Εκείνο το κορίτσι το κοίταγα πάντα για ώρα. Καθόταν πάντα στο ίδιο τραπέζι, πάντα μόνη, χωρίς κινητό τηλέφωνο και είχε ακουμπήσει στο τραπέζι ένα μαύρο πέπλο.
Κανείς δεν ήξερε τίποτα γι’ αυτήν. Όλοι λέγανε: «είναι νέα στην πόλη».
Μου έγινε συνήθεια κάθε πρωί να πηγαίνω από νωρίς στο καφέ, να κάθομαι στο τραπέζι απέναντι της και να την κοιτώ για ώρες.
Ήταν πάντα ωχρή και φορούσε πάντα μαύρα.
Κάθε πρωί στο τραπέζι, είχε ακουμπήσει το μαύρο πέπλο.
Μετά από μέρες μάθαμε ότι τη φωνάζουν “Γιόλα”. Τίποτε άλλο.
Κανείς δεν τολμούσε να της μιλήσει, κανείς δεν τολμούσε να τη ρωτήσει τίποτα.
Ήταν κάτι τόσο το απόκοσμο αυτό που έστελνε προς τα έξω, που όλοι νιώθαμε πιότερο φόβο παρά συμπάθεια.
Οι μέρες περνούσαν άσκοπα σε μια συνηθισμένη πόλη με τη “Γιόλα” πάντα στο ίδιο τραπέζι.
Είχαν περάσει πάνω από 30 ημέρες και ήμασταν όλοι στην ίδια αμίλητη στάση.
Κανείς δεν τολμούσε να κάνει το παραμικρό.
Πραγματικά δεν έχω καταλάβει ακόμη γιατί πήγαινα κάθε πρωί για να τη δω, αφού ο εκνευρισμός μου ήταν μεγάλος.
Ήμουν τόσο πολύ εκνευρισμένος που άρχισα να χτυπώ το χέρι μου στο τραπέζι και να κουνώ τα πόδια μου. Είχαν περάσει 31 ημέρες. Κουνούσα τα πόδια μου σαν τρελός.
Σηκώνεται τότε η Γιόλα, παίρνει το μαύρο πέπλο, το αφήνει στο τραπέζι μου, επιστρέφει στο δικό της τραπέζι και μου λέει: «Θα το αφήσω εκεί για να σας ηρεμήσει. Έτσι ξεκίνησαν όλα με μένα και το πέπλο».
Στο ωχρό της πρόσωπο για πρώτη φορά σχηματίστηκε ένα χαμόγελο.
Το γκαρσόνι που πέρασε βιαστικά είδε το μαύρο πέπλο στο τραπέζι μου και ψιθύρισε κάτι στον συνάδελφο του. Τότε σκέφτηκα να κάνω κι εγώ μια κίνηση.
Φωνάζω το γκαρσόν και του ζητώ να της πληρώσω τον καφέ.
«Μας το έχει απαγορεύσει αυτό», μου λέει το γκαρσόν.
Σηκώνεται η Γιόλα, έρχεται προς το μέρος μου παίρνει το πέπλο και ψιθυρίζει: «Δεν έρχεστε να καθίσουμε λίγο· περάσατε με άριστα την πρώτη δοκιμασία. Αντέξατε 31 ημέρες».
Σηκώνομαι μέσα στην τρελή χαρά και πάω και κάθομαι δίπλα της.
Έγινε χαμός από το σούσουρο στο καφέ.
«Αισθάνεστε τροπαιοφόρος;» με ρώτησε η Γιόλα.
«Αισθάνομαι σαν χαζός» της απαντώ.
«Ωραία σηκωθείτε να πάμε μια βόλτα· είναι όλα πληρωμένα».
Με έπιασε αγκαζέ, βάζει το πέπλο και βγαίνουμε στον δρόμο.
«Να περπατήσουμε από ΄δω, για να πάμε σπίτι μου».
Την ακολούθησα σαν υπνωτισμένος.
Μόλις κάναμε δέκα βήματα στον δρόμο, με φιλά στο μάγουλο και μου λέει: «Τα μάτια σου μου θυμίζουν τα μάτια του πατέρα μου».
«Έτσι μελαγχολικά μάτια είχε και ο μπαμπάς…»
«Σιγά καλέ, θα πέσετε από τη χαρά σας» με πείραξε νόστιμα η Γιόλα.
Όλοι στον δρόμο κοίταγαν το κορίτσι με το μαύρο πέπλο που κρατούσε αγκαζέ και χαμογελούσε σε έναν χαζούλη.
– Να, φτάσαμε στο σπίτι. Να μπείτε με το δεξί, για να μου φέρετε γούρι στο φλερτ.
Ανεβήκαμε τη σκάλα, ξεκλείδωσε την πόρτα και μπήκαμε σε ένα σκοτεινό δωμάτιο με δυο κόκκινες πολυθρόνες.
– Καθίστε· θα φέρω μπίρες.
Έφερε τις μπίρες και πρόσεξα ότι δεν είχε βγάλει το μαύρο πέπλο. Πιάστηκε η καρδιά μου.
«Πίνω πάνω από 10 μπίρες την ημέρα για να μπορέσω να γράψω», μου είπε. «Δεν θέλω να μάθω τίποτα για σας, δεν με ενδιαφέρει τίποτα. Το μόνο που θέλω είναι να σας κοιτώ για να γράφω εδώ στα σκοτεινά».
Πάει απέναντι, κάθεται στη γραφομηχανή, ανάβει ένα πορτατίφ και άρχισε να γράφει μανιωδώς. Πέρασαν 20 λεπτά.
«Καπνίζετε;» με ρωτά.
«Όχι» της απαντώ.
Συνέχισε να γράφει στη γραφομηχανή.
Φαντάζομαι ότι μέχρι σήμερα δεν έχει καταλάβει η Γιόλα πώς άνοιξα την πόρτα και έφυγα τρέχοντας από το σπίτι.
Αργότερα έμαθα ότι την επόμενη μέρα έφυγε στη Βιέννη.