Νέα Υόρκη, τέλη Νοέµβρη του 1947.
Η µέρα ήταν χαρούµενη, παρά το χιόνι που είχε σκεπάσει τα πάντα και τη παγωνιά που σε υποδεχόταν µε το που άνοιγες την πόρτα.
Τίποτα ωστόσο απ’ όλα αυτά δεν θα χαλούσε το κέφι της!
Είχε βάλει το καλό της φουστάνι -αυτό µε τις γυαλιστερές χάντρες που είχε ράψει µόνη της στη µικρή βιοτεχνία όπου δούλευε- είχε σταθεί ώρα στον καθρέφτη, και δεν χόρταινε να κοιτά τον λαµπερό εαυτό της.
Ήταν όµορφη, µα την αλήθεια!
Γι’ αυτό κι ο πατέρας είχε µεγάλες ελπίδες να την πάρει το µάτι κάποιου νέου στην συγκέντρωση Ελληνοαµερικανών όπου θα πήγαιναν απόψε, και να τη…δώσει µάνι-µάνι. Εξάλλου πολλοί είχαν προκόψει στον τόπο ετούτο! Κάποιοι είχαν εστιατόρια, άλλοι δούλευαν στα γουναρικά, υπήρχε κι ένας νεαρός φωτογράφος µε δικό του φωτογραφείο, που της άρεσε κι ευχαρίστως θα δεχόταν για σύζυγο.
Έβαλε τον µπερέ της, ταχτοποίησε από κάτω τις µπούκλες των πυκνών µαλλιών της, πρόβαρε το καλύτερο χαµόγελό της και βγήκε απ’ την πόρτα γεµάτη προσδοκίες για τα µελλούµενα.
Επιτέλους, ξέφυγε απ’ τη µιζέρια της βοµβαρδισµένης πόλης της, απ’ το σπίτι της το κοµµένο στα δυο, απ’ τη πείνα και τη δυστυχία της κατοχής!
Πως να ξεχάσει πως µόλις άκουσαν τη φρικτή λέξη «Πόλεµος», µάζεψαν λίγα πραγµατάκια -τα ρούχα τους και µερικά τρόφιµα- κι έφυγαν άρον-άρον για το χωριό! Αφήνοντας το σπίτι όπως ήταν! Με τις χειροποίητες κουρτίνες να κρέµονται στα παράθυρα, το βελούδινο τραπεζοµάντηλο στρωµένο στο τραπέζι, το ανθοδοχείο του επάνω γεµάτο λουλούδια και τον µπουφέ απέναντι φίσκα πιατικά…
Η µάνα επέµενε να διασώσουν το σεντούκι µε τα προικιά της. ∆ύσκολο όµως να το πάρουν µαζί τους. Το µόνο που µπόρεσαν να κάνουν ήταν να το µεταφέρουν κάτω απ’ την εσωτερική σκάλα, που πίστευαν πως θα είχε µεγαλύτερη αντοχή σε περίπτωση βοµβαρδισµού…
Μα η…σκάλα ήταν το…πρώτο πράγµα που έπεσε!
Και τα πολύτιµα προικιά της, ο ρουχισµός, τα λευκά είδη, οι χρυσοκέντητοι τσεβρέδες, οι πλεχτές κουβέρτες και τα κουβερτάκια έκαναν φτερά…
Στη σκέψη ένοιωσε την παλιά θλίψη να επιστρέφει…
Αλλά όχι! ∆εν έπρεπε να λυγίσει!
Βρισκόταν τώρα σε τόπο ασφαλή, οι δικοί της ήταν όλοι καλά, είχαν µια δουλίτσα και µια στέγη πάνω απ’ το κεφάλι τους, έστω και νοικιασµένη.
Και να που επιτέλους έφθασαν!
Τους υποδέχτηκε µια ολόφωτη αίθουσα µε οµογενείς που συγκεντρωµένοι σε µικρές παρέες αντάλλασσαν τα νέα τους. Μιλούσαν για τις δουλειές, για τα παιδιά, έκαναν σχέδια για το µέλλον και βεβαίως κανόνιζαν µε ποιους θα περάσουν τις γιορτινές ηµέρες που πλησίαζαν.
Έκανε µερικούς κύκλους στην αίθουσα, κουβέντιασε λιγάκι µε το αφεντικό της κι ύστερα κατευθύνθηκε στο σηµείο όπου στεκόταν η οικογένειά της. Μιλούσαν µε µια άγνωστη παρέα και παραδίπλα έστεκε ο…νέος που συµπαθούσε.
Τι τύχη αλήθεια!
Πλησίασε όλο χαρά. Μιλούσε ο ξένος κύριος: «Τι λέτε; Έρχεστε να φάµε µαζί τα Χριστούγεννα! Εξάλλου δεν ζούµε και πολύ µακριά. Θα πάρετε το λεωφορείο και σε µισή ώρα θα είστε έξω απ’ την πόρτα µας».
«Με χαρά µας αποδεχόµαστε τη πρόσκληση!», αποκρίθηκε ο πατέρας της.
Τότε µίλησε κι η άγνωστη κυρία: «Και δική µας χαρά και…υποχρέωση να σας φιλοξενήσουµε στο σπίτι µας αυτή την Άγια Μέρα. Πάντα βοηθάµε µια φτωχή οικογένεια…»
«Φτωχή…οικογένεια;»
Ένοιωσε το κεφάλι της να γυρίζει κι όλα γύρω της έχασαν τη φωτεινότητά τους…
Τι µεγάλη προσβολή αλήθεια!
Και τι άσκηµη λέξη να την πεις κατά πρόσωπο!
Εκείνη τη στιγµή είδε και τον φωτογράφο να γυρίζει πλάτη και να κατευθύνεται σε µια άλλη παρέα…
Αναµενόµενο!
∆εν είχε…τίποτα να του προσφέρει!
Ούτε καν τη γλώσσα δεν µιλούσε…
Αλλά τι φταίει κι αυτή µ’ όλα αυτά που της συνέβησαν;
Τα χρόνια πέρασαν, η κατάστασή της άλλαξε, έζησε µια γεµάτη ζωή κοντά σ’ ένα καλό άνθρωπο, ξαναέχτισε το σπίτι της, και τη καλή της πράξη πάντα την έκανε ανώνυµα, σιωπηλά και χωρίς να προσβάλει κανένα!
∆ιότι βεβαίως, ποτέ δεν ξέρεις τι θα σου φέρει η ζωή και σε ποιανού τη δυσάρεστη θέση θα βρεθείς…