσως το παπάκι που τόσο σοφά την είχε συμβουλεύσει πριν από καιρό και να πετάξει κοντά του όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Όταν επιτέλους ειδωθήκανε ξανά, πήγανε μαζί στα χλωρά χορτάρια και άρχισαν να παίζουν μέσα στις ανοιξιάτικες μυρωδιές από το υγρό γρασίδι και τα λουλούδια. Τώρα πια ήταν ευτυχισμένοι και μπορούσαν να ευχαριστηθούν κάθε λεπτό της καινούριας ζωής που είχε ξημερώσει για τον καθένα τους.
*Η Ειρήνη Καραντωνάκη
είναι μαθήτρια Λυκείου