Η Μαρία ζούσε µε τον άντρα της και τα δύο τους παιδιά σε ένα προάστιο της πρωτεύουσας.
Τότε, τη δεκαετία του ‘90, όλα πήγαιναν πρίµα.
Την πάντρεψαν µικρή τη Μαρία στο χωριό της, για να έχει µια καλύτερη τύχη.
Ο άντρας της ο Μικές, σοβαρός φαινότανε και είχε και µια µόνιµη δουλειά.
Τι άλλο να ζητούσε η Μαρία;
∆εν λέω ήταν και γλυκούλης ο Μικές και ήξερε να κρύβει τον χαρακτήρα του καλά.
Η Μαρία από το χωριό και ο Μικές ο πρωτευουσιάνος.
Αυτό έφτανε.
Και δεν ζήτησε να µάθει τίποτε άλλο.
Τα παιδιά ήρθαν αµέσως και έκαναν το ζευγάρι ευτυχισµένο.
Έλεγε η Μαρία: «τα παιδιά µου, τον άντρα µου και το σπίτι µου».
Είναι µερικά πράγµατα που πρέπει να είµαστε περήφανοι γι’ αυτά.
Εξάλλου, οι περισσότεροι τότε ήταν περήφανοι και ευτυχισµένοι.
«Μετά τους ξίνισε η σούπα», η άτιµη…
Ο Μικές κοίταγε τη δουλίτσα του και κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα αγόραζε δώρα για όλους.
Για τον εαυτό του µόνο, δεν είπε τι έπαιρνε…
Το καλοκαίρι πήγαιναν στο χωριό για τα µπάνια τους.
Τέτοια τύχη είχε η Μαρία.
Αυτή ήταν τυχερή από µικρή.
Ήταν µοναχοκόρη µε τρεις αδελφούς.
Ο αδελφός της ο Παναγιώτης της έλεγε: «Μικρούλα, είσαι πολύ τυχερή».
Μετά τα πρώτα πέντε χρόνια γάµου, ο Μικές άρχισε να φιοφιορίζεται για να πάει στο καφενείο να ξεσκάσει.
Άντρας µε τα όλα του, όχι ψευτιές.
Στην αρχή πήγαινε στο καφενείο µόνο το Σαββατοκύριακο, µετά άρχισε να πηγαίνει κάθε βράδυ.
Έτσι είναι ο άντρας ο κιµπάρης, ο καραµπουζουκλής.
Στο σπίτι του ο Μικές, «τύπος και υπογραµµός».
Τότε γνώρισε ο Μικές τη λεγάµενη,
τη Φρόσω.
Τσαχπίνα και οµορφονιά.
Όλο νεανικά παιχνίδια η Φρόσω στον Μικέ.
Τι να κάνει και ο Μικές που ήταν καραµπουζουκλής, υπέκυψε.
Α ρε, Μικέ γάτε του σεξ και του καράτε.
Τότε είπαν τα παιδιά ότι άρχισε να τσακώνεται ο Μικές µε τη Μαρία και άκουγαν φωνές στο υπνοδωµάτιο και τη µάνα τους να κλαίει µε λυγµούς.
Κάθε βράδυ η ίδια ιστορία.
Αιφνιδιάστηκε η καλότυχη Μαρία, δεν το περίµενε από τον κιµπάρη τον Μικέ.
Υπαξιωµατικός και να κάνει τέτοια καραγκιοζιλίκια.
Άρχισε η Μαρία να βάζει ρουζ και κραγιόν σε όλο της το πρόσωπο για να µην τη δουν τα παιδιά.
Ένα βράδυ (Μάρτης ήτανε) έφυγε τρέχοντας από το σπίτι και περιπλανήθηκε για ώρες στους άγνωστους δρόµους της πρωτεύουσας.
Το πρωί ένα περιπολικό της Αστυνοµίας, την έφερε στο σπίτι του Μικέ.
Αν λείπανε και οι αστυνοµικοί…
Τότε και µόνο τότε, κατάλαβε η Μαρία ότι ζούσε σε έναν άγνωστο τόπο.
Ενώ στο χωριό της τους ήξερε όλους και τους αγαπούσε πολύ.
Ήτανε βλέπεις και καλότυχη.
Ο Μικές της ζήτησε να χωρίσουν.
«Όχι ρε κερατά», του είπε, «δεν σου δίνω διαζύγιο».
«Και τι θα κάνεις»;
«Θα ζητήσω από τον αδελφό µου να µου ανοίξει ένα περίπτερο».
Στο περίπτερο δεν τα κατάφερε η Μαρία και σύντοµα έκλεισε.
Ήταν όµως αµετάπειστη. Στον Μικέ δεν έδινε διαζύγιο.
Πέρασαν τα χρόνια.
Ο Μικές είχε µείνει αµανάτι µε την τσαχπίνα τη Φρόσω.
Στο τέλος η Μαρία δέχτηκε για το διαζύγιο.
Τι να κάνει;
Πήγαν στον δικηγόρο, συµφώνησαν και το διαζύγιο εκδόθηκε τελικά για τις 10 Ιουνίου.
Στις 9 Ιουνίου έπαθε ανακοπή καρδιάς ο Μικές και πέθανε.