Ο Αχµέτ ξεκίνησε και σήµερα πρωί για τη δουλειά. Τι δουλειά δηλαδή, θελήµατα και κουβαλήµατα για µερικές δεκάρες και αυτές όχι κάθε ηµέρα.
«Είσαι µικρός ακόµα για να ζητάς γρόσια από τη δούλεψη» του λέγανε οι µεγάλοι.
Αυτός όµως δεν είχε µόνο την δική του µέριµνα, αλλά και του πιο µικρού πεντάχρονου αδελφού του. Οι δυό τους γλύτωσαν από τον βοµβαρδισµό πρίν από δύο χρόνια και µείνανε µονάχοι. Τους γονείς και τα άλλα αδέλφια τα βρήκε ο θάνατος.
Σηκώθηκε από τα χαλάσµατα που πρώτα ήταν το σπίτι που µένανε. Ξεσκονίστηκε καλά και προχώρησε πατώντας στα ίδια βήµατα προσεκτικά, ελέγχοντας µην έχει µείνει κανένα ξεχασµένο βλήµα. Στάθηκε για λίγο πίσω από ένα τοίχο και τα κουρέλια που είχε για ρούχα τα έσιαξε πάνω του αγορίστικα.
Έπρεπε να δεί τι θα κάνει. Πρίν από δύο χρόνια δεν ξεχώριζε από τα αγόρια. Τώρα όµως άρχισε να σχηµατίζεται. ∆εν µπορούσε να κρύβεται για πολύ. Σαν Ζεχρά όµως, δεν θα µπορούσε να δουλέψει. Σαν Αχµέτ όλο και κάτι εύρισκε να κάνει. Φαινόταν πια καθαρά και στα βάρη που σήκωνε, δεν είχε την ίδια δύναµη µε τα άλλα τα αγόρια. Άσε που φοβόταν κι’ όλας µην αποκαλυφθεί ότι είναι κορίτσι. Με τον φόβο και την αγωνία κατάφερε να κρατηθεί στην ζωή αυτή και ο αδελφός της δυό χρόνια. Ήτανε πιά 11 χρονών, µε το ζόρι κρυβόταν.
Ήτανε ένα ασθενικό άσαρκο µικρό παιδί, που ο νόµος της επιβίωσης, το έκαναν αυτά τα δύο χρόνια να αντέξει και να µην εγκαταλείψει. Η ευθύνη για τον µικρούλη αδελφό της, την όπλιζε κάθε ηµέρα µε κουράγιο κι’ έβγαινε στην αγορά, -ή σε ότι είχε αποµείνει από αυτήν- για να κερδίσει µερικές δεκάρες, ίσα-ίσα για µερικές µπουκιές ψωµί. Έµοιαζε µε αγόρι και αυτό την έσωσε, αλλά σε λίγο δεν θα µπορούσε άλλο να κρύβεται.
Πηγαίνοντας για την αγορά, την σταµάτησε ο ράφτης που είχε αναλάβει και έραβε κάτι για το στρατό.
«Έλα εδώ µικρέ, πως σε λένε την ρώτησε.
«Αχµέτ απάντησε µε θάρρος.
«Εδώ στα χαλάσµατα µένεις µε τον αδελφό σου δεν είναι έτσι;
«Ναι απάντησε µε λίγο τρέµουλο στη φωνή.
«Θα σου δώσω µερικά πουκάµισα να τα πάς στο διοικητή µπορείς;
«Αν µπορώ λέει; Αυτή είναι η δουλειά µου όλη ‘µέρα.
«Ελα µέσα να σου δώσω ένα παντελόνι να φορέσεις να µην πάς έτσι µε τα κουρέλια και όταν γυρίσεις µου το δίνεις πίσω.
Η Ζεχρά πήγε µέσα, και πίσω από τον πάγκο άλλαξε παντελόνι. Πήρε τα πουκάµισα και πήγε σαν Αχµέτ στη κοντινή αλάνα που είχαν µετατρέψει σε στρατόπεδο. Στην είσοδο ρώτησε τον φαντάρο που θα βρεί τον διοικητή. Ο στρατιώτης, τής έκανε ένα τυπικό έλεγχο, και της έδειξε την σκηνή του διοικητή. Τα πόδια της Ζεχρά κόπηκαν, όταν άρχισε ο στρατιώτης να την ψαχουλεύει στον έλεγχο, αλλά ευτυχώς δεν αποκαλύφθηκε. Έπρεπε να βρεί µια λύση δεν πήγαινε άλλο µε αυτό το καρδιοχτύπι.
Άφησε τα πουκάµισα σε ένα τραπέζι που της έδειξε ένας στρατιώτης στη σκηνή του διοικητή και έφυγε. Πηγαίνοντας για την πύλη, µερικοί στρατιώτες που την είδαν της φώναξαν από µακριά.
«Αντε όπου να’ναι ετοιµάσου να έλθης να υπηρετήσεις την πατρίδα. Τέρµα τα παιχνίδια, καιρός να πιάσεις τα όπλα»
Η Ζεχρά δυνάµωσε το βήµα της και οι φαντάροι γέλασαν που την τρόµαξαν. ∆εν µε τρόµαξαν είπε µιλώντας στον εαυτό της. ∆εν πρόκειται να περάσω µεγαλύτερη τροµάρα, από εκείνη την ηµέρα που έπεσε η βόµβα και ξεκλήρισε την οικογένειά µου. ∆εν µπορεί κανείς πια να µε κάνει να τροµάξω πιο πολύ από την ηµέρα εκείνη.
Ακόµα και αυτοί που ξέρουν ότι είµαι κορίτσι, µου τάζουν χρυσάφι σαν µεγαλώσω λίγο ακόµη. Μου τάζουν να µε στείλουν µε δικά τους έξοδα στη ∆ύση και σίγουρη δουλειά, µα δεν µε τροµάζουν.
∆εν ξέρω αυτή η δουλειά αν είναι να ζήσει κάποιος άλλος µε τα όργανά µου, ή κάποιοι άλλοι να χαρούν το γυναικείο µου κορµί. Εγώ πάντως και δικά µου λεφτά να είχα τώρα, θα έµενα στον τόπο µου. Θα έµενα στα χαλάσµατα, γιατί κατά πως λένε δεν τα βοµβαρδίζουν ξανά, µέχρι να περάσει το κακό. Και ύστερα, να δώ µε τον αδελφό µου τον τόπο µας να ξαναχτίζεται.
∆εν ξέρω αν σε κάποιο άλλο µέρος του κόσµου µυρίζει ο φούρνος της γειτονιάς όπως ο δικός µας. ∆εν ξέρω αν οι µυρωδιές απο τα µπαχάρια όταν µαγειρεύει η Μάνα, αλλού είναι τόσο ωραία. Αν τα ζαχαρωτά είναι τόσο λαχταριστά. Και το λέω, γιατί κάποιες προµήθειες σε τρόφιµα που µας έστειλαν από την δύση, όταν φτάσανε µε πολύ κόπο στα χέρια µας, τις ανοίξαµε ανυπόµονα να ξεγελάσουµε την πείνα µας, αλλά µείναµε έκπληκτοι. Ήταν κάτι βαζάκια που µερικά είχαν σπάσει και είχαν µέσα µια κρέµα που δεν ξέραµε τι είναι. Την φάγαµε στην απόγνωση και στην πείνα µας, ξεχωρίζοντάς την από τα σπασµένα γυαλιά και λιγωθήκαµε χειρότερα. Μετά ο γείτονας που ήξερε Αγγλικά, µας είπε ότι είναι «βούτυρο» από φιστίκια και την τρώνε µε ψωµί το πρωί, αλλά ψωµί δεν µας έστειλαν! Και γιατί δεν µας στέλνανε σκέτα τα φιστίκια, σκέφτηκα σαν παιδί και µπήκανε σε αυτό τον κόπο.
Εγώ δεν θέλω να πάω σε άλλο τόπο. Θέλω σε κάθε τόπο να µην κρύβονται οι άνθρωποι για αυτό που πιστεύουν, να µην προκαλούν για αυτό που πιστεύουν, και να µην σκοτώνουν επειδή κάποιοι δεν πιστεύουν τα ίδια. Θέλω οι µεγάλοι να γίνονται παράδειγµα ζηλευτό, να θες να το ακολουθήσεις όταν µεγαλώσεις. Σαν τον ράφτη πού µού χάρισε το παντελόνι και δεν το γύρεψε πίσω. Ήταν του γιού του που σκοτώθηκε 12 χρονών από νάρκη, πρίν ένα χρόνο. Επίσης είµαι σίγουρη πως ο ράφτης ήξερε πως είµαι η Ζεχρά.
Με τον Θεό δεν συνετίστηκαν οι άνθρωποι να µην σκοτώνονται µεταξύ τους και µείνανε άπιστοι. Αντίθετα δεν µας έφταναν οι πόλεµοι από πολιτικές σκοπιµότητες, τώρα έχουµε και έξαρση των Θρησκευτικών. Θρησκεία που κάνει πόλεµο, είναι θρησκεία χωρίς Θεό. Πανθρησκεία ίδια για όλους µε το πρόσχηµα να σταµατήσουν οι πόλεµοι, είναι πάλι θρησκεία χωρίς Θεό.
Ο Θεός να βοηθήσει τους αδυνάτους. Να συνετίσει τους ισχυρούς της γής και να τους υπενθυµίσει την ασηµαντότητά τους εν ουρανοίς.