Τον έλεγαν Κώστα και μάλλον πέρναγε μια κρίση ταυτότητας.
Η σύζυγός του, η όμορφη Αλίκη, είχε πάψει εδώ και καιρό να του δίνει σημασία.
Σκέφτηκε ο Κώστας να της κάνει δώρο για τα γενέθλιά της ένα ταξίδι στη Μπολόνια της Ιταλίας.
Η Αλίκη στην αρχή δεν ήθελε να πάει πουθενά μαζί του.
Βαριόταν και αυτόν και τα λεφτά του.
Η ανία στον γάμο είναι αθεράπευτη νόσος.
Έτσι έλεγαν οι φίλες της που μπαινόβγαιναν στα εργαστήρια των ψυχαναλυτών.
Όχι πως ήταν κακός ο Κώστας, απλά δεν ήξερε τον τρόπο για να διεκδικήσει ξανά τη γυναίκα του.
Του έλειπαν τα πειστήρια της διεκδίκησης μιας όμορφης γυναίκας σε μια κρίσιμη ηλικία.
«Και χωρίς πειστήρια, έγκλημα πάθους δεν υπάρχει», λέγανε οι συμφοιτήτριές της στη Νομική.
Τέσπα, που λένε και οι πιτσιρικάδες, και πήγαν στη Μπολόνια.
Ήταν η τελευταία ευκαιρία που έδινε η Αλίκη στον άμοιρο τον Κώστα.
Απλά ο Κώστας δεν το ήξερε αυτό και ποτέ δεν θα το μάθαινε.
Στην Μπολόνια η Αλίκη άρχισε να βαριέται πιο πολύ από την Ελλάδα.
Μάταια προσπαθούσε ο Κώστας να της κινήσει το ενδιαφέρον γι’ αυτό το “δεύτερο ταξίδι του μέλιτος”.
Βαριόταν πολύ και δεν το ’κρυβε…
Το δεύτερο βράδυ πήγαν σε μια μεγάλη πλατεία και κάθισαν σε ένα wine bar.
“Τυχεράκια”, σκέφτηκε ο Κώστας.
Όλα γύρω της ήταν πληκτικά.
Πώς θα γλύτωνε άραγε απόψε από τον Κώστα;
Ίσα-ίσα που είχαν ανταλλάξει μέσα σε μια ώρα δυο λέξεις.
Μάταια προσπαθούσε ο Κώστας.
Οι προθέσεις του Κώστα ήταν ειλικρινείς και τρυφερές.
Μάταια.
Ξαφνικά έφτασε μια ορχήστρα με χάλκινα που έπαιζε μαγκιόρικους σκοπούς από τα Βαλκάνια, για να διασκεδάσει τους τύπους στην πλατεία της Μπολόνια.
Η μαγκιά στα Βαλκάνια είναι κάτι το γοητευτικό που πάντα κορόιδευε ο Κώστας με τα πολλά λεφτά.
Η μαγκιά όμως, πάντα είναι μαγκιά.
Η ορχήστρα με τους νεαρούς έπαιξε για 5 λεπτά τα χάλκινα, έβγαλε το πανέρι και μετά προκλητικά πήγαν και κάθισαν στο τραπέζι του Κώστα.
Ήταν αλήθεια ότι η Αλίκη εκείνο το βράδυ ήταν πολύ όμορφη.
Έκατσαν και ένας άρχισε να κοιτά επίμονα τη Αλίκη και να της μιλά στα σλάβικα.
Ο Κώστας εξοργίστηκε.
Κανείς δεν καταλάβαινε τι της έλεγε, εκτός από τους φίλους του, που γέλαγαν και κοίταγαν τη Αλίκη.
Ήταν απίστευτο.
Είχαν καθίσει απρόσκλητοι στο τραπέζι του.
Τι άλλο θα δουν τα μάτια του;
Η Αλίκη άρχισε να χαμογελά στον νεαρό.
Δεν καταλάβαινε όμως τίποτα απ’ αυτά που της έλεγε.
Του χαμογελούσε με έναν τρόπο που ποτέ δεν είχε χαμογελάσει στον Κώστα.
Και εκείνη τη μοναδική στιγμή εν μέσω του κινδύνου σκέφτηκε: «οι άνθρωποι μπορεί να μη θυμούνται τι έκανες ή τι τους είπες, αλλά πάντα θα θυμούνται πώς τους έκανες να αισθανθούν».
Και αυτό γυρόφερνε στο χαμόγελο της Αλίκης εκείνο το βράδυ στην Μπολόνια.
Μετά από λίγο ο νεαρός πήρε τη Αλίκη από το χέρι, σηκώθηκε η ορχήστρα από το τραπέζι και χάθηκαν στο σκοτάδι.
Ο Κώστας έμεινε μόνος.