Ήταν τόσο αξιολάτρευτη, ήταν τόσο μοναδική.
Το ΄χε πάρει απόφαση.
Θα πήγαινε στη Νέα Υόρκη να τη συναντήσει.
Ο Γιώργος μόλις είχε κλείσει τα 50.
Ήταν τόσο αξιολάτρευτη η Μισέλ, αυτή η σπουδαία ηθοποιός, που το ΄χε πάρει απόφαση να πάει να τη συναντήσει στη Νέα Υόρκη.
Είχαμε βέβαια ένα – δύο πρακτικά προβλήματα, αλλά ποιος τα λογαριάζει αυτά μπροστά σε έναν τέτοιο παράφορο έρωτα;
Όλοι ρώταγαν τον Γιώργο.
«Μπορείς να μου πεις τι έχεις πάθει με τη Μισέλ;»
Προφανώς ούτε και ο ίδιος ήξερε να απαντήσει.
Ήθελε τόσο πολύ να πάει στη Νέα Υόρκη, να τη συναντήσει, να ζήσει μαζί της όλης του τη ζωή.
Αυτό ήταν· πάει, τελείωσε!
Θα πήγαινε στη Νέα Υόρκη.
Εύκολο να το λες, δύσκολο να το κάνεις.
Και τη Μισέλ, δεν έπρεπε κάπως να την ειδοποιήσει ότι θα κάνει αυτό το μεγάλο ταξίδι για τα μάτια της μόνο;
Έπρεπε.
Αλλά δεν είχε κανέναν απολύτως τρόπο να την ειδοποιήσει.
Μάζεψε τις λιγοστές του οικονομίες και έκλεισε τα αεροπορικά εισιτήρια για τη Νέα Υόρκη.
Χωρίς επιστροφή,
Θα ζούσε για πάντα εκεί, μαζί της.
Όλα είναι ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή.
Ακόμη και η ζωή είναι ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή.
«Λες να βρέξει, λες να λιάσει τώρα στη Νέα Υόρκη;», σκεφτόταν ο Γιώργος και χαμογελούσε με τον εαυτό του.
Και η Μισέλ;
Κάποιος έπρεπε να ειδοποιήσει τη Μισέλ.
Αυτή η αγωνία τον είχε φάει.
Σε δυο μέρες ταξίδευε και δεν είχε βρεθεί να την ειδοποιήσει, να πάει στο αεροδρόμιο να τον προϋπαντήσει.
Μα αφού δεν ήξερε κανέναν, δεν γνώριζε καν τη Μισέλ.
Βυθισμένος μέσα στις σκέψεις του, ξέχασε πως δεν είχε κανέναν να την ειδοποιήσει, ξέχασε πως δεν γνώριζε τη Μισέλ.
Μια σκέψη πάντα μπορεί να βυθίσει μία άλλη σκέψη.
Έφτασε η μέρα του ταξιδιού.
Ήταν περήφανος.
Το ΄κανε για το κορίτσι του.
Στο αεροπλάνο κάθισε δίπλα σε έναν “Μιγά” που έμοιαζε με Ινδιάνο.
Δεν είχε όρεξη για κουβέντα.
Σκεφτόταν τι θα έλεγε στη Μισέλ τώρα που θα τη συναντούσε.
Πολλές ώρες ταξίδι.
Λίγες ώρες έμειναν ακόμη μέχρι να συναντήσει τη Μισέλ.
Επιτέλους προσγειώθηκαν.
Μα πού ήταν η Μισέλ;
Πόσο μεγάλη φαίνεται η Νέα Υόρκη;
Πού να πήγαινε τώρα;
Δεν ήξερε τίποτα και κανέναν.
Και τη Μισέλ…
Δεν βρέθηκε κάποιος να ειδοποιήσει το κορίτσι του;
Στ’ αλήθεια τι θα έκανε τώρα – μόνος σε μια τόσο μεγάλη πόλη;
Πού ήταν η Μισέλ;
Δεν της είχε μιλήσει κανένας για τον Γιώργο;
Δεν ήταν η πρώτη φορά που κάποιος ερωτεύεται μια ηθοποιό.
Ήταν μόνος μέσα στην απεραντοσύνη της Νέας Υόρκης.
Μόνος… τελείς μόνος.
Βρήκε έναν αστυνομικό.
Έγχρωμο αστυνομικό.
«Με συγχωρείτε, ψάχνω τη Μισέλ, τη διάσημη σταρ του Χόλιγουντ».
«Από πού είσαι;
Ποιος είσαι;
Είσαι τρελός αδελφάκι μου…»
Κατέληξε σε ένα αστυνομικό τμήμα.
Είχε πάρα πολύ κόσμο εκεί μέσα.
Τον “πέταξαν” σε μια καρέκλα με τη βαλίτσα του.
Μετά από 3 ώρες τον πλησίασαν δύο αστυνομικοί και του είπαν: «Δεν χρειάζεται, φίλε, να έχεις μπλεξίματα με τον νόμο εδώ στη Νέα Υόρκη. Έχεις γνωστούς στην πόλη; Έχεις συγγενείς;»
«Όχι», απάντησε ο Γιώργος ξερά.
«Τι ψάχνεις;»
«Ψάχνω τη Μισέλ».
«Οκέι, είσαι λίγο τρελός, έχουμε μιλιούνια σαν και σένα στην πόλη».
«Μπορώ να φύγω;»
«Όχι», του είπε ο ψηλός αστυνομικός.
«Έχεις λεφτά;»
«Ναι, κάτι λίγα…»
«Πάρτον, πήγαινε τον στο αεροδρόμιο να βγάλει ένα εισιτήριο για Ελλάδα, να γλιτώσουμε από δαύτον».
«Θέλω να δω τη Μισέλλλ…»
«Αφού επιμέμει, βάλτον να κοιμηθεί στο κρατητήριο μαζί με τους Πορτορικανούς!»
Τι θυσία έγινα για τον έρωτα μου με τη Μισέλ…