Δεν είχε ιδιαίτερους λόγους, ή μάλλον δεν ήταν τόσο πολύ σοβαροί οι λόγοι που τον βασάνιζαν, ώστε να δικαιολογήσει κανείς την κακιά συνήθεια που απόκτησε από τα δεκατρία κιόλας χρόνια του. Και δεν ήταν τίποτε άλλο η κακιά συνήθεια αυτή, από το να πίνει συνήθως κρασί και τσίπουρο που άφθονα παρήγαγαν και η οικογένειά του αλλά και όλοι οι χωριανοί του μικρού χωριού που κατοικούσε.
Aπό μικρός, μάλλον για να δείξει ότι ήταν κι εκείνος κάποιος, γιατί η αλήθεια είναι ότι ο Θεός, για τους δικούς του λόγους, τον σμίλεψε κάπως ακανόνιστα στην κοιλιά της μητέρας του κι όταν τον γέννησε, μεγαλώνοντας, τα κουσούρια του άρχισαν να φαίνονται πια καθαρά. Όχι βέβαια πολύ αποκρουστικά, αλλά ήταν κουσούρια. Πρώτ’ απ’ όλα, ήταν αρκετά κοντός, σχεδόν φαλακρός, με μια κοιλιά που όποιος τον έβλεπε για πρώτη φορά θα έπαιρνε όρκο ότι κάτω από τα ρούχα του, στην περιοχή της κοιλιά του, έκρυβε κάτι σαν μπάλα αρκετά μεγάλη.
Ήταν όμως αρκετά εργατικός άνθρωπος, αλλά την προκοπή του, στα λίγα χρόνια που έζησε στο χωριό, δεν την είδε κανένας. Ό, τι κέρδιζε, όσα χρήματα κι αν έβγαζε από τις διάφορες εργασίες που έκανε, τα ξόδευε στην καλή ζωή και στο ποτό. Οι γονείς του, βλέποντας ότι είχε πάρει τον κακό δρόμο, προσπαθούσαν να τον επαναφέρουν στον ίσιο δρόμο, αλλά, είτε τον συμβούλευαν είτε όχι το ίδιο αποτέλεσμα είχε. Ο μεγαλύτερος αδελφός του τον είχε «βαπτίσει» και τον έλεγε «ο άσωτος». Ποτέ δεν τον αποκαλούσε με το όνομά του, που το όνομα που του έδωσε ο νονός του ήταν Νεκτάριος. Όλοι έλεγαν, όταν αποκαλύφθηκε ο άσωτος χαρακτήρας του, ότι την ώρα που τον βάφτιζε ο παπάς βουτώντας τον μέσα στην κολυμπήθρα και λέγοντας «βαπτίζεται ο δούλος του Θεού Νεκτάριος…», ο Νεκτάριος κατουρήθηκε, κάτι βέβαια που δεν γίνεται και τακτικά. Τότε που κατουρήθηκε, κανένας δεν είπε τίποτα από τους παρευρισκόμενους στο μυστήριο του βαπτίσματος, αλλά εκείνη η εικόνα χαράχτηκε με ανεξίτηλα χρώματα στην ψυχή τους και την φανέρωναν ο ένας κατόπιν του άλλου όταν τον έβλεπαν όσο μεγάλωνε, τι σόι άνθρωπος ήταν και ποιο δρόμο θα ακολουθούσε. Η ίδια η μάνα του, όταν τον είδε μια μέρα ή μάλλον μιαν αυγή που γύριζε από το μοναδικό καφενείο του χωριού τύφλα στο μεθύσι, του είπε αγανακτισμένη:
«Φάνηκες παιδί μου τι σόι άνθρωπος θα γίνεις από τη μέρα που σε βάπτισε ο παπάς»
Παρ’ όλες όμως τις στεναχώριες και τα πικρά ποτήρια που την πότιζε, πίνοντας εκείνος αλκοόλ, τον συμμάζευε, τον συμβούλευε και τον φρόντιζε. Τι άλλο μπορούσε να κάνει η δόλια;
Τώρα, όταν πάτησε το κατώφλι των δεκαεπτά χρόνων, για να τον συνεφέρει η άτυχη η μάνα του, παρακάλεσε έναν χωριανό της επιπλοποιό που είχε το εργαστήρι του σε μια κωμόπολη κοντά στο χωριό να τον πάρει μαζί του να μάθει την τέχνη του μαραγκού – έτσι τους έλεγαν τότε τους επιπλοποιούς – ελπίζοντας η δόλια ότι θα έμπαινε στον ίσιο δρόμο. Ο χωριανός της την λυπήθηκε και δέχτηκε να τον πάρει στην δουλειά του, ελπίζοντας κι εκείνος πως με την καθημερινή και υπεύθυνη εργασία του θα τον απόκοβε από το πάθος του ποτού και θα γινότανε ένας φυσιολογικός άνθρωπος κι εκείνος.
Η δόλια η μάνα του τον πήγε η ίδια στο εργαστήρι του χωριανού της και μαζί με τον επιπλοποιό, του είπαν πάρα πολλά για την ζωή κι έτσι ο Νεκτάριος άρχισε να εργάζεται ως βοηθός πλέον επιπλοποιού. Τις πρώτες δε μέρες τα πήγαινε κάπως καλά – έτσι έλεγε το αφεντικό του – αλλά η αναζήτηση του δηλητηρίου, του αλκοόλ, στον εξαρτημένο πλέον οργανισμό του κι ας ήταν ακόμα μικρός δεν τον άφηνε ήσυχο. Ποτό βέβαια στο εργαστήριο, είτε αυτό λέγεται κρασί, είτε ούζο, είτε τσίπουρο, απαγορευότανε αυστηρώς να υπάρχει. Για να ικανοποιήσει όμως το ψυχοφθόρο αυτό πάθος του, ο «άσωτος υιός», τα βράδια που έβγαινε έξω, σχολώντας από την δουλειά του και πηγαίνοντας να πιεί στα διάφορα καφενεία, φεύγοντας από ‘κει, έπαιρνε μαζί του κάποια ποσότητα κρασιού κρυμμένη σε κάποιο μπουκάλι ή σε κάποιο παγούρι και κατά διαστήματα έπινε εν ώρα εργασίας. Που να φανταστεί το αφεντικό του ότι κατέφευγε σε τέτοιου είδους τεχνάσματα! Και το κακό δεν άργησε να έρθει.
Μια μέρα εκεί που εργαζόντανε, παίρνει το παγούρι που ήταν γιομάτο τσίπουρο και άρχισε να πίνει. Το αφεντικό του τον είδε, αλλά ανυποψίαστος όπως ήταν νόμιζε ότι πίνει νερό και δεν είπε τίποτα, ούτε έδωσε μεγάλη σημασία. Κι εκεί που ο εργοδότης και προστάτης του «άσωτου υιού» νόμιζε ότι όλα πήγαιναν καλά, για μια στιγμή, ένα μακρόσυρτο «ωχ» που ερχότανε από την πλευρά του μαγαζιού που δούλευε ο μπεκρής Νεκτάριος, τον έκανε να καταλάβει ότι κάτι κακό είχε συμβεί. Τρέχει ο δόλιος ο επιπλοποιός και τι να δει! Είδε τον Νεκτάριο να κρατάει με το ένα χέρι του τα δάκτυλα του άλλου χεριού, σφιχτά, ουρλιάζοντας από τον πόνο. Ο Νεκτάριος, έτσι μισομεθυσμένος που ήτανε, κόβοντας ένα καδρόνι στην κορδέλα, δεν πρόσεξε και η κορδέλα του έκοψε τα δύο δάκτυλά του. Το αίμα δε, έτρεχε σαν βρυσούλα, ασταμάτητα, βάφοντας τα πριονίδια στο δάπεδο από κίτρινα που ήταν κατακόκκινα.
«Βρε τι κακό με βρήκε…» είπε ο ιδιοκτήτης κι αμέσως βγήκε έξω από το μαγαζί του, εφόσον πρώτα φώναξε σε βοήθεια τους άλλους δύο εργάτες και όλοι μαζί περιποιήθηκαν κι έδεσαν τα κομμένα δάκτυλα του χεριού του Νεκτάριου να σταματήσει το αίμα και με το αυτοκίνητο που κουβαλούσαν τις παραγγελίες των πελατών τους τον φόρτωσαν πάνω στην καρότσα και τον πήγαν σε μια μικρή κλινική της κωμόπολης. Ε, αυτό ήταν. Όταν έγινε καλά στην κλινική, βγαίνοντας βέβαια από ‘κει με τα δύο δάκτυλα λιγότερα, κάτι πήγε να πει ο «άσωτος» στον εργοδότη του και συγκεκριμένα αυτός τον άφησε να πει τι ήθελε. Του είπε πως ήθελε να ξαναγυρίσει στην δουλειά αλλά ο εργοδότης του, του είπε.
«Δεν κάνεις παιδί μου εσύ για την δουλειά του μαραγκού».
Έτσι ο Νεκτάριος γύρισε πάλι στο χωριό του.
Η μητέρα βέβαια πήγε και ζήτησε συγνώμη κλαίοντος από τον χωριανό της κι εκείνος της είπε όλη την αλήθεια, δείχνοντάς της το παγούρι που ήταν ακόμα μισογεμάτο με τσίπουρο.
«Δεν μπορώ να τον κρατήσω στην δουλειά…», της είπε, «…καταλαβαίνεις για ποιο λόγο».
Κι η δόλια πονεμένη μάνα πήρε το δρόμο για το χωριό της, καταντροπιασμένη κι απογοητευμένη.
«Τι θ’ απογίνει…» έλεγε, «… το άτυχο παιδί μου; Θεέ μου, όταν θα κλείσω τα μάτια μου εγώ, ποιος θα το ανεχτεί έτσι που το κατάντησε το πιοτό;» και συνέχιζε αναστενάζοντας: «Που να τ’ αφήσω η δόλια και πώς να παρουσιαστώ μπροστά σου Θεέ μου που ντρέπομαι! Εσύ όμως γνωρίζεις Πλάστη μου, ότι έκανα ό, τι μπορούσα για να τον φέρω στο σωστό δρόμο, αλλά δεν τα κατάφερα. Το ξέρω Θεέ μου και το βλέπω ότι μέρα με την μέρα απομακρύνεται από τον ίσιο δρόμο όλο και πιο πολύ και σίγουρα το μονοπάτι που ακολουθεί, κάποια μέρα, θα τον ρίξει σε κάποια ανήλιαγη χαράδρα ή σε κάποιον απότομο γκρεμό. Λυπήσουμε Θεέ μου!» έλεγε ενώ τα μάτια της, από καιρό πιο μπροστά, είχαν στερέψει και δεν έτρεχαν άλλα πια δάκρυα.
Αυτά τα πονεμένα λόγια έλεγε η δόλια η μάνα του, ρίχνοντας πολλές φορές, για κείνη την κατάντια του παιδιού της, ευθύνες στον εαυτό της. Έλιωνε η δόλια η μάνα σαν το κεράκι της Λαμπρής, θωρώντας το παιδί της να χάνεται μέσα στην ομίχλη του αλκοόλ. Τώρα, δεν ήταν και λίγες οι φορές που τον Νεκτάριο τον έβρισκε να κοιμάται πότε σε κάποιον αχυρώνα, πότε σε κάποιο γιαπί και όταν τον έβρισκε τον συμμάζευε η δόλια και τον πήγαινε βογκώντας από τον ψυχικό πόνο στο σπίτι.
Τέλος ένα λιόγερμα, που έτυχε να είναι λίγο ξεμέθυστος, του λέει η πονεμένη μάνα του να πάει την αγελάδα τους να την ποτίσει σε μια βρυσούλα λίγο έξω από το χωριό και ο Νεκτάριος αυτό έκανε – μάλιστα πρόθυμος και γελαστός – και τότε έγινε το μεγάλο κακό και το απροσδόκητο γεγονός. Όταν πήγε να ποτίσει την αγελάδα του, φθάνοντας στην βρύση, εκεί είχε πρωτοπάει μια όμορφη κοπέλα χωριανή του να ποτίσει κι εκείνη την διψασμένη αγελάδα της. Όταν πότισε η κοπέλα την αγελάδα της, θέλησε να πιεί κι εκείνη λίγο νερό από τη μια κούπα της βρύσης. Σκύβοντας, ένιωσε τα χέρια του Νεκτάριου να την ζώνουν γύρω από την μέση της, λέγοντάς της συγχρόνως πρόστυχα λόγια και προσπαθούσε να την βιάσει. Η Φανιώ – έτσι την έλεγαν την κοπέλα – βάζει τις φωνές ζητώντας βοήθεια, προσπαθώντας απεγνωσμένα να ελευθερωθεί από τα χέρια του Νεκτάριου. Ευτυχώς, εκεί κοντά βρισκότανε ένας χωριανός τους και ακούοντας την Φανιώ να φωνάζει και να καλεί σε βοήθεια, έτρεξε κοντά της και είδε κι έπαθε να την ελευθερώσει την κοπέλα από τα χέρια του παρ’ ολίγου βιαστή της. Το τι ακολούθησε βέβαια δεν περιγράφεται με λόγια. Η μάνα όμως του Νεκτάριου, που μάλλον εκείνη ήταν σε όλη την οικογένεια η πιο λογική, κάλεσε μόνη της, την άλλη μέρα κιόλας, την αστυνομία κι ανέφερε το δυσάρεστο αυτό γεγονός κλαίοντας αλλά μένοντας ψύχραιμη και η αστυνομία έκανε το καθήκον της.
Με την γνωμάτευση ενός ψυχιάτρου, ότι ο Νεκτάριος, εκτός από μπεκρής εξελισσότανε και σε πολύ επικίνδυνο άτομο, τον έκλεισαν σε ένα άσυλο κάπου στην Αθήνα – έτσι έλεγαν – ενώ η δόλια μάνα του, έπειτα από λίγα χρόνια, από την στεναχώρια της και από την ντροπή της αρρώστησε και πέθανε στο νοσοκομείο της πρωτεύουσας. Τώρα, όταν πήγαιναν για να την δούνε, και πολλοί χωριανοί εκτός από τα συγγενικά της πρόσωπα, το μόνο που έλεγε και της απαγάδιαζε λίγο τον πόνο ήταν, ότι ο Νεκτάριος, αυτό το άτυχο παιδί της, δεν θα πεθάνει εγκαταλελειμμένο σε κάποιο παγκάκι. Θα πεθάνει – έλεγε – με αξιοπρέπεια, και αναστενάζοντας τελείωνε την συζήτηση αυτή λέγοντας:
«Όταν θα πεθάνει ο Νεκτάριός μου και θα πετάξει η ψυχούλα του στον ουρανό, θα τον περιμένω εγώ στο τελευταίο σκαλοπάτι του Άδη και θα το φροντίζω εγώ, η μανούλα του!»
ΤΕΛΟΣ