Δευτέρα, 18 Νοεμβρίου, 2024

Διήγημα: «Κάτω από τ’ αστέρια»

Κατακαλόκαιρο και ο ήλιος από ψηλά να σιγοψήνει τα πάντα!
Τους αγρότες που δούλευαν στα χωράφια, τα παιδιά που έπαιζαν, τα ζώα που βοσκούσαν…
Τα φυτά είχαν λυγίσει από τη δίψα, καθώς ο ήλιος τους έπαιρνε και την τελευταία στάλα νερού που έκρυβαν στα βλαστάρια τους.
Ακόμα και οι πέτρες σιγοψήνονταν από την πολλή ζέστη.
Έξω ζέστη! Μέσα, το ίδιο!

Οι Κωστήδες να μπαινοβγαίνουν, να ρίχνουν νερό στο πρόσωπο για να δροσιστούν. Δεν ξεχνούσαν όμως και τις κοτούλες τους και τους έβαζαν φρέσκο νερό τακτικά.
Ήταν μια αυγουστιάτικη ημέρα που θα τη θυμούνται για καιρό.
Δεν είχαν θερμόμετρο στο σπίτι, αλλά σίγουρα θα είχε ξεπεράσει τους 37` κελσίου.
Πέρασαν κάποιες ώρες καθισμένοι κάτω από τα πυκνά φυλλωμένα κλαδιά των δέντρων της πίσω αυλής του σπιτιού.
Κατέβαινε ένα αεράκι πότε πότε από το βουνό και καθώς περνούσε από το φύλλωμα των δέντρων, δημιουργούσε μια ελάχιστη δροσιά, τόσο αναζωογονητική!
Σε ένα παλιό μικρό τραπεζάκι, είχαν ακουμπήσει το νεράκι τους και ένα μπολ με φρουτοσαλάτα από καρπούζι, πεπόνι και ροδάκινα.

Όμως ο Κωστής είχε προτιμήσει μία φέτα καρπουζιού και κρατώντας τη με τα δυο χέρια σταθερά, έχωνε «τη μουσουδίτσα του» ξεζουμίζοντάς την στην προσπάθεια να τη δαγκώνει. Δάγκωνε από τη μια, δάγκωνε απ’ την άλλη κι όλο να σουρώνουν οι χυμοί του καρπουζιού.
Από το στόμα και τα μάγουλα, πήγαιναν στα χέρια του, που έφταναν ως τους αγκώνες και από εκεί σε μεγάλες ροζ στάλες, έπεφταν ρυθμικά πότε επάνω στα ποδαράκια του και πότε στο χώμα της αυλής.
Μα την αλήθεια, έτσι είναι νόστιμο το καρπούζι. Με μαχαιροπίρουνο, μου φαίνεται ότι χάνει από τη γεύση του σκεφτόταν ο κυρ Κώστας και έτσι τον άφηνε να το απολαύσει όπως ήθελε εκείνος.
Αφού γλυκομάσησε όλο το κόκκινο μέρος του καρπουζιού, πέταξε το υπόλοιπο μέσα στο κοτέτσι που ήταν πιο κει.
Οι κοτούλες έπεσαν όλες μαζί να το τσιμπολογούν και μέχρι να ξανακοιτάξει ο Κωστής, είχε απομείνει μόνο ένα λεπτό λεπτό φύλλο σαν δαντέλα!
Διψασμένες ακόμη, περίμεναν πίσω από το συρματόπλεγμα να τους πετάξει κι άλλη φλούδα. Όπως πάντα από ό,τι έτρωγαν, έδιναν και στις κοτούλες. Έτσι τις περίμενε αρκετό φαγητό, ώστε να χορτάσουν και να κάνουν θρεπτικά αβγουλάκια να τους τα προσφέρουν.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο ήλιος έκανε τον κύκλο του αργά αργά, σιγοψήνοντας τα πάντα και καθώς περνούσε η ώρα, άρχισε να κρύβεται στο απέναντι βουνό.
Αλλά η ζέστη παρέμεινε και χωρίς ήλιο. Έτσι αποφάσισαν πως θα ήταν ωραίο να κοιμηθούν έξω ρομαντζάδα στην μπροστινή αυλή του σπιτιού τους.
Ο Κωστής αμέσως άρχισε να χοροπηδάει σα να έχει ελατήρια στα πόδια, κάνοντας ντονγκ ντονγκ να ανεβαίνει από τη χαρά του μισό μέτρο και, από το έδαφος καθώς πηδούσε.
«Κωστή μου, αν ήξερα πως θα σου άρεσε να κοιμόμαστε έξω το Καλοκαίρι, θα το είχαμε κάνει και προτύτερα», είπε ο κυρ Κώστας.
Έτρεξαν και οι δύο μέσα και πήραν ένα ντιβανάκι σπαστό που είχαν. Το τοποθέτησαν στη γωνία της αυλής και το γέμισαν μαξιλάρια. Πήρε ο καθένας από ένα σεντονάκι δροσερό και ετοιμάστηκαν να ξαπλώσουν.

Ο ένας πάνω, ο άλλος από την κάτω πλευρά, για να χωράνε καλύτερα.
Το φεγγαράκι θα τους συντρόφευε όλη τη βραδιά!
Πριν να ξαπλώσουν, ο Κωστής παρατήρησε το φεγγάρι. Διαπίστωσε ότι αν πήγαινε προς μία κατεύθυνση, εκείνο τον ακολουθούσε.
Άλλαζε θέση, έβγαινε από την αυλή και έκοβε βόλτες στον λιθόστρωτο    δρόμο μπροστά από το σπίτι τους και ναι` το φεγγάρι τον ακολουθούσε!
«Παππού, όπου πηγαίνω, το φεγγάρι έρχεται μαζί μου!» είπε και εξακολούθησε να κοιτάζει τον ουρανό προχωρώντας πότε προς τη μία, πότε προς την άλλη κατεύθυνση.
Όλο να δοκιμάζει να πηγαίνει πιο πέρα. Είχε φθάσει μέχρι το απέναντι σπίτι του κυρ Γιάννη και πέρα στο χωράφι τους με τα κηπικά.

Πήγαινε, ερχόταν κι όλο διαπίστωνε ότι τον ακολουθούσε. Δε χωρούσε αμφιβολία πια.
Μαγεμένος από την ομορφιά του ουρανού, που ήταν γεμάτος λαμπερά αστέρια, κάποια στιγμή πήγε να ξαπλώσει στο ντιβανάκι τους. Και από εκεί τα έβλεπε πολύ καλά!
Κανένα εμπόδιο δε μεσολαβούσε σε εκείνον και τον ουρανό!
Στο σκοτάδι της Καλοκαιρινής νύχτας, έλαμπαν μυριάδες αστέρια και το φεγγάρι πιο κει σιωπηλό, να διαχέει το λιγοστό φως που αντανακλούσε και αυτό, με μια ουράνια ηρεμία.
Έτσι όμορφα, παρατηρώντας τα αστέρια, θα αποκοιμιόταν ο Κωστής!
Σίγουρα θα τον συντρόφευαν και στα όνειρά του.
Όπως τα χιλιάδες αστέρια, έτσι χιλιάδες όνειρα θα τον ακολουθούσαν στη ζωή του.
Αυτές οι εικόνες θα χοροπηδούν στη σκέψη του, για τα επόμενα χρόνια.
Αυτές τις ξένοιαστες βραδιές θα αποζητά να ξαναζήσει!
Θα έχει πολύ υψηλές προδιαγραφές πλέον, που σίγουρα θα τον καθοδηγούν στις επιλογές της ζωής του!
Πάντα θα αναζητά το φυσικό, το όμορφο, το αγνό, το αληθινό!
Έτσι, όπου και να πάει, ό,τι δουλειά και αν επιλέξει να κάνει, κάποια στιγμή τα βήματά του θα τον οδηγήσουν σε ένα τέτοιο περιβάλλον και πάλι.
Ο όμορφος δρόμος έχει χαραχθεί παρέα με τον αγαπημένο του παππού!
-«Καληνύχτα παππού!»
-«Καληνύχτα αγόρι μου και, ευχαριστώ!»

Δεν καταλάβαινε ο Κωστής γιατί κάθε τόσο τον ευχαριστούσε ο παππούς του.
Μα το «ευχαριστώ» του κυρ Κώστα, έφθανε ως τον απέραντο ουρανό, συνοδευμένο με μια προσευχή.
Μια προσευχή για τον Κωστή του!
Μια προσευχή για τον εγγονό του!

*Η Μαίρη Κουτρούλη – Σκαμνάκη είναι Ιδ. Υπάλληλος – Συγγραφέας
Μέλος Δ.Σ. Ένωσης Πνευματικών Δημιουργών Χανίων


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα