Λένε πως το πεπρωµένο ανακατεύει την τράπουλα. Γι’ αυτό είχε τέτοια ανακατωσούρα η ζωή του Μιχάλη.
Κατ’ αρχήν είχε βαρεθεί το όνοµα του.
Του ‘φταιγε η νονά του.
Άκου εκεί να τον βαφτίσουν “Μιχάλη”.
Πώς θα κάνει σουξέ µε ένα τέτοιο όνοµα;
Ενώ αν τον έλεγαν “Αλέξανδρο” όλες οι πόρτες θα άνοιγαν γι’ αυτόν.
Το θέµα µε το όνοµα του το ξεπέρασε δύσκολα, αλλά το ξεπέρασε.
Συστηνόταν σε όλους σαν “Μιχάλης”.
Τον φώναξε κι ένα κορίτσι στο γραφείο “Μιχαλιό”, αλλά νευρίασε, της έκανε παρατήρηση και της το ‘κοψε µαχαίρι.
Σιγά τα αυγά. Όλοι οι “µπυθουλαίοι” Μιχάληδες είναι.
Αλλά τι να κάνεις, είχε τόσα άλλα χαρίσµατα στην ευέξαπτη φαντασία του.
Ήταν βλέπεις και το αψίκορον του χαρακτήρα του.
∆εν σήκωνε µύγα στο σπαθί του.
Ήταν ο πιο πετυχηµένος, ο πιο όµορφος, ο πιο “µερακλαντέν” που του ‘λεγαν όσοι τον προσκυνούσαν.
Κουρσάρα έξι µέτρα είχε ο Μιχάλης. 10.000 watt, 20.000 αλόγατα.
Αλλά το ονοµατάκι – ονοµατάκι. ∆ιέπρεψε ως ο “γίγας Μιχάλης”.
Είπαµε το πεπρωµένο ανακατεύει την τράπουλα.
Και ο Μιχάλης ήταν παίχτης, ήξερε να παίζει την παρτίδα.
Όλα του πήγαιναν πρίµα. Αυτοκινητάρες, λεφτουδέλια, κορίτσαροι.
∆εν ησύχαζε καθόλου.
Απαιτούσε να τον κοιτάζουν όλοι µέσα στα µάτια για να µπορεί να τους “διαβάσει” κατά που έλεγε. Βουλωµένο γράµµα διάβαζε ο Μιχάλης.
Υπάρχουν και τέτοιοι τυχεροί στη ζωή.
Το ‘λεγαν όλοι.
Κάθε βράδυ σεργιάνι ο Μιχάλης στα πιο ακριβά µαγαζιά.
Μπροστά ο Μιχάλης και πίσω η κουστωδία του.
5, 10 νοµαταίοι, πάντως ήταν πάρα πολλοί.
Ο Μιχάλης ο Σεΐχης µε τα κορίτσια του και τους ακόλουθους του.
“Σεισµός”, χαλασµός στη νυχτερινή ζωή.
Είναι αλήθεια ότι ο Μιχάλης δεν έκανε εξαλλοσύνες.
Βασίλευε πάνω στον θρόνο του, ήταν µετρηµένος και έδινε οδηγίες στην κουστωδία του, µέσα στα νυχτερινά µαγαζιά.
Μέσα στην τόση φασαρία, µέσα στο µεγάλο τουρτουλούκι και τον χαµό, έδινε οδηγίες διά νεύµατος.
«Φύγε εσύ, έλα εσύ», αυτό ήταν το συνθηµατικό στην κουστωδία του Μιχάλη.
«Φύγε εσύ, έλα εσύ» και η νύχτα είναι µεγάλη και απρόβλεπτη.
Γεια σου ρε Μιχάλη, Σεΐχη της νύχτας.
Ένα βραδάκι είχε πάει µε την κουστωδία να τσιµπήσουν κάτι, πριν ορµήσουν στα νυχτερινά κέντρα.
Τα πολλά λόγια ο Μιχάλης στο φαΐ τα απαγόρευε.
Τους έλεγε: «Η µανούλα µου µάζευε τα ψίχουλα από το τραπέζι για να µας χορτάσει, γι’ αυτό όταν τρώτε δεν θα µιλάτε».
Ήταν όµως πολύ ευγενής…
Έκατσε η κουστωδία (ξάπλωσε δηλαδή…), παράγγειλε ο Μιχάλης τα δέοντα και χάζευε τις υπόλοιπες παρέες.
Η νύχτα ήταν δροσερή και ο Σεΐχης ήταν πολύ ορεξάτος.
Για πρώτη φορά επέτρεψε στην παρέα του να συζητήσουν λίγο.
Κουβέντα στην κουβέντα, βλέπει ο Μιχάλης να µπαίνει στο µαγαζί ένα θεσπέσιο κορίτσι.
Τέτοιο κορίτσι δεν είχε ξαναδεί.
Του έκαναν φοβερή εντύπωση τα µάτια της και το αγορίστικα κουρεµένο µαλλί της.
Ο Μιχάλης έµεινε µε το στόµα ανοιχτό και τη χάζευε.
Ήταν µόνη.
Έκατσε µόνη σε ένα τραπέζι.
Οι κινήσεις της ήταν µαγικές ή έτσι του φάνηκε.
Τέτοια όµορφα µάτια και τέτοιο µαλλάκι δεν είχε ξαναδεί και είχε ρουφήξει όλη τη νυχτερινή ζωή µε το κουτάλι.
Γυρίζει ο Μιχάλης κοιτάζει τον “τζουτζέ” και του λέει: «Πήγαινε να τη φέρεις στο τραπέζι µας αµέσως».
Πάει σεινάµενος κουνάµενος ο τζουτζές, λέει τρεις κουβέντες στο κορίτσι και γυρίζει αµέσως πίσω.
– Τι έγινε; ρωτά ο Μιχάλης.
– Με έβρισε…, απαντά ο τζουτζές.
Σηκώνεται τότε µε νεύρα ο Μιχάλης, πλησιάζει το κορίτσι και το ρωτά «πώς σε λένε;»
– ∆εν σε νοιάζει, του απαντά.
– Πώς σε λένε;
– Θέλω µία επιταγή µε 50.000 ευρώ για να σου πω το όνοµα µου, λέει το κορίτσι και τον κοιτά διαπεραστικά στα µάτια.
Βγάζει το µπλοκ επιταγών ο Μιχάλης και τη ρωτά «Τι όνοµα να γράψω;»
– Γράψε πως δεν µε είδες.