Δευτέρα, 25 Νοεμβρίου, 2024

Διήγημα: Περσεφόνη

Έκανα το όνειρο µου πραγµατικότητα.

Νοίκιασα ένα σπίτι σε µια λαϊκή γειτονιά.

Να έχω τις µυρουδιές το καλοκαίρι, από τα κορίτσια που πλένουν τις αυλές και τρώνε πεπόνι στο πεζούλι.

Πήρα αυτήν την απόφαση τώρα που η ζωή µου είχε κάνει έναν πρώτο µεγάλο κύκλο.

Αυτόν τον κύκλο δεν κατάφερα να τον τετραγωνίσω, αλλά στροβιλίστηκα µέσα του µέχρι να µε καταπιεί.

∆ίπλα µου ζούσε η Περσεφόνη µε τον άντρα της και τα τρία τους παιδιά.

Και τα τρία ήταν αγόρια και πολύ ζωηρά.

Στη δεξιά πλευρά του σπιτιού µου άκουσα ότι ζούσε µε τη γυναίκα του ο «Σουγιάς», ένας λάγνος και βίαιος άντρας που όλοι έτρεµαν στη γειτονιά.

Η Περσεφόνη παρότι µητέρα τριών παιδιών ήταν πολύ όµορφη µε ένα διαπεραστικό βλέµµα, που µπορούσε ν’ ανοίξει όλες τις πόρτες της ζωής.

Τον «Σουγιά», αυτόν τον µπαµπέση, όλα τα κορίτσια της γειτονιάς µας τον απέφευγαν συστηµατικά, γιατί τους έλεγε προστυχιές.

Ζούσα σε ένα τριάρι, ανάµεσα στην Περσεφόνη και τον «Σουγιά».

∆εν ήµουν σίγουρα ο πιο τυχερός άνθρωπος σε αυτόν τον κόσµο, αλλά το διασκέδαζα πολύ.

Ήταν τόσο γοητευτική η γειτονιά µας, τόσο αυθεντική, που σε µάγευε µε τα καθηµερινά της στιγµιότυπα.

Ή τουλάχιστον έτσι µου φαινόταν…

Θα µε είχε επηρεάσει φαίνεται πολύ η κρυφή γοητεία της µπουρζουαρίας που είχα ζήσει όλα τα προηγούµενα χρόνια.

∆εν ήθελα να απαλλαγώ από αυτήν αλλά σίγουρα ήθελα να ζήσω κάτι το διαφορετικό.

Και το διαφορετικό που βρήκα σε αυτήν τη γειτονιά ήταν η Περσεφόνη και ο «Σουγιάς».

Τον δικό µου «Σουγιά», δεν τον έλεγαν… Μπάµπη, αλλά άρχιζα να φωνάζω την καηµένη τη γυναίκα του (από οίκτο) Μπάµπαινα.

Είχα πάρει τη µεγάλη απόφαση να προσαρµόσω ακόµη και τη γλώσσα που χρησιµοποιούσα στις απαιτήσεις αυτής της λαϊκής γειτονιάς.

∆ιότι η γλώσσα είναι ο κόσµος µας σε αυτήν τη γειτονιά.

Ήταν µαγικές οι στιγµές όταν έβλεπες την Περσεφόνη να πλύνει τις αυλές της µε αυτό το κοντό κόκκινο φορεµατάκι.

Κάτι σου έκαιγε τον ουρανίσκο, τα ρουθούνια σου τρύπαγαν από το κόκκινο της φωτιάς στο φορεµατάκι της.

Και ο «Σουγιάς» καθόταν στο πεζούλι και φώναζε βίαια στη γυναίκα του και σφύριζε πρόστυχα τα κορίτσια της γειτονιάς.

Ένα βράδυ του Οκτώβρη µε µιας άλλαξαν όλα.

Ήταν ακόµη αποκαλόκαιρο.

Ο «Σουγιάς» χτύπησε άσχηµα τη γυναίκα του και µετά όρµησε µαινόµενος στην αυλή της Περσεφόνης.

Προσπάθησε να τον σταµατήσει ο ταλαίπωρος, ο µιτσιαλός άντρας της, αλλά φώναζε «πού είναι η Περσεφόνη να τη δαγκώσω στο λαιµό, να της πιω το αίµα;»

Όλοι τότε πίστεψαν ότι θα γίνει µεγάλο κακό.

Μα η Περσεφόνη βγήκε έξω από το σπίτι του, έπιασε τον «Σουγιά» από τον λαιµό, τον φίλησε µε πάθος στο στόµα και του φώναξε «Είσαι ένας µπάµιας…»

Τότε λιγώθηκε και λιποθύµησε ο «Σουγιάς».


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα