Πέμπτη, 19 Δεκεμβρίου, 2024

ΔΙΗΓΗΜΑ: Ήτανε νύχτα κι έβρεχε

Είναι απόγευμα, λίγο προτού βραδυάσει. Ο Ουρανός είναι σκοτεινός και βρέχει. Η βροχή είναι δυνατή, συνεχής και στροβιλίζεται από τον ελαφρύ αέρα που φυσά.

Στέκομαι στο παράθυρο του δωματίου μου και απολαμβάνω το σκηνικό αυτό. Αισθάνομαι μια χαρά παράξενη και ανείπωτη, μια ευχαρίστηση, μια ικανοποίηση ευχάριστη. Γιατί;
Για τους περισσότερους ο καιρός αυτός είναι δυσάρεστος και ίσως ενοχλητικός. Το ίδιο συναίσθημα νιώθω κάθε φορά που βρέχει και είμαι μέσα, στεγνός, ζεστός και ασφαλής.
Στη μνήμη μου ξαναζωντανεύουν εικόνες από μια άλλη εποχή δύσκολη, πολύ δύσκολη. Εικόνες πολυχρονισμένες μα όχι ξεθωριασμένες. Πάντα ζωντανές, έντονες. Βρισκόμαστε στα υψώματα Βερμπίστα πάνω από το χωριό Λέχοβο Φλωρίνης τώρα και τρεις ημέρες για κάποια αποστολή. Οι δυο πρώτες ημἐρες ήταν καλές. Σήμερα βρέχει, και βρέχει άγρια. Έχουμε γίνει μούσκεμα. Ούτε να παρασκευάσουμε φαγητό μπορούμε. Ζητούμε να εγκαταλείψουμε το ύψωμα, και να πάμε σε κάποιο κοντινό χωριό.
Κάποτε η διαταγή δόθηκε.
Φορτώνουμε τα υπάρχοντά μας, εγκαταλείπουμε ότι περιττό και άχρηστο και ξεκινούμε. Έχει αρχίσει να νυχτώνει.
Αυτή η σκηνή που θα περιγράψω παρακάτω δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία . Μια από τις πολλές.
Τα υπόλοιπα θα μας τα πει το ημερολόγιο μου που ήταν γραμμένο πρόχειρα και βιαστηκά σε ένα σημειοματάριο το οποίο μόνο ο Θεός ξέρει πως διασώθηκε. Ας το παρακολουθήσουμε λοιπόν.
Παρασκευή 8 Δεκεμβρίου 1947 (Βερμπίστα)
«…Σκοτάδι πίσσα. Δεν βλέπομε τίποτα μπροστά μας παρά μόνο σκοτάδι, μαύρο, πηχτό που κόβεται στα δύο στο πέρασμά μας. Όλα φοβερά. Μια βροχή άγρια μας χτυπά στα μούτρα πολυπλόκαμο αόρατο χέρι και μας κάνει να κλείνομε τα μάτια. Μας φαίνεται πως ο ουρανός με τα βαριά του σύννεφα θα μας πλακώσει όπου και να ναι και πως η γη θα μας καταπιεί σε λίγο…
Σκοτάδι, βροχή, λάσπη. Πότε πέφτουμε, πότε σηκωνόμαστε σαν μεθυσμένοι. Είναι θαύμα πως δεν τσακιζόμαστε. Βαδίζουμε ο ένας πίσω από τον άλλο στο άγνωστο και κακόβολο μονοπάτι, κρατώντας την άκρη του αδιάβροχου του μπροστινού μας. Πού πάμε Θεέ μου;
Πώς θα πάμε; πότε θα ξημερώσει;…
Βαδίζομε σαν νεκρική πομπή, σαν φάλαγγα μαύρων δαιμόνων την ώρα τούτη την καταραμένη στον αγριότοπο, το σκοτάδι, τον χειμώνα χωρίς να μιλά κανείς. Ούτε λέξη, ούτε ψίθυρος, ούτε κάν βλαστήμια. Σιωπή νεκρική. Γιατί αυτό; Ίσως γιατί όλα μέσα μας έχουν πεθάνει. Μόνο τα πόδια μας κινούνται μηχανικά. Το μυαλό έχει φύγει. Την ώρα τούτη που χρειάζεται πιο πολύ συγκέντρωση το παν λείπει. Πέφτομε, σηκωνόμαστε, προχωρούμε αμίλητοι, βουβοί λες και μας έχει κοπεί η φωνή. Ίσως την ώρα αυτή η σκέψη μας γυρίζει αλλού.Σε τόπους και σε πρόσωπα αγαπητά ζητώντας παρηγοριά και γλυτωμό από την τραγική αυτή στιγμή. Σκέψεις έρχονται και φεύγουν μα δε λένε τίποτα. Θεέ μου πόσο σοφή είναι η σιωπή. Η νύχτα, η βροχή και η λάσπη συνεχίζονται. Κουράγιο, κάποτε θα φέξει».
Σάββατο 9 Δεκεμβρίου 1947 Ασπρόγεια (Στρέμπενο)
Τι όμορφα που είναι απόψε εδώ. Φως, ζεστασιά, φαΐ, νερό. Τι άλλο θέλομε; Χαρά σ᾿ εμάς. Θεέ μου σαν σκέφτομαι τη χθεσινή νύχτα στην Βερμπίστα. Είμαι ξαπλωμένος στις άστρωτες κουβέρτες που όλων μαζί φτιάχνουν ένα στρώμα μαλακό με δυο μεγάλες ψάθες από κάτω. Στο άλλο μέρος του δωματίου μια σόμπα και δίπλα ένας σωρός ξύλα κομμένα. Και μια λάμπα πετρελαίου γεμίζει φως το δωμάτιο. Τα παράθυρα τα έχομε μισοχτισμέναμε πέτρες και δίπλα τα πολυβόλα, οι καλοί μας σύντροφοι. Κυλιόμαστε στις κουβέρτες με βγαλμένα τα άρβυλα και τα πρόσωπά μας είναι κόκκινα από τη ζέστη. Είναι αλήθεια. Είμαστε μέσα στο σπίτι και τι καλά. Ας χιονίζει έξω, ας χαλάει ο κόσμος. Εδώ είναι παράδεισος. Απόψε θα κοιμηθώ γιατί τόσες μέρες σκυλοκοιμούμαστε στο ένα ύψωμα και στο άλλο πάνω στη μουσκεμένη γη και στις υγρές κουβέρτες. Και εγώ και οι άλλοι είμαστε χαρούμενοι. Τρίβομε πότε-πότε τα χέρια μας χωρίς να καταλαβαίνομε γιατί. Ίσως από χαρά γιατί απόψε σαν μια οικογένεια βρεθήκαμε σ᾿ αυτό το δωμάτιο ζεστοί, φαγωμένοι, στεγνοί. Αληθεια με πόσο λίγα αισθάνεσαι ευτυχισμένος!

ΥΓ 1
Η περιοχή αυτή μεταξύ Καστοριάς και Φλώρινας ήταν καταφύγιο και ορμητήριο των Ελληνικών Σωμάτων σε όλη την διάρκεια του Μακεδονικού αγώνα, με κέντρο Πρεκοπανά (Περικοπή). Τον Σεπτέμβριο του 1947 το 591 Τ.Π (Χανιώτικο) την κατέστρεψε ολοσχερώς, για άλλους λόγους.
Έτυχε να είμαι αυτόπτης. Τραγωδία ανείπωτη ( ημερολόγιο -16 Σεπτεμβρίου).
ΥΓ 2
Στις 29 Μαΐου 1906 εδώ, μεταξύ Λεχόβου και Ασπρογείων τουρκικά αποσπάσματα από το Νυμφαίο και αλλού εγκλώβισαν την νεοφερμένη από την Κρήτη ομάδα του Γύπαρη και τη εξόντωσαν σχεδόν όλη. Εφονεύθησαν 15 και τραυματισμένοι συνελήφθησαν 13 σχεδόν όλοι Κρητικοί. Ο Γύπαρης και λίγοι σύντροφοί του κατάφεραν να απεγκλωβιστούν και να γλιτώσουν. Στο χωριό Ασπρόγεια έχει στηθεί μαρμάρινο μνημείο στο οποίο αναγράφονται τα ονόματα των φονευθέντων.
( Διεύθυνση Ιστορίας, Στρατού, βιβλίο Μακεδονικός αγών σελ. 220).
ΥΓ 3
Το σημείωμα αυτό το αφιερώνω στους σημερινούς νέους, γιατί οι παλοί έχουν φύγει σχεδόν όλοι για να μάθουν, αν δεν ξέρουν, πως τα πράγματα δεν ήταν πάντοτε όπως είναι τώρα. Εύχομαι να μη τα ζήσουν. Καλό όμως είναι να ξέρουν και να εκτιμούν.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα