Άγιος άθρωπος ήτονε ο Δημητρός μαύρα μάθια δεν’ είπε ποτές του τσι γυναίκαςντου με τω κοπελιώντου. Επήγαινε κι’ ήρχουντανε στη δουλιάντου χωρίς ν ‘ αγκομαχεί. Κι’ έκουβάλιε στο σπίτιντου το κάθε πράμα πριχού, τ ‘ αναζητήξει η Δεσποινιώ η γυναίκαντου. Που την’ εκήταζε στα μάθια. Κι ‘ ευχαρίστιε απού μέσαντου το Θεό για τούτονά το πασά που τούμπεψε.
Απού το θολομό όμως Απούχαν τα μάθια ντου δεν’ εθόριε παρέκει απού τη μήτι, του Δεσποινιώντου, που εστριφογιρίζανε σα και το τηλιγάδη, πέρα πόδες χωρίς στεμό.
ΤΟ σπίτιντου οι αποθίκες με τα ζωντανά και τη περιουσίαντου, εξεχωρίζανε απού τη τάξη και τη παστρικάδα απού είχανε. Κι’ ευτός πλημένος, σιδερωμένος και να μιρίζει σαπούνι επόριζε απού τη πόρτα ντου όξω. Όσο για το φαϊ του Δσποινιώ δεν’ εσταμάτα ν ‘ αχνίζει στο τραπέζι ντου, μ’ ούλα τα καλά του κόσμου που εγεννούσανε τα μετόχιαντονε ολοχρονίς του χρόνου και τα ζωντανά.
Η Μάγκυ Αρσενίδη Μανουσέλη υποψήφια βουλευτής Χανίων του ΣΥΡΙΖΑ μιλά
για την κάθοδό της στις εκλογές
Μόνο που την’ εθόριε ετσά να σιέτε και να τσακίζει το κορμάκι τσι στη κάθε δουλειά, εξεκίνα να φίγει σε ουρανούς με παραδείσους. Απίς ετέλιωνε η μέρα και μπαίνανε ούλοι στο σπίτι, σινήθως μετά το δείπνο, ερχότανε, ξενομπάτες πότες ο ένας πότες ο άλλος απού φίλους, με γνωστούς, κουμπάρους και περαστικούς, ξενοχωρίτες, για ν ‘ αποσπερίσουνε.
Ο Δημητρός τσι καλοδέχουντανε μα εκλίνανε στην’ η στεριά και τα μάθιαντου Οντέν δεν ‘ αποφασίζανε να φίγουνε. Χωρϊς να βασιέτε άλλο επήγαινε να θέση κι Ας’ εχημίζουντανε και τα κοπέλια του χωρίς να νυστάζουνε σαν και πράμα να περιμένανε με αγωνία.
Προσδοκίες για έδρα Βελόπουλου στην Κρήτη από τον Παναγιώτη Μπατσαριτσάκη
Του Δημητρό Απίς εβάρενε για τα καλά η αναπνιά ντου κι ‘ ακούγονταν σ’ ούλο το σπίτι τα κοπελάκια με μιας εσταματούσανε να τραπαλεύουντε κι’ ετρέχανε κοντά στο θείο που τσ’ αποσπέριζε. Ήτονε το μιστηκό χωρίς λόγια που τάκανε σαν και τ ‘ αρνάκια. Ο θείος χαμογελαστός τα κήταζε κι’ άρχηζε να ν ψάχνει τσι τσέπες του. Των έδνε ότι εϊχε ευχαρίστιση, για να πάνε στο μαγαζϊ να ψουνίσουνε, καραμέλες κι’. Άς ‘ ήτονε και πίσα σκοτίδη. Απ’ τη χαράντονε δεν ‘ εφοβούντανε πράμα. Ετσιδά επαιρνούσανε τα χρόνια κι ‘ οι μέρες κι’ ούτε γάτα μ ‘ούτε ζημιά, κι ‘εμένανε ούλοιντονε ευχαριστημένοι.
Οι ετσά λογιός αποσπερίδες έχουνε και τα τυχερά τονέ…
Η Δεσποινιώ όσο επαιρνούσανε τα χρόνια τα. Χρόνια δε τσι γκίζανε καθόλου
Έμιαζε σαν το λουλούδι τ’ ανθησμένο που δεν ‘εμαραίνουντανε ποτές.
Τη θόριε ο Δημητρός και τη καμάρωνε κι’ απού μέσαντου επροσεύχουντανε στο Θεό να των ‘ έχει την’ υγιά τονέ, να μαίνουνε ετσά νιοί κι ” όμορφοι που να μην ‘είναι ο έναςτονε καλιά απού τον’ άλλο.
Ανέ μαίπερνες χαμπάρι, άχι μορέ Δημητρό μου κι’ άν’ ήσουν και κιανείς άλλος εσκέφτουντανε Η Δεσποινιώ κι ‘ αναστέναζε μούληντσι τη δϊναμη, θα μείχες μπεπάτη του αψέντι μου σιγόμαρη μαζί με τσι ντροπές μου να με βάνει μόνο να βόσκο τα έχνηντου στα μουντάνια.
*Η Μαρία Νίκ. Γρυφάκη είνια Συγγραφέας