Ήταν ένα ανοιξιάτικο δροσερό πρωινό, που βρέθηκα στον υπόγειο ηλεκτρικό σταθμό της Ομόνοιας, περιμένοντας τον συρμό, να επιβιβαστώ με κατεύθυνση τον Πειραιά. Είναι αλήθεια ότι η έντονη φασαρία γύρω μου, οι φωνές των λαχειοπωλών κι άλλων μικροπωλητών, οι διάφορες συζητήσεις, η πολυκοσμία κ.λπ. δεν με ενοχλούσαν. Αντίθετα, απολάμβανα όλες εκείνες τις εικόνες, κάνοντας διάφορες σκέψεις για την πολυτάραχη ζωή των πολιτών της Αθήνας. Δεν πέρασαν 2-3 λεπτά και ο συρμός έφτασε κι αμέσως επιβιβάστηκα για τον τελικό προορισμό μου, τον Πειραιά. Δεν ξέρω αν ο Μεγαλοδύναμος έβαλε το χέρι του ή βοήθησε και ο δαίμονας, βάζοντας κι εκείνος την ουρά του, ώστε να βρεθώ τη συγκεκριμένη μέρα και ώρα στο μέρος εκείνο, αλλά αν και κανένας από τους δύο δεν βοήθησε και ήταν ένα τυχαίο γεγονός. Ήταν ένα γεγονός που γράφτηκε με ανεξίτηλο μελάνι στις σελίδες της μνήμης μου και δεν θα σβήσει ποτέ, όσο υπάρχω κι αναπνέω πάνω στη γη.
Δεν θυμάμαι ακριβώς σε ποιον σταθμό ήμουν όταν επιβιβάστηκε -εκτός των άλλων- και μια ώριμη κυρία, η οποία ήρθε και κάθισε ακριβώς απέναντί μου. Κι ενώ εγώ κοιτούσα έξω από το παράθυρο αμέριμνος τις διάφορες εικόνες που ξετυλίγονταν μπροστά μου, ένιωσα ότι τα μάτια της εν λόγω κυρίας δεν έλεγαν να φύγουν από πάνω μου. Δεν έδωσα και μεγάλη σημασία αλλά όσο προχωρούσε ο συρμός προς τον τελικό του προορισμό, η ματιά της εξακολουθούσε να είναι καρφωμένη πάνω μου, σαν να ήθελε να διακρίνει κάτι το γνώριμο -ίσως σημάδι- σε μένα, που θα της έδινε το δικαίωμα να μου μιλήσει. Στη συνέχεια, κάποια στιγμή σηκώθηκε όρθια, με πλησίασε και σκύβοντας από πάνω μου, μου είπε σχεδόν ενδόμυχα: «Εσύ δεν είσαι ο κύριος…» λέγοντας το όνομά μου, ενώ τώρα τα μάτια της είχαν πάρει μια περίεργη φωτεινή λάμψη.
«Ναι», της απάντησα κάπως αμήχανος.
Κοιτάζοντάς την όμως πιο προσεκτικά, αναγνώρισα ποια ήταν, προφέροντας έκπληκτος το όνομά της, με τρόπο και φωνή που δεν μπορώ να περιγράψω.
Έπειτα από λίγα δευτερόλεπτα σιωπής, δίχως να ξέρουμε το “γιατί”, αγκαλιαστήκαμε προφέροντας ο ένας το όνομα του άλλου, μπροστά στα έκπληκτα μάτια των συνεπιβατών μας. Στον επόμενο σταθμό αποβιβαστήκαμε από το τρένο και πιασμένοι χέρι-χέρι σαν μικρά παιδιά, βγήκαμε από τις εγκαταστάσεις του σταθμού και στην πρώτη καφετέρια που συναντήσαμε μπροστά μας, καθίσαμε.
Η συγκίνηση από την απρόοπτη συνάντησή μας ήταν έντονα ζωγραφισμένη στα πρόσωπά μας ενώ τα δάκρυα από τις βρύσες των ματιών μας έτρεχαν ασταμάτητα, μουσκεύοντας τις παλάμες των χεριών μας, προσπαθώντας να τα σκουπίσουμε.
Κι όπως συμβαίνει σε παρόμοιες περιπτώσεις, γυρίσαμε τους δείκτες του ρολογιού του χρόνου μερικές δεκαετίες πίσω και πετώντας με τα φτερά της σκέψης μας, σταματήσαμε στα χρόνια της παιδικής και εφηβικής μας ηλικίας.
Δακρυσμένοι την περισσότερη ώρα που μείναμε μαζί και με τα χείλη των ψυχών μας, διηγούμασταν διάφορα γεγονότα, συμπληρώνοντας ο ένας τον άλλον, αφήνοντας κάποιους στεναγμούς κατά διαστήματα, σαν δύο ερωτευμένοι έφηβοι.
Η κυρία εκείνη ήταν μια συμπατριώτισσά μου, κάτοικος ενός μικρού χωριού πολύ κοντά στο δικό μου, που πολλές φορές τύχαινε να δουλεύουμε μαζί ο ένας πλάι στον άλλον, σκαλίζοντας πότε καλαμπόκι και πότε καπνό και βαμβάκι σε κάποιον μεγαλοκτηματία για ένα πενιχρό μεροκάματο, μαγιάτικες μέρες από ήλιο σε ήλιο.
Οι δρόμοι μας χώρισαν απρόοπτα, εξαιτίας ενός σοβαρού γεγονότος κι ενός οδυνηρού αποτελέσματος μιας νεανικής απερισκεψίας και ενθουσιασμού.
Έκτοτε δεν ξανασυναντηθήκαμε ποτέ πια, μέχρι τη λιόχαρη κι ανοιξιάτικη εκείνη μέρα μέσα στον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο, ταξιδεύοντας από την Ομόνοια προς τον Πειραιά.
Ποιο ήταν το σοβαρό εκείνο γεγονός θα το μάθουμε στις επόμενες σειρές τούτης της θλιβερής ιστορίας.
Ας πάρουμε όμως τα γεγονότα με τη σειρά τους, από την αρχή. Τη χρονιά εκείνη, το έτος 196…, είχε πέσει πάρα πολύ χιόνι στα χωριά μας, στην καρδιά της Ρούμελης και το κρύο ήταν πολύ τσουχτερό. Παρόλο όμως, το πολύ χιόνι, δεν δίστασαν τα μέλη από δύο οικογένειες να ορίσουν τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων να γίνει μία συνάντηση σε ένα κεντρικό σημείο τρεις ώρες περπάτημα από το χωριό και συγκεκριμένα στην ονομασία «στου χαζού το χάνι».
Στη συνάντηση εκείνη θα συζητούσαν για ένα προξενιό ο πατέρας της μελλοντικής νύφης κι ο αδερφός της και από την άλλη οικογένεια, ο προξενητής του μέλλοντος γαμπρού. Το χιόνι δεν έλεγε να σταματήσει και η μεταβίβαση στο παραπάνω σημείο και από τις δύο πλευρές προβλεπόταν πάρα πολύ δύσκολο να επιτευχθεί.
Παρά τις δυσκολίες όμως, η συνάντηση στέφθηκε με επιτυχία. Τώρα για όσους δεν γνωρίζουν τι ήταν τα χάνια εκείνη την εποχή, ευκαιρία είναι να το μάθουν.
Ήταν κάποια καταλύματα, σαν ξενοδοχεία σημερινά, χτισμένα σε πολύ κεντρικά σημεία, που οι ταξιδιώτες εκεί έβρισκαν καλό φαγητό και ζεστό κρεβάτι να κοιμηθούν, ώστε να συνεχίσουν ξεκούραστοι την επόμενη μέρα το ταξίδι τους. Επίσης, τα ζώα τους έβρισκαν τροφή και νερό και πολύ καλή περιποίηση. Δεν γνωρίζω όμως γιατί το παραπάνω χάνι ονομαζόταν «στου χαζού το χάνι».
Εφόσον έγινε η συνάντηση των δύο ενδιαφερομένων πλευρών, ευνόητο ήταν τα παινέματα να μην έχουν τέλος, ειδικότερα από τον πατέρα και τον αδερφό της νύφης.
Πάνω απ’ όλα, έλεγε για την κόρη του ο πατέρας και καμάρωνε γι’ αυτό, ότι ήταν τόσο τίμια, που ήταν αμφίβολο αν καμιά φορά είχε δει ο ήλιος τον αστράγαλό της και χέρι άλλο εκτός από της μάνας της δεν είχε ακουμπήσει πάνω της.
Πεντάμορφη σαν την Γκόλφω, νοικοκυρά κ.λπ.. Ο δε γαμπρός, όμορφος, νέος, τίμιος πάνω απ’ όλα, μπεσαλής, εργατικός και γόνος μιας οικογένειας από τις καλύτερες της γύρω περιοχής.
Όλα έδειχναν ότι το συνοικέσιο θα είχε αίσιο τέλος, ορίζοντας στη γιορτή του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστή να πραγματοποιηθεί η δεύτερη συνάντηση και αυτήν τη φορά να είναι και ο μέλλων γαμπρός και η νύφη, να ιδωθούν τα παιδιά και να τακτοποιήσουν τις υπόλοιπες λεπτομέρειες.
Την ώρα όμως, που γινόντουσαν τα πιο πάνω στο χάνι, στο χωριό του υποψήφιου γαμπρού, άλλα δυσάρεστα γεγονότα διαδραματίζονταν. Και τούτο γιατί την -πριν από λίγους μήνες- συγκομιδή του καλαμποκιού από τον απέραντο ζωοδότη κάμπο της περιοχής, δύο άνθρωποι νέοι, ο υποψήφιος γαμπρός και μια νέα κοπέλα, σε κάποια γωνιά του κάμπου είχαν πλέξει την ερωτική τους φωλιά, δίνοντας ο ένας στον άλλον -όταν συναντιόντουσαν- όρκους για μια αιώνια αγάπη.
Όμως, παρά τα παρακάλια της κοπέλας, να συντομεύσει ο καλός της να τη ζητήσει από την οικογένειά της επίσημα πλέον σε γάμο, η πολυπόθητη αυτή μέρα δεν ερχόταν. Όλο και κάποια δικαιολογία έβρισκε ο αγαπημένος της και μια αναβολή έπαιρνε τη θέση της άλλης κ.ο.κ..
Η ερωτευμένη κοπέλα μαράζωνε μέρα με τη μέρα σαν απότιστο λουλούδι, γιατί μετά τον πρώτο μήνα του κρυφού έρωτά της φάνηκαν σημάδια ανησυχητικά στα σπλάχνα της, ήταν έγκυος.
Η μεγάλη της απογοήτευση ήταν ότι, παρόλο που το είπε στον αγαπημένο της και πατέρα του μελλοντικού παιδιού της, εκείνος αντί να χαρεί όπως γίνεται σε παρόμοιες περιπτώσεις, αντίθετα έδειχνε σημάδια πλήρους αδιαφορίας.
Και δεν έφτανε αυτό, της έλεγε ότι τον εκβιάζει με αυτόν τον τρόπο να την παντρευτεί. Η δύστυχη του ορκιζότανε ότι δεν τον κοροϊδεύει, όμως εκείνος δεν την πίστευε;
Η άμοιρη κοπελιά βρισκόταν σε πολύ δύσκολη θέση. Είχε μπει στον δεύτερο μήνα της εγκυμοσύνης της και οι συναντήσεις τους δυστυχώς από την πλευρά του αγαπημένου της, αραίωναν σιγά-σιγά. Όταν δε, τον αντάμωνε, προσπαθούσε πάντα κλαίοντας να τον συνεφέρει και να τον πείσει να κάνει το χρέος του, όπως όφειλε και όπως πράττουν οι σωστοί άνθρωποι σε παρόμοιες περιπτώσεις.
Ο καιρός περνούσε δυστυχώς, δίχως σημάδια κατανόησης από τον αγαπημένο της. Όταν κάποια μέρα τυχαία έμαθε από μία συγχωριανή της ότι τον καλό της -δίχως να γνωρίζει βέβαια η φίλη της ότι πρόκειται για το ίδιο άτομο- τον προξένευαν με μια κοπέλα από ένα ορεινό χωριό της Ευρυτανίας, λίγο έλειψε να λιποθυμήσει. Δεν είπε όμως, απολύτως τίποτα…
Στην αρχή δεν ήθελε να το πιστέψει. Φρόντισε όμως, να τον συναντήσει και με κομμένη την ανάσα, δακρυσμένη και με την ψυχή στο στόμα, τον ρώτησε για το συνοικέσιο που του κάνανε, αν είναι αλήθεια, προσπαθώντας συγχρόνως να κρυφτεί στην αγκαλιά του σαν πληγωμένο ελάφι, που ζητάει απεγνωσμένα τη στοργική αγκαλιά της μητέρας του.
Εκείνος, όχι μόνο της είπε ότι είναι αλήθεια, αλλά τη φοβέρισε κιόλας, λέγοντάς της ότι αν τον ξαναενοχλήσει, θα της κάνει πολύ μεγαλύτερο κακό. Τι στα πόδια του έπεσε, παρακαλώντας τον να μην προβεί σε παραπέρα ενέργειες και τι δεν του είπε η άμοιρη κοπελιά.
Κάποια μέρα, εκείνος της λέει παίρνοντας ύφος υπερόπτη, δίχως οίκτο και δίχως ντροπή ότι πού ξέρει αυτός ότι είναι δικό του το παιδί! Όταν το άκουσε αυτό η κοπέλα, σηκώθηκε όρθια και κοιτώντας τον κατάματα, του λέει: «Εμένα με βρήκες όπως με γέννησε η μάνα μου και το ξέρεις πολύ καλά αυτό.
Π… εγώ δεν είμαι. Σε προειδοποιώ όμως, αν δεν έρθεις να με ζητήσεις σήμερα κιόλας από τους δικούς μου, δεν θα έχει καλά αποτελέσματα η άρνησή σου αυτή». Και γυρίζοντας την πλάτη της, δίχως να προσθέσει τίποτε άλλο, έφυγε, πήγε στο σπίτι της και κλείστηκε στην κάμαρά της προσποιούμενη την άρρωστη στους δικούς της και περίμενε.
Καθισμένη πότε στον καναπέ, πότε κοιτώντας έξω απ’ το παράθυρο, διάφορες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό της, παρακαλώντας τον Μεγαλοδύναμο να δώσει φώτιση στον καλό της και πατέρα του παιδιού της να κάνει το σωστό.
Δεν ήθελε να το πιστέψει, όμως κάτι της έλεγε ότι σκόπιμα διάλεξε να γίνει η συνάντηση μέσα στο καταχείμωνο ο αγαπημένος της για το προξενιό. Ήλπιζε ότι θα παραμείνει κρυφό το γεγονός κι όταν πια θα γινότανε το προξενιό, θα της έλεγε ότι δεν μπορεί να εκθέσει την κοπέλα και διάφορες άλλες δικαιολογίες να την ξεφορτωθεί κι ας γνώριζε ότι αυτή είναι έγκυος.
Στις μικρές όμως, κοινωνίες, τίποτα σχεδόν δεν παραμένει κρυφό. Στις σκέψεις αυτές άφηνε ελεύθερες τις βρύσες των ματιών της να τρέξουν, όσα δάκρυα της είχαν απομείνει, ώσπου κάποια στιγμή στέρεψαν και δεν έτρεχαν πια.
Η μέρα για τη γιορτή του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστή πλησίαζε κι ο αγαπημένος της δεν έλεγε να φανεί, να τη ζητήσει απ’ τους δικούς της και η αγωνία της, όπως ήταν φυσικό, μεγάλωνε… Στη γιορτή του Αγίου Ιωάννου, θα γινόταν η συνάντηση του γαμπρού με την υποψήφια νύφη.
Τέλος, έφτασε η μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης, των Φώτων, παραμονή του Αγίου Ιωάννου και η άμοιρη κοπελιά φρόντισε μετά το πέρας της λειτουργίας και συνάντησε τον υποψήφιο γαμπρό και πατέρα του παιδιού της και τον παρακάλεσε να τον συναντήσει για τελευταία φορά το βράδυ, να του επιστρέψει το σταυρό που της είχε χαρίσει κι αυτός να της επιστρέψει ένα χαϊμαλί – φυλαχτό που του είχε δώσει, δώρο της συγχωρεμένης γιαγιάς της. Όλη τη μέρα η δύσμοιρη κοπελιά δεν έβρισκε λύση.
Παρακαλούσε την Παναγία να της πει εκείνη ποια λόγια να του πει που θα τον συγκινούσαν για να μην πάει στο προξενιό την επόμενη μέρα και να μείνει κοντά της.
Πολλές φορές σκέφτηκε να το αποκαλύψει στη μητέρα της το μυστικό της, αλλά ήξερε τι περίπου θα επακολουθούσε. Εκείνη θα το έλεγε στον πατέρα της και στ’ αδέρφια της και κάποιο μεγάλο κακό θα γινότανε. Ή θα την έδιωχναν από το σπίτι, αφού θα την είχαν ξυλοφορτώσει ή θα την πήγαιναν σ’ εκείνον με το ζόρι και θα του έλεγαν να την παντρευτεί αμέσως κι αν το αρνιότανε, ή θα τον σκότωναν ή θα τον άφηναν σημαδεμένο για όλη του τη ζωή. Τέτοιο σοβαρό γεγονός, σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να φύγει απαρατήρητο.
Στις σκέψεις αυτές, η δύστυχη, πάγωνε η ψυχή της. Έλεγε «Εγώ τα αδέρφια μου δεν θα τα κάνω φονιάδες. Δεν έχω το δικαίωμα αυτό. Δεν θέλω να γίνω εγώ η αιτία να καταστρέψω την οικογένειά μου» και κλαίοντας έλεγε «θα βρω μόνη μου τη λύση». Έτσι πέρασε η μέρα και η πολυπόθητη στιγμή της στερνής συνάντησης, ζύγωνε σιγά-σιγά.
Όταν επιτέλους έφτασε η νύχτα, πήγε στο σημείο που είχαν καθορίσει να συναντηθούν με τον καλό της και με κομμένη την αναπνοή, περίμενε.
Κάποια στιγμή επιτέλους έφθασε και ο αγαπημένος της και εκείνη έπεσε στην αγκαλιά του, πριν ακόμη την καλησπερίσει και τον παρακαλούσε να κάνει το σωστό, φιλώντας τον απεγνωσμένα πότε στα χείλη και πότε στα χέρια, ενώ τα δάκρυά της έκαναν πάλι την εμφάνισή τους στις βρύσες των ματιών της. Τον θερμοπαρακαλούσε ν’ αλλάξει γνώμη και να κάνουν μαζί μια οικογένεια, βάζοντάς του το χέρι του στην κοιλιά της, λέγοντάς του με αναφιλητά: «Καλά, εμένα δεν με λυπάσαι. Το παιδί σου δεν το σκέφτεσαι; Τι θα απογίνει το παιδί μας, καλέ μου, δίχως πατέρα; Γιατί να το ξέρεις, εγώ δεν πρόκειται ποτέ να του κάνω κακό. Προτιμώ να πεθάνω!».
Τίποτα απ’ όσα του είπε η τρισδυστυχισμένη κοπελιά, δεν τον συγκίνησε και κάποια στιγμή, βγάζει μέσα από την τσέπη του σακακιού του το φυλαχτό που του είχε χαρίσει και της είπε πικρά, στεγνά κι απότομα:
«Να, πάρε αυτό που μου έδωσες και δώσ’ μου το σταυρό που σου χάρισα, να τελειώνουμε. Όσο για το μπάσταρδο που κουβαλάς, κάνε το ό,τι θέλεις».
Αυτήν τη φορά σταμάτησε όρθια και τον κοίταξε στα μάτια, λέγοντάς του με ήρεμη και αποφασιστική φωνή. «Αυτά είναι τα τελευταία σου λόγια…;», προφέροντας το όνομά του και περίμενε μιαν απάντηση. «Ναι» της απαντάει εκείνος. «Δεν έχω τίποτα άλλο να σου πω». «Καλά», του λέει εκείνη. «Περίμενε να σου δώσω το σταυρό». Και τότε έγινε το μεγάλο κακό… Κάτω στα πόδια της είχε αφήσει ένα μεγάλο μαύρο κύπελλο, γεμάτο βιτριόλι. Με μια γρήγορη σαν αστραπή κίνηση, το άρπαξε και το πέταξε στο πρόσωπό του, λέγοντάς του: «Εγώ π… δεν είμαι». Κι ενώ εκείνος σπάραζε από τον πόνο, ξαπλωμένος στη γη, εκείνη δίχως να τον κοιτάξει καθόλου, έφυγε από κοντά του, πηγαίνοντας στο σπίτι της.
Τα όσα ειπώθηκαν για κείνον τον άτυχο έρωτα και για την αποτρόπαια αυτή πράξη της κοπέλας στο χωριό και στην ευρύτερη περιοχή, δεν περιγράφονται.
Οι απόψεις διίσταντο, βέβαια. Άλλοι έλεγαν ότι καλά του έκανε κι άλλοι είχαν διαφορετική άποψη.
Η δικαιοσύνη έκανε το καθήκον της. Η κοπελιά καταδικάστηκε, σε λίγα όμως χρόνια φυλακή και γέννησε μέσα στη φυλακή ένα υγιέστατο αγόρι. Όταν βγήκε από τη φυλακή, βρήκε ζεστασιά στην αγκαλιά μιας θείας της στην Αθήνα. Χάθηκε μέσα στους άγνωστους σαν άγνωστη, ψάχνοντας να βρει λίγη γαλήνη στην ψυχή της όπως και μύριοι άλλοι συνάνθρωποί μας, πολλές φορές άδικα στιγματισμένοι από τη σκληρή κοινωνία μας.
Μεγάλωσε το παιδί της με αξιοπρέπεια, κάνοντας διάφορες δουλειές και δεν ξαναγύρισε ποτέ πια στο χωριό της. Πέρασαν πολλά χρόνια! Φεύγοντας δε κι εγώ από το χωριό μου, δεν την είχα ξαναδεί ποτέ.
Τη θυμόμουν όμως και ρωτούσα γι’ αυτήν τους συγγενείς της, ώσπου η μοίρα μας έσμιξε και πάλι στον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο, κείνη την ηλιόλουστη ανοιξιάτικη μέρα…
Όσο για το τι απέγινε – ο για άλλους δύστυχος και για άλλους άπονος- εκείνος νέος, δεν έζησε πολλά χρόνια, πέθανε χτυπημένος από την επάρατο ασθένεια, εσώκλειστος σε κάποιο ίδρυμα τυφλών, που οι δικοί του είχαν φροντίσει να περάσει την υπόλοιπη ζωή του, λίγα χρόνια μετά την αποφυλάκιση της κοπέλας.
*Ο Δημήτρης Κ. Τυραϊδής
είναι συγγραφέας – ποιητής
μέλος της Παγκοσμίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών, μέλος των Πνευματικών Δημιουργών νομού Χανίων
και άλλων πολλών πολιτιστικών συλλόγων